Αχώριστο ζευγάρι
100 χρόνια από τη γέννηση των Σιμόν Σινιορέ και Ιβ Μοντάν

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Εχοντας εκδοθεί το 1976, το βιβλίο της Σιμόν Σινιορέ «Η νοσταλγία δεν είναι πια αυτή που ήταν κάποτε» μεταδίδει με ακρίβεια στον αναγνώστη το συναίσθημα που εκφράζει ο τίτλος του: στις σελίδες του βιβλίου δεν θα διακρίνεις ούτε την τάση μιας θρυλικής γυναίκας να ξαναφέρει στην επικαιρότητα περασμένα μεγαλεία, ούτε όμως και την προσπάθεια μιας σπουδαίας ηθοποιού (η πρώτη Γαλλίδα που κέρδισε ποτέ Οσκαρ – για την ταινία «Στον ανεμοστρόβιλο των παθών», 1960) να συμπληρώσει τα κενά του θρύλου της. Η Σινιορέ δίνει σημασία μόνο στα αισθήματα και στα γεγονότα.
Στο εν λόγω βιβλίο ο Ιβ Μοντάν αρχικώς εμφανίζεται επεισοδιακά. Αλλά προτού οι σελίδες φτάσουν στις 100 (όλο το βιβλίο ξεπερνά τις 350), ο ηθοποιός και τραγουδιστής έχει «εγκατασταθεί» οριστικά μέσα τους. Και δεν φεύγει ποτέ.
Τα όσα τους συνέδεσαν, τους χώρισαν και τους επανένωσαν στα 27 χρόνια που ήταν ήδη μαζί ως την έκδοση του βιβλίου (θα παρέμεναν μαζί και στα εννέα που ακολούθησαν ως τον θάνατο της Σινιορέ το 1985) αναφέρονται με τέτοια λιτότητα, ακρίβεια μα και λογοτεχνική επιδεξιότητα που εν τέλει έχεις την εντύπωση ότι η Σινιορέ, μέσα από μια γυναίκα και έναν άντρα, κατόρθωσε να φτιάξει ένα και μόνο πρόσωπο. Ως συγγραφέας ζύμωσε δύο ιερά τέρατα και δημιούργησε μία και μόνο μία σκεπτόμενη και πράτουσα οντότητα που με κανέναν τρόπο δεν μπορείς να «αποσυναρμολογήσεις».
Οπως στα ντουέτα Σαρτρ – Ντε Μποβουάρ και Λίμπκνεχτ – Λούξεμπουργκ ενίοτε διστάζεις μπροστά στην ακριβή ταυτότητα του Ζαν-Πολ και της Σιμόν και του Καρλ και της Ρόζας, έτσι και διαβάζοντας τις περιπέτειες του ζεύγους Μοντάν – Σινιορέ αρκετά συχνά αναρωτιέσαι ποιος τελικά από τους δύο είναι ο Ιβ και ποια η Σιμόν.
Η πολιτική πλευρά
Η πολιτική τους πορεία στάθηκε βασική στη ζωή τους, γι’ αυτό εξάλλου στο βιβλίο της Σινιορέ περισσότερες από 60 σελίδες είναι αφιερωμένες στην περιοδεία που έκανε ο Μοντάν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά την εξέγερση των Ούγγρων τον Νοέμβριο του 1956. Την περιοδεία αυτή η Σινιορέ την περιγράφει με τη σχολαστικότητα χρονικογράφου και την ευσυνειδησία ιστορικού. Γιατί τότε ήταν που το ζεύγος βρέθηκε στο ίδιο τραπέζι σε μια αίθουσα του θεάτρου Τσαϊκόφσκι με τον Χρουστσόφ, τον Μπουλγκάνιν, τον Μάλενκοφ, τον Μολότοφ και τον Μικογιάν. Επί ένα ολόκληρο τρίωρο η πανίσχυρη σοβιετική πεντάδα υπερασπίστηκε με πείσμα τις θέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος μπροστά στην επιμονή του ζεύγους για εξηγήσεις για την εισβολή στην Ουγγαρία. «Προκειμένου να κάνεις αντισοβιετισμό», γράφει η Σινιορέ, «πιο τίμιο είναι να το κάνεις απευθείας με το Ανώτατο Σοβιέτ».
Με την ωρίμανση του γαλλικού πολιτικού κινηματογράφου στα τέλη της δεκαετίας του 1960 το ζεύγος Μοντάν – Σινιορέ γύριζε όποτε το ήθελε ταινίες που απηχούσαν τις πεποιθήσεις του. Μπορούσαν πια να εργάζονται όπως ένιωθαν και χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο την καριέρα τους. Ο Μοντάν ήταν ο πρωταγωνιστής στο «Ζ» του Κώστα Γαβρά και μαζί με τη Σινιορέ έπαιξαν στο «Ο πόλεμος τελείωσε» του Αλέν Ρενέ (είχαν παίξει μαζί και στην πρώτη ταινία του Γαβρά, «Διαμέρισμα δολοφόνων»).
Η ιδιωτική τους ζωή υπήρξε θυελλώδης. Το σκάνδαλο «Μοντάν – Μονρόε» την εποχή που ο Μοντάν συμπρωταγωνιστούσε με την αμερικανίδα σεξοβόμβα στο «Ελα να αγαπηθούμε» ήταν πλήγμα για τη Σινιορέ, παρότι στο βιβλίο της το χαρακτηρίζει «μια ανιαρή ιστορία». Ισως επειδή η ζήλια, σύμφωνα με την ηθοποιό, δεν είναι πια αυτή που ήταν κάποτε…
Απόλυτο είδωλο
Θα φανεί περίεργο, όμως είναι αλήθεια: ήταν ο Μάρλον Μπράντο, ένας άλλος θρύλος της ποπ κουλτούρας, εκείνος που καθότι μία γενιά νεότερος, κατά κάποιον τρόπο «έστρωσε το έδαφος» για την εξόρμηση και άμεση καθιέρωση του Τζέιμς Ντιν, του απόλυτου ειδώλου της δεκαετίας του 1950, το οποίο έμεινε στην αθανασία, γιατί ο Ντιν σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα πάρα πολύ νέος, όταν η δημοτικότητά του είχε στην κυριολεξία «πιάσει» ταβάνι. Μοναδική περίπτωση καλλιτέχνη ο Τζέιμς Ντιν που αν ζούσε σήμερα θα γινόταν 90 ετών (Ιντιάνα, 8 Φεβρουαρίου 1931). Και, πράγματι, είναι πολύ δύσκολο να βρούμε «αντικαταστάτη» του από τη στιγμή του θανάτου του, στις 24 Σεπτεμβρίου 1955, μέχρι τις μέρες μας. Κανείς δεν τον «έπιασε», όπως κανείς τραγουδιστής δεν «έπιασε» τον Ελβις Πρίσλεϊ.
Οπως και ο Μπράντο, έτσι και ο Ντιν ήταν «τέκνο» του Ελία Καζάν, η ερμηνεία του στην ταινία «Ανατολικά της Εδέμ» («East of Eden») του τελευταίου – το σενάριο της οποίας είναι βασισμένο στο κλασικό μυθιστόρημα του Τζον Στάινμπεκ – ορίζει με ακρίβεια την έννοια αυτού που με απλά λόγια λέμε επαναστατημένο νιάτο. Μια παραλλαγή του ίδιου ρόλου ο Ντιν έπλασε στην πιο δημοφιλή ταινία «Επαναστάτης χωρίς αιτία» («Rebel without a cause») του Νίκολας Ρέι, ο τίτλος της οποίας ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως και από πολλούς – παράδειγμα τα ΜΜΕ. Η εικόνα του Ντιν ταυτίστηκε με την ανάγκη του εφήβου για εξέγερση – απέναντι στην ιερή οικογένεια, απέναντι στο «σύστημα», στην κοινωνία. Ηταν ο απόλυτος εκφραστής της. Και έγινε πρότυπο μίμησης σε όλα. Από την ατίθαση συμπεριφορά μέχρι την εμφάνιση, την κόμμωση, τις κινήσεις του σώματος, το look, ακόμα και τα ρούχα (το κόκκινο μπουφάν που φοράει στον «Επαναστάτη» έγινε ανάρπαστο στην εποχή του). Ο νέος κόσμος διάβαζε πάνω στον Ντιν όλες τις αντιφάσεις, τις αβεβαιότητες και την ορμητικότητα της ψυχής του ασυγκράτητου εφήβου. Και κατά τραγική ειρωνεία, όλα αυτά συνέπεσαν με την ίδια χρονιά του θανάτου του. Ο Ντιν απογειώθηκε και τελείωσε μέσα σε μία μόνο χρονιά. Το 1955 ήταν η χρονιά εμφάνισης στις αίθουσες και του «Ανατολικά της Εδέμ» και του «Επαναστάτη χωρίς αιτία» και είναι επίσης η χρονιά μέσα στην οποία γύρισε την τρίτη (και τελευταία) μεγάλη ταινία του ως πρωταγωνιστή, τον «Γίγα» («Giant») του Τζορτζ Στίβενς (δίπλα στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ και στον Ροκ Χάντσον). Ο «Γίγας» διανεμήθηκε στις αίθουσες έναν ολόκληρο χρόνο μετά τον θάνατό του. Μέχρι σήμερα είναι ο μοναδικός ηθοποιός στην ιστορία του κινηματογράφου που προτάθηκε δύο φορές για Οσκαρ ενώ είχε πεθάνει. Αλλά το πνεύμα του, στην ουσία, δεν πέθανε ποτέ, ενώ το αμίμητο στυλ του ενέπνευσε δεκάδες μεταγενέστερους ηθοποιούς και εξακολουθεί να το κάνει.
Πολιτικοποιημένη γοητεία
«Τα τελευταία χρόνια ο κυνισμός έχει νικήσει την ιδεολογία και είναι αλήθεια ότι έχουμε απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλον, ότι το χρήμα κυριαρχεί ως μοναδική αξία στη ζωή μας και ότι οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι αφήνοντας τους φτωχούς στη μοίρα τους. Στην Αμερική, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, ζούμε όντως μια κρίση – και δεν εννοώ μόνον την οικονομική. Ομως αυτή δεν είναι παρά μια προσωρινή κατάσταση. Θα τη διορθώσουμε. Είμαι αισιόδοξος – τα πράγματα θα καλυτερέψουν. Δεν υπάρχει περίοδος στην Ιστορία της ανθρωπότητας που να μην έχει στιγματιστεί από κάποια κρίση και όλες οι κρίσεις τελικά ξεπερνιούνται». Αν και η κατάσταση δεν διορθώθηκε από τότε που ο Τζορτζ Κλούνεϊ προέβη σε αυτές τις δηλώσεις, περίπου πριν από μία δεκαετία, όταν γινόταν 50, αυτό δεν σημαίνει ότι ο ωραιότερος ίσως άντρας στο αμερικανικό σινεμά της δεκαετίας του 2000 σταμάτησε ποτέ να παλεύει για την ιδεολογία του. Ο Κλούνεϊ κατάφερε να ξεφύγει από τη σκιά του δρος Ρος της σειράς «Στην Εντατική» και να εξελιχθεί σε έναν από τους πιο πολιτικοποιημένους ηθοποιούς και σκηνοθέτες της Αμερικής των τελευταίων 20 χρόνων («Syriana», «Καληνύχτα και καλή τύχη», «Η συμμορία των 11»). Οταν η όμορφη εμφάνιση έρχεται σε απόλυτη εναρμόνιση με το μυαλό, στον νου μας έρχεται αμέσως ο Κλούνεϊ που το 2021 κλείνει τα 60 και συγχρόνως έχει να παρουσιάσει την τελευταία δημιουργία του, το οικολογικού περιεχομένου, επιστημονικής φαντασίας φιλμ «Ο ουρανός του μεσονυχτίου» που σκηνοθέτησε ο ίδιος.

