«Νικήσαμε το Ισλαμικό Κράτος. Τα αγόρια μας, οι κοπέλες μας, οι άνδρες μας – όλοι γυρίζουν πίσω και γυρίζουν πίσω τώρα». Με αυτό το βιντεοσκοπημένο μήνυμα που ανήρτησε στο Twitter ο πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε την απόφασή του να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Συρία, κάνοντας πράξη την προεκλογική του δέσμευση για απαγκίστρωση της Ουάσιγκτον από το πεδίο της πολύχρονης εμφύλιας σύρραξης.
Στο Πεντάγωνο η αμηχανία ήταν τέτοια, που ορισμένοι αξιωματούχοι δεν πίστευαν στ’ αφτιά τους. Στο Κογκρέσο ξεσηκώθηκε θύελλα αντιδράσεων, ακόμη και στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών. Εμφανώς ενοχλημένος που παρακάμφθηκε, ο υπουργός Αμυνας Τζιμ Μάτις δήλωσε την παραίτησή του. Οι δυτικοί σύμμαχοι έμειναν άναυδοι από αυτή την παρακινδυνευμένη απόφαση. Συρία, Ιράν, Ρωσία και Τουρκία, καθεμία για τους δικούς της λόγους, έτριβαν τα χέρια τους με ικανοποίηση. Οι Κούρδοι πάγωσαν, ενώ το Ισλαμικό Κράτος αναλάμβανε την ευθύνη για άλλη μια βομβιστική επίθεση στη Ράκα, αλλοτινή de facto πρωτεύουσα της τρομοκρατικής οργάνωσης στη Συρία.
Απρόβλεπτος πρόεδρος
Η απόφαση του Τραμπ κόντρα στις παραινέσεις συμβούλων και στρατηγών του θορυβεί τους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών στην ευρύτερη περιοχή, κυρίως όμως πλήττει την αξιοπιστία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Δεν πρόκειται απλά για άλλη μια κραυγαλέα αποτυχία στο ναρκοπέδιο της Μέσης Ανατολής. Είναι μια απόφαση που καθιερώνει στα μάτια τρίτων τη χώρα ως μια ταραχοποιό δύναμη η οποία ενεργεί κατά το δοκούν ενός απρόβλεπτου προέδρου και όχι προτάσσοντας την εθνική ασφάλεια.
Με ανακοινωθέν που εξέδωσαν οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις, που ηγούνται των κουρδικών στρατευμάτων, αναφέρουν ότι η απόσυρση των Αμερικανών «δημιουργεί ένα πολιτικό και στρατιωτικό κενό στην περιοχή, το οποίο παγιδεύει τους πολίτες ανάμεσα σε εχθρικά συμφέροντα», ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει την ανασύνταξη και τον εκ νέου εξοπλισμό του Ισλαμικού Κράτους.
Στην πραγματικότητα, όμως, για τους Κούρδους της Συρίας η απόφαση Τραμπ αποτέλεσε άλλη μια πράξη προδοσίας. Οι Κούρδοι, που ήταν ο πιο αποτελεσματικός σύμμαχος της Ουάσιγκτον στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους και οι οποίοι μέχρι σήμερα μάχονται σθεναρά τους τελευταίους εναπομείναντες τζιχαντιστικούς θύλακες στην Ανατολική Συρία, τελούν πλέον υπό την απειλή μιας νέας, ευρύτερης στρατιωτικής επίθεσης από την Τουρκία.
«Θα ξεφορτωθούμε τους τρομοκράτες, με ή χωρίς τη βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών» είχε εξάλλου δηλώσει ο Ερντογάν πρόσφατα, σε μια σαφή απειλή κατά της κουρδικής – εν πολλοίς ελεγχόμενης από το ΡΚΚ – μειονότητας της Συρίας. Και τούτο διότι η τελευταία βρήκε την ευκαιρία, μέσα από τη δίνη του επταετούς πολέμου, να αυτοοργανωθεί στρατιωτικά, να δημιουργήσει δομές και να αναδειχτεί στο μεγαλύτερο αγκάθι για την Αγκυρα, καθώς αναζωπύρωσε σε μεγάλο βαθμό τις αλυτρωτικές αποσχιστικές τάσεις των Κούρδων της Τουρκίας.
Η αλλαγή προσανατολισμού της Ουάσιγκτον οδηγεί και σε αλλαγή στους κανόνες ισχύος. Με έναν λόγο, πρόκειται – όπως αναφέρουν αναλυτές – για μια διπλωματική νίκη του Ερντογάν, καθώς του δίνει το πράσινο φως να εξαπολύσει μια νέα χερσαία εισβολή στη Βόρεια Συρία κατά των Κούρδων, ακόμη μεγαλύτερης κλίμακας από εκείνη στο κουρδικό καντόνι του Αφρίν, τον περασμένο Ιανουάριο, με την ονομασία «Κλάδος Ελαίας».
Το Ισραήλ
Από την πλευρά του το Ισραήλ βλέπει πλέον τις προσπάθειές του να κάμψει την ιρανική επιρροή στη Συρία να τινάσσονται στον αέρα. «Είναι μια κακή ημέρα για το Ισραήλ» ανέφερε στους «New York Times» ο Εχούντ Γιααρί, καθηγητής του Ινστιτούτου για την Εγγύς Ανατολή με έδρα την Ουάσιγκτον, καθώς βλέπει την Τεχεράνη να εδραιώνεται στρατηγικά στο μαλακό υπογάστριο του Ισραήλ.
Από την άλλη, το Ιράν διακρίνει στον ορίζοντα την προοπτική εκπλήρωσης του πάγιου στόχου του για δημιουργία ενός σιιτικού διαδρόμου από τον Περσικό Κόλπο ως τη Μεσόγειο. Σε αυτή του την προσπάθεια πολλοί αναλυτές δεν αποκλείουν ακόμη και το ενδεχόμενο η Συρία να μετατραπεί στο πεδίο ενός ακόμη πολέμου, μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, που θα συμπαρασύρει μοιραία και τον Λίβανο, μέσω της Χεζμπολάχ, αντιπροσώπου της Τεχεράνης στη Συρία.
Την ίδια ώρα, ο σύρος πρόεδρος επιχαίρει με τα νέα δεδομένα, τα οποία του επιτρέπουν να εδραιώσει την εξουσία του. Η ανατροπή του υπήρξε πρωταρχικός στόχος της Ουάσιγκτον, προκειμένου να εξουδετερώσει τον βασικό σύμμαχο του Ασαντ από τη χώρα – Ρωσία – και κατ’ επέκταση από τη Μεσόγειο.
Τώρα όμως η απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία ισχυροποιεί τη Μόσχα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, εξ ου και η ικανοποίηση που εξέφρασε ο ίδιος ο ρώσος πρόεδρος για την εξέλιξη. Ο Πούτιν χαιρέτισε την απόφαση Τραμπ χαρακτηρίζοντας την παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων στη Συρία περιττή και παράνομη, μια και, όπως είπε, δεν είχε εγκριθεί ούτε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ούτε από τη συριακή κυβέρνηση, όπως έγινε με τα ρωσικά στρατεύματα.
Πολιτική ανατροπών
Για τη διακυβέρνηση Τραμπ η Συρία αποτέλεσε προνομιακό πεδίο μιας πολιτικής ανατροπών και αλλεπάλληλων αλλαγών στάσης σε ένα δόγμα που πολλοί το περιγράφουν χαοτικό και χωρίς κανένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο.
Απρίλιος 2017: Μετά από αξιόπιστους ισχυρισμούς ότι η κυβέρνηση Ασαντ είχε χρησιμοποιήσει χημικά όπλα εναντίον του λαού του, σκοτώνοντας αμάχους και πολλά παιδιά, ο Τραμπ ενέκρινε μια περιορισμένη αεροπορική επιδρομή σε συριακή αεροπορική βάση.
Απρίλιος 2018: Σε ομιλία του στο Οχάιο, ενώπιον ενός ενθουσιώδους πλήθους, ο αμερικανός πρόεδρος δήλωσε: «Πλήττουμε ανεπανόρθωτα το Ισλαμικό Κράτος. Σύντομα θα φύγουμε από τη Συρία» και λίγες μέρες αργότερα, σε συνέντευξη Τύπου, ανακοίνωσε ότι «θέλω να φέρω τα στρατεύματά μας πίσω. Θέλω να ξεκινήσω την ανοικοδόμηση του έθνους μας».
Σεπτέμβριος 2018: Σύμφωνα με ανώτερους στρατιωτικούς ακολούθους ο Τραμπ συμφώνησε σε μια νέα στρατηγική κατά την οποία «επεκτείνει επ’ αόριστον τη στρατιωτική προσπάθεια στη Συρία», σε μια επιχείρηση που συμπεριλάμβανε την απομάκρυνση όλων των ιρανικών στρατιωτικών δυνάμεων και των πληρεξουσίων, με στόχο τη δημιουργία μιας «σταθερής κυβέρνησης, αποδεκτής από όλους τους Σύρους και τη διεθνή κοινότητα».
Δεκέμβριος 2018: Ο Τραμπ αιφνιδίως ανακοίνωσε την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία και τη μετάβαση στην επόμενη φάση της αμερικανικής εκστρατείας ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος.