Για πολλούς τομείς της κυβερνητικής δραστηριότητας είναι αναμενόμενο και ως έναν βαθμό φυσικό ότι η προκήρυξη των πρόωρων εκλογών της 9ης προσεχούς Απριλίου θα οδηγήσει σε αναστολή, αν όχι σε πάγωμα, δραστηριοτήτων και σχεδιασμών.


Τούτο σε μείζονα βαθμό ισχύει για ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ή να αφορά την εκκλησιαστική πολιτική, ιδίως τα θέματα εκείνα που ως εκ του ισχύοντος συστήματος σχέσεων κράτους – Εκκλησίας εξακολουθούν να ρυθμίζονται προεχόντως με την πρωτοβουλία ή τη σύμπραξη του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.


Είναι όμως προφανές ότι η εγκατάλειψη εν όψει των εκλογών της όποιας δραστηριότητας, πολλώ μάλλον του όποιου σχεδιασμού, θα οδηγήσει ευθύς μετά τις εκλογές στην ανάγκη για άμεση αντιμετώπιση σειράς ολόκληρης σοβαρών εκκρεμοτήτων στον χώρο αυτό, ιδίως δε, ως των πλέον επειγόντων, των προβλημάτων της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως, της εκκλησιαστικής περιουσίας και της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.


Το νέο θεσμικό καθεστώς της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως, το οποίο αποτέλεσε προϊόν μακρών και επίπονων διαπραγματεύσεων μεταξύ Εκκλησίας και υπουργείου Παιδείας, βρίσκεται στο στάδιο της προωθήσεώς του στη Βουλή και της θέσεώς του σε εφαρμογή.


Το αδικαιολογήτως χρονίζον ζήτημα της εκκλησιαστικής και ιδίως της μοναστηριακής περιουσίας, ως εκ της παραλλήλου ισχύος των αλληλοσυγκρουόμενων και αλληλοαναιρούμενων ρυθμίσεων των νόμων 1700/1987 και 1811/1988, όπως τροποποιήθηκαν σχετικώς προσφάτως με τον νόμο 2413/1996, οι οποίοι όμως ουσιαστικώς ουδέποτε εφαρμόστηκαν, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί από την πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία με αίσθημα ευθύνης και διάθεση συνεννοήσεως.


Το πελώριο πρόβλημα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης θα πρέπει να οδηγηθεί ταχύτατα σε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο θα αντικαταστήσει εκείνο του 1932 και θα εξασφαλίσει τους όρους μιας δίκαιης δίκης για όλες τις βαθμίδες των κληρικών μας.


Πέραν και ανεξαρτήτως των ειδικών αυτών ζητημάτων και ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ένα νομοθέτημα με ιστορία είκοσι και πλέον ετών, χρειάζεται συνολική αναθεώρηση, όχι μόνο για να εναρμονισθούν με τις διατάξεις του διάφορες κατά καιρούς τροποποιήσεις του αλλά και για να επενεχθούν εκείνες οι αλλαγές που η ως σήμερα εφαρμογή του κατέδειξε ως απαραίτητες.


Υπάρχει, τέλος, όχι όμως ήσσονος σημασίας, και το ζήτημα της καταρτίσεως ενός νέου νόμου για τα αποκαλούμενα ζητήματα της θρησκευτικής ελευθερίας στο σύνολό τους, θέμα στο οποίο είναι γνωστές οι ευαισθησίες του υπουργείου Εξωτερικών, αρμοδίου και ως εκ της επικαλύψεως αρμοδιοτήτων, η οποία, όπως έχει επανειλημμένως τονισθεί από τη θέση αυτή, υπάρχει στα σχετικά ζητήματα.


Στο εξαιρετικώς λεπτό αυτό ζήτημα πρέπει πρωτίστως, με τους κατάλληλους χειρισμούς, να πεισθεί η Εκκλησία ότι η εισαγωγή ενός σύγχρονου νομοθετήματος που θα καλύπτει τα ζητήματα αυτά δεν σημαίνει αυτομάτως εχθρική στάση απέναντί της ή προσπάθεια μειώσεως της θέσεως ή των κεκτημένων της αλλά ρύθμιση ενός εν πολλοίς ατακτοποίητου χώρου.


Και στη συνέχεια η πολιτική ηγεσία των συναρμόδιων υπουργείων Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Εξωτερικών θα πρέπει να αντιμετωπίσει από κοινού το θέμα με την ανάθεση σε μια μικρή νομοπαρασκευαστική επιτροπή της καταρτίσεως ενός νόμου-πλαισίου για όλα τα σχετικά ζητήματα, οιονεί ως εκτελεστικού νόμου του άρθρου 13 του Συντάγματος.


Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.