Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Βασίλης Κουνέλης
Καπνισμένα ερείπια
Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Καστανιώτη
σελ. 384, τιμή 15 ευρώ
Στο μυθιστόρημα Νοματαίος (2011) του Βασίλη Κουνέλη, πρωταγωνιστής είναι ένας ανήσυχος χαλανδριώτης έφηβος που εξιστορεί άτακτα το σχολικό και οικογενειακό του παρόν κατά την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης. Και εκείνο που βλέπουμε σε ένα τέτοιο τοπίο είναι η καμπή που θα ζήσει η κοινωνία λίγο μετά την πτώση του καθεστώτος των συνταγματαρχών: τον πόθο για έναν βίο απαλλαγμένο από την ανελευθερία των προδικτατορικών ετών, τη σπαραγμένη πολυφωνία, καθώς και την τάση για άγρια εξατομίκευση με φόντο τις πολύχρωμες σημαίες της αριστερής ιδεολογίας.
Αυτό το μείγμα ομαλότητας και δυσφορίας των απαρχών της μεταπολιτευτικής περιόδου είναι ο πυρήνας από τον οποίο εκκινεί ο Κουνέλης και στο δεύτερο μυθιστόρημά του, τα Καπνισμένα ερείπια, που όπως και το πρώτο έχει στοιχεία μυθιστορήματος μαθητείας. Η μαθητεία όμως τώρα ταυτίζεται με τη μύηση στην τρομοκρατία, με την ένταξη ενός νεαρού κρητικής καταγωγής, του Ηρακλή Κοντού, στην ένοπλη Οργάνωση των Οκτώ και τη συνακόλουθη εμπλοκή του στην πολύχρονη δραστηριότητά της. Σίγουρα η Οργάνωση των Οκτώ δεν είναι η «17 Νοέμβρη», δεν είναι παρ’ όλα αυτά δύσκολο να αναγνωρίσουμε στην εικόνα της τα πολιτικά, τα ταξικά και τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά της ελληνικής τρομοκρατίας μετά το 1974.
Χωρίς να υιοθετεί την ελλειπτικότητα και την αφαιρετικότητα που υιοθέτησε ο Νίκος Κάσδαγλης στο πρωτοποριακό για την ελληνική τρομοκρατία αφήγημά του Το θολάμι (1987) ο Κουνέλης εμβαθύνει πολύ προσεκτικά στο θέμα του, πηγαίνοντας πέρα από τη στενή περίμετρο που έχουν χαράξει άλλες λογοτεχνικές πεζογραφικές προσεγγίσεις του ίδιου φαινομένου. Ο Ηρακλής και εν τω προσώπω του ολόκληρη η ομάδα της Οργάνωσης των Οκτώ δεν μετατρέπονται σε αντικείμενο αποστροφής ή καταγγελίας, χωρίς εκ παραλλήλου να διεκδικούν την οποιαδήποτε πολιτική, ιδεολογική και ηθική νομιμοποίηση. Ο συγγραφέας ανατέμνει ψυχρά (μέσω της αφήγησης του δικηγόρου του Ηρακλή) όχι μόνο τις εσωτερικές συγκρούσεις της οργάνωσης αλλά και όλες τις παραμέτρους που οδηγούν βαθμιαία στη διάβρωση και στην εξάρθρωσή της: τον αυταρχισμό και τον κομπασμό της ηγεσίας, τον τυφλό ριζοσπαστισμό ο οποίος πνίγει κάθε ικανότητα για εξήγηση και κατανόηση, όπως και τα ποικίλα ατομικά αδιέξοδα που ανιχνεύονται στη βάση της ένοπλης επιλογής.
Το εργαστήριο μέσα στο οποίο δουλεύει ο Κουνέλης για να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση είναι ο κεντρικός ήρωας. Οι πόθοι, οι επιθυμίες και οι ερωτικές καθηλώσεις του Ηρακλή, σε συνδυασμό με τις επιθετικές παρορμήσεις της παιδικής και της εφηβικής του ηλικίας στην Αγίλειψο (ένα φανταστικό νησί του Αιγαίου – ομολογημένο δάνειο από το μυθιστόρημα του Στρατή Χαβιαρά Πορφυρό και μαύρο νήμα, 1987), η ομολογημένη αγάπη του για το βιολί και τη μάνα του, η πρώτη δολοφονική του ενέργεια (μια απονενοημένη προσπάθεια για την αποκατάσταση της μητρικής τιμής), η σταδιοδρομία των δίδυμων αδελφών του στον στρατό και ο παλαιοκομμουνιστής θείος είναι τα στοιχεία που στρώνουν τον δρόμο για να καταλάβουμε πώς το πολιτικό παραπέμπει στην προσωπική του ρίζα ή πώς η προσωπική ρίζα είναι σε θέση να εκθρέψει το πολιτικό χωρίς να σκιαστεί και να αποσειστεί η ηθικοπολιτική του ευθύνη. Και εδώ ο Κουνέλης (ένας εκ των συνηγόρων στη δίκη της «17 Νοέμβρη») θέτει ένα επιπλέον ζήτημα: τη σχέση ανάμεσα στην τέχνη της πειθούς που είναι η δικηγορία και της μυθοπλαστικής αφήγησης που είναι η λογοτεχνία. Ως νομικός, ο δικηγόρος πρέπει να υπερασπιστεί τον πελάτη του, Ως συγγραφέας πάλι, ο νομικός οφείλει όχι να ορίσει κάποιο πολιτικό ή νομικό θέσφατο αλλά να αποκαλύψει τη λογοτεχνική του αλήθεια – κάτι που ο Κουνέλης εξασφαλίζει από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή στο βιβλίο του.