Η ανιψιά μου, που είναι μια σταρ στο νηπιαγωγείο της, είπε εφέτος το πρώτο της ποίημα στη διάρκεια της σχολικής γιορτής για την 25η Μαρτίου. Της έδωσαν να πει δύο στροφές από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Διονυσίου Σολωμού. Μας το είχε πει σε οικογενειακή σύναξη μέρες πριν: ήμασταν το κοινό για την πρόβα της. Το έμαθε σε ένα απόγευμα, παρόλο που περιέχει δίστιχα όπως «Ερμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι; Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει», που δεν είναι και τα πιο απλά για ένα εξάχρονο. Είναι εντυπωσιακό το πόσο εύκολα τα παιδιά μαθαίνουν τα ποιήματα που πρέπει να πουν στις εθνικές γιορτές. Αλλά και τα λόγια στα θεατρικά που ανεβαίνουν τέτοιες μέρες στα σχολεία και στα νηπιαγωγεία.

Οταν ήμουν πιτσιρίκος και έφτανε η εθνική επέτειος της 25ης Μαρτίου είχα πάντα ένα είδος άρνησης (στα όρια της απέχθειας…) για τις παρελάσεις, αλλά και μια τρομερή ανυπομονησία για τις σχολικές γιορτές, στις οποίες νομίζω ότι ήμουν πάντοτε πρωταγωνιστής – πράγμα που πιθανότατα δεν είναι αλήθεια, αλλά ήταν τόση η χαρά μου για αυτές, ώστε με τον καιρό μάλλον έφτιαξα τη δική μου πραγματικότητα.

Οι παρελάσεις ήταν για εμένα η επιτομή της μονοτονίας. Τις έβρισκα βαρετές, όπως οτιδήποτε υποχρεωτικό. Δεν καταλάβαινα τι είδους «φόρο τιμής» αποτελούσαν. Η ομοιομορφία των στολών με τρόμαζε, σχεδόν όσο και ο συντονισμός στο βήμα. Οταν πολλά χρόνια αργότερα υπηρέτησα την πατρίδα στον Εβρο έκανα ως λοχίας πεζικού όλα όσα μπορεί να γίνουν σε μια στρατιωτική θητεία (από χειμερινή διαβίωση, μέχρι βολές με όλμους), εκτός από παρελάσεις: σε όλες είχα άδεια – είχαν καταλάβει ότι μπορούσα να γίνω πηγή συμφορών και μπροστά στον κίνδυνο με έδιωχναν. Αντίθετα, τις σχολικές γιορτές τις λάτρευα: ειδικά αυτή της 25ης Μαρτίου την περίμενα με ανυπομονησία, μεγαλύτερη από αυτή της 28ης Οκτωβρίου. Την 25η Μαρτίου ανεβάζαμε πάντα θεατρικά – τα λέγαμε «σκετς». Την 28η Οκτωβρίου λέγαμε απλώς ποιήματα για χαμένους ανθυπολοχαγούς που έπαιρναν εντολή να τραβήξουν πάλι μπροστά ξημερώνοντας τ’ Αϊ-Γιαννιού. Στην 25η Μαρτίου όλα ήταν πιο πολύπλοκα: υπήρχαν μεγάλοι ρόλοι και μεγάλες ιστορίες. Υπήρχαν σκηνικά, πρόβες, δουλειά – όχι αστεία. Κάποια στιγμή τραγουδούσαμε και το «Τη Υπερμάχω» σαν να ήμασταν σε εξέδρα γηπέδου. Αλλά το πιο ωραίο ήταν ότι υπήρχε ένας κόσμος που μας περίμενε να μας δει: μαμάδες και μπαμπάδες και γιαγιάδες που έρχονταν, δάσκαλοι που δεν είχαν συμμετοχή στο εγχείρημα αλλά ήταν παρόντες, φυσικά και επίσημοι καλεσμένοι. Και υπήρχε σόου, πραγματικό σόου.

Την 25η Μαρτίου ντυνόμασταν τσολιάδες ή Τούρκοι, ανάλογα με τον ρόλο. Είχαμε ωραία, ψεύτικα, ξύλινα γιαταγάνια. Μόνο τις Απόκριες, που ντυνόμασταν οι μισοί καουμπόηδες και οι άλλοι μισοί Ινδιάνοι, ήταν πιο όμορφα: πάντα ονειρευόμουν μια 25η Μαρτίου στην οποία εκτός από θεατρικά έργα με Ελληνες και Τούρκους θα ανεβάζαμε και «καουμπόικα» – δεν συνέβη, αλλά δεν πειράζει. Και αυτά που ανεβάζαμε ωραία ήταν.

Πιστεύω πως αν στο ελληνικό θέατρο ανέβαιναν μόνο έργα με θέμα τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα θα είχα γίνει ηθοποιός – εννοώ κανονικός, επαγγελματίας ηθοποιός, γιατί και τώρα στιγμές-στιγμές ερμηνεύω, αλλά για λόγους μη επαγγελματικούς. Τα σκετς ήταν απολαυστικά. Η πρώτη μου συμμετοχή σε παράσταση ήταν στο Νηπιαγωγείο, όπου ανεβάσαμε το «Κρυφό Σχολειό» – σε σκηνοθεσία της κυρίας Αργυρώς. Δεν θυμάμαι φυσικά τα λόγια, δεν ξέρω αν υπήρχαν καν λόγια, ίσως ήταν μια έκδοση του Κρυφού Σχολειού βουβή – ένα έργο του βωβού κινηματογράφου διασκευασμένο για θέατρο. Φυσικά εγώ έπαιζα τον καλόγερο, με ράσο και ψεύτικο μούσι κάτασπρο. Εκτοτε έπρεπε να κάνω μεγάλη υπομονή για να ξαναβρεθώ στο σανίδι. Για χρόνια έπρεπε να παρακολουθώ τους μεγαλύτερους που μου φαίνονταν άψογοι Μεσολογγίτες και καταπληκτικές Σουλιώτισσες. Στο Δημοτικό έπαιζαν στα σκετς μόνο τα μεγάλα παιδιά «της πέμπτης και της έκτης», αλλά εγώ όταν πήγαινα στην τετάρτη βρήκα χώρο σε μια παράσταση παίζοντας έναν μικρό Σουλιώτη που δεν μιλούσε καθόλου, αλλά πήγαινε στον πατέρα του φαγητό και πέθαινε από Τούρκου βόλι αδέσποτο – έχοντας δει πάρα πολλά επεισόδια από τη «Μάχη» στην τηλεόραση, ήμουν καταπληκτικός. Οταν έφτασα στην πέμπτη, ποιος με έπιανε! Επαιξα την ίδια χρονιά δύο μικρούς ρόλους (έναν Ελεύθερο Πολιορκημένο στο Μεσολόγγι κι έναν Σουλιώτη αγωνιστή) κι έναν πιο μεγάλο (στο «Η Δέσπω κάνει πόλεμο» (όχι τη Δέσπω).

Δεν με ένοιαζε η ποιότητα, όσο η ποσότητα. Την επόμενη χρονιά περιορίστηκα σε κάτι που δεν θυμάμαι, αλλά πρωταγωνιστικό. Δεν έπαιξα πάντως τον μεγάλο ρόλο: ούτε Ρήγας Φεραίος έγινα, ούτε Κολοκοτρώνης και Καραϊσκάκης, ούτε καν Παπαφλέσσας. Σε μια κωμωδία στρατιωτική, που οι δάσκαλοι κόλλησαν στα αμιγώς πατριωτικά σκετς, βρήκα χειροκροτήματα και καταξίωση, αλλά δεν μου έμεινε απωθημένο. «Καθείς εφ’ ω ετάχθη». Αλλωστε εγώ απλώς δεν ήθελα να λείπω από το σόου: αυτό ήταν που μετρούσε στα μάτια μου. Αυτό το υπέροχο «όλοι μαζί», που στις παρελάσεις π.χ. δεν το ένιωσα ποτέ μου. Κι ας ήμασταν όλοι μαζί και στις παρελάσεις: έτσι όπως αγωνιζόμασταν να κρατήσουμε το σωστό βήμα ήμασταν πάντα ο καθένας μόνος του.

Είχα διαβάσει όλα τα σκετς – είχα πάρει το μεγάλο βιβλίο των σκετς κρυφά από τη βιβλιοθήκη των δασκάλων. Φαντασιωνόμουν πως θα μοίραζα εγώ τους μεγάλους ρόλους: σε ποιον συμμαθητή θα έδινα αυτόν του Σολωμού, σε ποιον του Αλή Πασά, ποια θα ήταν η δικιά μου Μαντώ Μαυρογένους έστω.

Στο Γυμνάσιο δεν παίζαμε σκετς – την 25η Μαρτίου κάναμε παρελάσεις και απλώς λέγαμε ποιήματα. Δεν με χαλούσαν τα ποιήματα – ίσα ίσα. Σκεπτόμουν πως όταν θα γιορτάζαμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση θα ήταν ωραίο την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, σε όλες τις μαθητικές εκδηλώσεις της χώρας να ακουγόταν το ίδιο ποίημα. Εχουν γραφτεί υπέροχα ποιήματα για τον ξεσηκωμό. Θα ήταν σαν ξαφνικά όλη η χώρα να αποκτούσε φωνή και να έλεγε ένα ωραίο «ευχαριστώ» στους ήρωές της. Θα διαγωνίζονταν οι μαθητές, χωρίς μάλιστανα βλέπουν ο ένας τον άλλον, αλλά θα έλεγαν το ποιηματάκι με πάθος. Οπως η ανιψιά μου το «Ακρα του τάφου σιωπή». Το λέει με υπερηφάνεια και μετά με ρωτά τη σημαίνει «άκρα». Της λέω ότι όταν ήμουν στην ηλικία της απλώς ονειρευόμουν μια μέρα να παίξω την Μπουμπουλίνα…