Πρόκειται για μια σκηνή από τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου. Ο βασιλιάς των Μυκηνών και του Αργους και αρχιστράτηγος των Αχαιών έχει μόλις επιστρέψει από την Τροία και εμφανίζεται απρόθυμος να πατήσει πάνω στα πορφυρά υφάσματα που έχει απλώσει η Κλυταιμνήστρα μπροστά από το ανάκτορο των Μυκηνών προς τιμήν του, καθώς δεν θέλει να καταστρέψει «τα θαλασσοβαμμένα υφάσματα», όπως λέει, ακριβώς λόγω της αξίας τους, καθώς χρωματίστηκαν με πορφύρα, την πολύτιμη αυτή βαφή που μετρούσε το βάρος της σε ασήμι και παραγόταν από θαλάσσιο κοχύλι. Πολλούς αιώνες αργότερα, ο ιστορικός Προκόπιος θα ανακαλούσε την ίδια πορφύρα που προέρχεται από τη θάλασσα στον περίφημο προκλητικό λόγο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας που παραθέτει: «Είθε να μην αποχωριστώ ποτέ τούτη την πορφύρα» (μὴ γὰρ ἂν γενοίμην τῆς ἁλουργίδος ταύτης χωρίς) είναι η φράση που της αποδίδει.

Πορφύρα λοιπόν και μετάξι στα πολύτιμα υφάσματα των Βυζαντινών. Ενα ταξίδι στον κόσμο τους προσφέρει ο συλλογικός τόμος με τίτλο «Μετάξι και Πορφύρα – Ο κόσμος του βυζαντινού και μεταβυζαντινού υφάσματος» (εκδ. Καπόν) μέσω της εξερεύνησης των διαφορετικών παραδόσεων που αναπτύχθηκαν στην Ανατολική Μεσόγειο από την ύστερη Αρχαιότητα ως την Πρώιμη Νεότερη Εποχή μέσα από διαφορετικά κεφάλαια που υπογράφουν 12 ερευνητές εγνωσμένου κύρους (Πασχάλης Ανδρούδης, Αννα Καρατζάνη, Ελενα Παπασταύρου, Κωνσταντίνος Μ. Βαφειάδης, Μαριέλ Μαρτινιάνι-Ρεμπέρ, Μαρία Σάρδη, Νικόλαος Βρυζίδης, Χριστίνα Μέρη-Burbeck, Δάφνη Φίλιου, Φανή Καλοκαιρινού, Αννα Μπαλιάν, Warren T. Woodfin) με την επιμέλεια να κρατούν ο δρ Πασχάλης Ανδρούδης, επίκουρος καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η δρ Μαριέλ Μαρτινιάνι-Ρεμπέρ, επιμελήτρια επί τιμή στο Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας της Γενεύης με εξειδίκευση στα υφάσματα και τη μικροτεχνία του Βυζαντίου και της Ανατολικής Μεσογείου, και ο δρ Νικόλαος Βρυζίδης, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ΑΠΘ με εξειδίκευση στα υφάσματα και τη μεταλλοτεχνία των ύστερων Μέσων Χρόνων και της οθωμανικής εποχής.

Ενας καλαίσθητος τόμος

Πρόκειται για έναν τόμο υψηλής αισθητικής με σπάνιο φωτογραφικό υλικό να παρουσιάζεται στις σελίδες του, όπου συναντά κανείς φωτογραφίες υφασμάτων από μετάξι, σατέν, βελούδο, κεντήματα με χρυσόνημα, μεταλλικές κλωστές, λινά και βαμβακερά, κεντήματα με μοτίβα και άλλα με παραστάσεις. Προκειμένου μάλιστα να αποδοθούν με ζωντάνια οι υφές, τα χρώματα και οι λεπτομέρειες των υφασμάτων χρειάστηκαν ατελείωτες ώρες επεξεργασίας των εικόνων ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή αξιοποίηση του υλικού που συλλέχθηκε από μουσεία, εκκλησίες και μονές από όλη την Ελλάδα και την Ευρώπη.

«Η ιδέα για το βιβλίο «Μετάξι και Πορφύρα» ξεκίνησε από τη διαπίστωση της έλλειψης στην ελληνική βιβλιογραφία και επιστημονική έρευνα ενός συγγράμματος για τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά υφάσματα (κεντήματα, υφαντά και σταμπωτά)» αναφέρει μιλώντας στο ΒΗΜΑgazino ο Πασχάλης Ανδρούδης. «Στόχος μας ήταν η ανάδειξη της συγκεκριμένης όψης του υλικού μας πολιτισμού, τόσο σπουδαίας, αλλά ακόμη άγνωστης στο ευρύτερο κοινό. Καθότι το εν λόγω εγχείρημα ήταν το πρώτο του είδους του στην Ελλάδα, αποφασίσαμε να συνεργαστούμε με τις εκδόσεις Καπόν, οίκο με μακρά εμπειρία στην παραγωγή ποιοτικών βιβλίων τέχνης. Από τη θέση αυτή ευχαριστούμε και τα Ιδρύματα από την Ελλάδα και το εξωτερικό που με τις ευγενικές τους χορηγίες στήριξαν στον μέγιστο βαθμό την παρούσα έκδοση, ώστε να αναδειχθεί με τον καλύτερο τρόπο το φωτογραφικό υλικό του βιβλίου» αναφέρει.

Οπως εξηγεί, στις σελίδες του τόμου «ο αναγνώστης θα ανακαλύψει, με κείμενα και εικόνες, ένα πανόραμα του βυζαντινού και μεταβυζαντινού υφάσματος, τοποθετημένο στο ευρύτερο γεωγραφικό και πολιτιστικό πλαίσιο, ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις στην έρευνα του υλικού πολιτισμού», ενώ την ίδια στιγμή προσφέρεται μια σύνοψη τόσο των τοπικών παραγωγών όσο και των υφαντών που έφταναν από την Ανατολή και αργότερα τη Δύση στις αγορές του Βυζαντίου και της Οθωμανικής Ελλάδας. «Ερευνητές με συναφείς εξειδικεύσεις από την Ελλάδα και το εξωτερικό ανέλαβαν τη συγγραφή των 17 επιμέρους κεφαλαίων με κύριο γνώμονα το ποιοτικό και άρτιο επιστημονικό αποτέλεσμα του εγχειρήματος» αναφέρει ο Πασχάλης Ανδρούδης. «Τα αλληλοσυμπληρωματικά ενδιαφέροντα και οι εξειδικεύσεις των συγγραφέων δημιούργησαν έναν πολυποίκιλο επιστημονικό καμβά, με τις θεματικές να περιλαμβάνουν έργα από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα».

«Η μελέτη του υλικού πολιτισμού επιτάσσει τη διεπιστημονικότητα, πράγμα όχι και τόσο εύκολο πάντα. Επομένως μελετήσαμε, μεταξύ άλλων, γραπτές πηγές, απεικονίσεις και τα ίδια τα αντικείμενα. Στο βιβλίο μας θίγεται πληθώρα θεμάτων τα οποία άπτονται της τεχνολογίας, της εικονογράφησης, της σημειολογίας, κ.ά.» συμπληρώνει ο Νικόλαος Βρυζίδης.

Βυζαντινά υφάσματα ως σύμβολα status

Τα πολύτιμα βυζαντινά υφάσματα, όπως διαφαίνεται ήδη από τις πρώτες σελίδες του τόμου, λειτουργούσαν ως σύμβολα status στα χέρια της ελίτ. Ποια είναι όμως τα στοιχεία εκείνα που μας οδηγούν σε αυτή τη διαπίστωση; «Υπάρχουν βυζαντινά κείμενα που περιγράφουν με ακρίβεια τη χρήση και τον συμβολισμό τού κάθε υφάσματος και αυλικού ενδύματος, όπως το «Βιβλίο των Τελετουργιών» του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου και το «Περί Οφφικίων» του Ψευδο-Κωδινού» αναφέρει η Μαριέλ Μαρτινιάνι-Ρεμπέρ. «Πολύ σημαντική πηγή για την οργάνωση των εργαστηρίων αποτελεί το «Επαρχικόν Βιβλίον» του Λέοντος Στ’ Σοφού. Στο «Βιβλίο των Τελετουργιών» παρατηρείται μια εμμονή για τα υφάσματα και τα ενδύματα: υπάρχουν αναλυτικές οδηγίες για τα χρώματα που μπορεί να φορέσει κανείς σε ποια τελετή, ποια κόμμωση και ποιο ένδυμα αρμόζει στην περίσταση ή στη θέση που κατέχει κανείς στην ιεραρχία της αυλής» αναφέρει.

Την ίδια στιγμή, τα υφάσματα φαίνεται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διπλωματία της εποχής. «Iδιαίτερα τα πολυτελή μεταξωτά διαδραμάτισαν έναν κομβικό ρόλο όχι μόνο στη βυζαντινή, αλλά και στην ισλαμική και τη διεθνή διπλωματία όλων των εποχών» επιβεβαιώνει ο Πασχάλης Ανδρούδης. «Οπως σημειώνεται και στις σελίδες του βιβλίου, αυτά που δωρίζονταν εκτός των συνόρων ενίσχυαν τη σφυρηλάτηση των συμμαχιών ηγεμόνων και κρατών, καθώς αποτελούσαν πολύτιμα είδη και ήταν περιζήτητα. Χαρακτηριστική είναι η αραβική πηγή «Βιβλίο των Δώρων και των Σπανιοτήτων», στην οποία καταγράφεται, με τρόπο που δεν συναντούμε αλλού, ο ρόλος που έπαιξαν τα υφάσματα που δωρίζονταν στις διπλωματικές αποστολές ανάμεσα στο Βυζάντιο και τον κόσμο του Ισλάμ. Αντίστοιχες ανταλλαγές γίνονταν και με τη Δύση. Η κυκλοφορία αυτή ήταν μάλιστα πιο έντονη κατά μήκος του δικτύου των εμπορικών (και πολιτιστικών) διαδρομών της Ευρασίας, που είναι γνωστές ως «Δρόμος του Μεταξιού»» εξηγεί.

Κάτι ακόμα που προκαλεί εντύπωση είναι ότι σήμερα τα περισσότερα τεκμήρια των υφασμάτων των Μέσων Χρόνων μάς δίνονται κυρίως από κομμάτια που βρίσκονται σε λειψανοθήκες εκκλησιών στη Δύση. «Η παρουσία μεγάλων και μικρότερων τεμαχίων βυζαντινών υφασμάτων που βρίσκονται σήμερα σε λειψανοθήκες εκκλησιών στη Δύση και η αντίστοιχη απουσία τους σε λειψανοθήκες της ορθόδοξης λατρείας οφείλονται σε πολλούς λόγους» αναφέρει ο Πασχάλης Ανδρούδης. «Πρώτιστα στο γεγονός της απώλειας της συντριπτικής πλειονότητας των υφασμάτων εξαιτίας της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Οθωμανούς. Επίσης στο ότι ευάριθμα βυζαντινά υφάσματα βρέθηκαν στη Δύση είτε ως δώρα είτε ως λεία της πρωτοφανούς λεηλασίας των Σταυροφόρων όταν κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη το 1204. Επιπλέον, στη Δυτική Εκκλησία υπήρχε η πρόνοια να τυλίγουν τα ιερά κειμήλια και λείψανα αγίων με τεμάχια όχι μόνο βυζαντινών, αλλά και αργότερα ισλαμικών υφασμάτων (όπως συνέβη στις εκκλησίες της Ισπανίας)».

Oι πρώτες ύλες

Ποιες ήταν όμως οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί για τη δημιουργία των υφασμάτων τους; «Στα υφάσματα καθημερινής χρήσης πρωταγωνιστούν το λινάρι και το μαλλί. Το μετάξι γίνεται πιο διαδεδομένο μετά τον 5ο αιώνα. Επίσης, ρόλο στην κόσμηση των υφασμάτων παίζουν και οι μεταλλικές κλωστές, επίχρυσες ή αργυρές. Τέλος, ο Προκόπιος της Καισάρειας αναφέρεται και στο πολύ σπάνιο θαλασσινό μετάξι (βύσσος), το οποίο προέρχεται από γιγάντια μύδια (σ.σ.: πίνες)» εξηγεί η Μαριέλ Μαρτινιάνι-Ρεμπέρ.

Και η ακμή των υφαντουργείων της Κωνσταντινούπολης σημειώνεται την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων (867-1057). «Πρόκειται για μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από σχετική σταθερότητα» εξηγεί η Μαριέλ Μαρτινιάνι-Ρεμπέρ. «Επίσης, παρατηρούνται επαφές με τον αραβικό κόσμο, γεγονός που ευνοεί τη δημιουργικότητα στις διακοσμήσεις των υφασμάτων, καθώς και την τεχνολογική πρόοδο στην υφαντική. Ταυτόχρονα, οι διπλωματικές επαφές με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκείνη την εποχή ωφέλησαν εμπορικά τη βυζαντινή παραγωγή».

Η Πόλις Εάλω

Τι σηματοδοτεί όμως η άλωση της Πόλης το 1204 από τους Σταυροφόρους για το βυζαντινό ύφασμα; «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα βυζαντινά υφαντά χάνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχαν μέχρι το 1204 στο διεθνές στερέωμα» αναφέρει ο Νικόλαος Βρυζίδης. «Ωστόσο, θα ήταν αφελές να αποδεχθούμε ότι το Βυζάντιο δεν παρήγαγε διακοσμητικές υφάνσεις από εκεί και πέρα, όπως έχει κάποιες φορές ειπωθεί από ερευνητές. Υπάρχουν υφαντά που μπορούν να αποδοθούν στον 14ο αιώνα με διάκοσμο που συναντούμε σε υστεροβυζαντινή μικροτεχνία. Πού άραγε υφάνθηκαν αυτά τα μεταξωτά;».

Ενα από τα πολύ ενδιαφέροντα κεφάλαια του τόμου αποτελεί η εκκλησιαστική κεντητική. Αλήθεια, πόσο ανεπτυγμένη ήταν; «Η εκκλησιαστική κεντητική είναι ένα υστεροβυζαντινό φαινόμενο, από το οποίο πηγάζουν οι μεταβυζαντινές παραδόσεις-σχολές κεντήματος» αναφέρει ο Νικόλαος Βρυζίδης.
«Η ανάδυσή της συμπίπτει με την παρακμή της βυζαντινής υφαντικής και σε μεγάλο βαθμό θεωρείται ότι κάλυψε αυτό το κενό. Ωστόσο, οι δυνατότητες που μας δίνει το κέντημα για πολυπρόσωπες, σύνθετες και εύγλωττες παραστάσεις μάς κάνει ξεκάθαρο ότι μπορεί να υπηρετήσει διαφορετικές ανάγκες, στις οποίες η υφαντική δύσκολα θα μπορούσε να ανταποκριθεί».

Τελικά, όμως, η άλωση του 1453 πώς επηρέασε την παραγωγή υφασμάτων και σε ποιον βαθμό η Εκκλησία συνέχισε τη βυζαντινή παράδοση που είχε δημιουργηθεί; «Κατά την οθωμανική εποχή μεγάλα κέντρα υφαντικής ανθίζουν στην Κωνσταντινούπολη, την Προύσα και τη Χίο» αναφέρει ο Νικόλαος Βρυζίδης. «Τα χριστιανικά σχέδια που παράγονται σε αυτά τα κέντρα αποτελούν υλικά τεκμήρια του γεγονότος ότι η Εκκλησία δρα ως παραγγελιοδότης τους. Πέρα από την υφαντική, η άνθηση της κεντητικής βυζαντινής παράδοσης μετά την Αλωση, όπως προείπαμε, δείχνει να αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Πάνω σε αυτή τη βυζαντινή παράδοση θα πατήσουν πολλοί κεντητές για να σμιλεύσουν την καλλιτεχνική τους ιδιοπροσωπία, όπως φαίνεται στις διαφορετικές σχολές κεντήματος που αναπτύσσονται από τα Ιόνια Νησιά ως την Κρήτη».