Είχα εξαρχής αποφασίσει ότι θα πήγαινα να δω τη µεγάλη αναδροµική έκθεση «Γιάννης Μόραλης» στο Μπενάκη της Πειραιώς κάποιο βράδυ Παρασκευής που το µουσείο κλείνει αργά, προκειµένου να γλιτώσω την πολυκοσµία του Σαββατοκύριακου. Οντως έτσι ήταν, είχε βραδιάσει πια για τα καλά και στο ισόγειο του κτιρίου περιηγούνταν ελάχιστοι επισκέπτες, µερικά φιλότεχνα ζευγάρια και κάποιες – υπέθεσα – σπουδάστριες της Καλών Τεχνών. Βασικό πόλο έλξης σε ρετροσπεκτίβες σαν αυτή (θα διαρκέσει έως τις 5 Ιανουαρίου 2019) αποτελεί η σπάνια ευκαιρία να αποκτήσεις µια συνολική εικόνα της ζωής και του corpus ενός σηµαντικού καλλιτέχνη, να γίνεις µάρτυρας της εξέλιξής του στην πάροδο των χρόνων, να παρακολουθήσεις την αλλαγή της τεχνοτροπίας και τη σταδιακή διεύρυνση των δηµιουργικών και υπαρξιακών αναζητήσεών του, να αφεθείς στις εκπλήξεις που σχεδόν πάντα επιφυλάσσει ένας βίος που νοηµατοδοτήθηκε από µια γόνιµη σχέση µε την έµπνευση.
Αν, για παράδειγμα, η πιο έντονη εντύπωση που έχεις για τον Γιάννη Μόραλη (1916-2009) έχει διαμορφωθεί από τα αφηρημένα έργα της ύστερης περιόδου του ή από τα εξώφυλλα των δίσκων του Χατζιδάκι και τα βιβλία των εκδόσεων Ικαρος, έχει σημασία να δεις την επιρροή από τον Κόντογλου στα νεανικά του χρόνια, τη σταθερή συνομιλία του με την κλασική αρχαιότητα, με τις τοιχογραφίες της Πομπηίας, με τις επιτύμβιες στήλες, με τα αιγυπτιακά Φαγιούμ, ή το πόσο καλός ήταν στις προσωπογραφίες, στην αποτύπωση, ας πούμε, του παιδικού βλέμματος σε κάποιους από τους πίνακές του.
Πρωτοτυπίες υπάρχουν αρκετές. Στον επιμελητή Νίκο Παΐσιο οφείλουμε κάποιες χρήσιμες οδηγίες για την περιήγηση καθώς και ωραίες χρήσεις του ευρήματος «έκθεση μέσα στην έκθεση». Η απόφαση να χρησιμοποιηθούν σε κάποιες περιπτώσεις τα προσχέδια που έκανε ο Μόραλης προτού ολοκληρώσει ένα έργο λειτουργεί ενίοτε με καθηλωτικό τρόπο. Οι «πρόβες» για τη «Σύνθεση Α΄» σε οδηγούν στην αναζήτηση του γιατί επέλεξε τελικά ο ζωγράφος τη συγκεκριμένη απόχρωση για το δέρμα των δύο εικονιζόμενων γυναικών. Ο μικρούλης, πρωτόλειος «Μεγάλος Ερωτικός» είναι απείρως πιο ενδιαφέρων από το μεγάλου μεγέθους έργο που ανήκει στη συλλογή της Μαριάννας Λάτση.
Στο ταξίδι αυτό αντιπαραβάλλεται στην εναλλαγή έργων και ο ίδιος ο δημιουργός τους – και όχι μόνο μέσα από φωτογραφικά ντοκουμέντα. Χαζεύοντας τον πίνακα «Δύο φίλες» (1946), όπου εικονίζονται οι γλύπτριες Ναταλία Μελά και Αγλαΐα (Μπούμπα) Λυμπεράκη, εντοπίζεις με την άκρη του ματιού σου το γλυπτό με τη μορφή του όπως το είχε φιλοτεχνήσει η μετέπειτα διάσημη Μελά. Η Μπούμπα έμελλε να γίνει η δεύτερη σύζυγός του (η πρώτη ήταν η Μαρία Ρουσσέν). Τα κοστούμια, τα αριστουργηματικά θεατρικά σκηνικά – όπως αυτά που σχεδίασε για το χοροθέατρο της Ραλλούς Μάνου, η ενασχόλησή του με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, συμπληρώνουν το παζλ της πολυσχιδούς προσωπικότητας.
Στην τελευταία αίθουσα επιβάλλονται με τον μυστηριώδη αισθησιασμό τους τα «Ερωτικά», γεωμετρικά συμπλέγματα σωμάτων, ζευγαριών που ερεθίζουν τη φαντασία. Βγαίνοντας στην πολύβουη Πειραιώς, περνώντας δίπλα από τη γιγαντοαφίσα του λαϊκού τραγουδιστή Νίκου Οικονομόπουλου που δέσποζε στο διπλανό κτίριο (δύο από τις πολλές όψεις της Ελλάδας πλάι-πλάι), δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι ένα από τα λίγα παραστατικά έργα του Μόραλη μέσα σε μια σειρά από αφηρημένα. Ο τίτλος του, «Χρόνος». Τι καλύτερο από το να αποδώσεις μια τόσο αφηρημένη έννοια ως αινιγματικό γυμνό άνδρα με λιονταρίσια χαίτη που σου έχει γυρίσει την πλάτη και απομακρύνεται σε φλογισμένο ηλιοβασίλεμα έχοντας ρίξει πάνω του ένα γαλάζιο φουλάρι; Ο Γιάννης Μόραλης, που κατάφερε να δαμάσει τον χρόνο με το έργο του, είχε το δικαίωμα να τον φαντάζεται όπως ήθελε.