Εχω περάσει κάµποσα χρόνια από τη ζωή µου στη Ρώµη τη δεκαετία του ’90 ώστε να µπορώ να µιλάω εκ πείρας όταν ακούω συµπατριώτες µου να ρωτάνε «τι λένε οι Ιταλοί για την 28η Οκτωβρίου». Δεν έµενα δίπλα στο Κολοσσαίο, ούτε καν σε µια περιοχή από την οποία περνούσε ο Τίβερης. Το σπίτι που νοίκιαζα ήταν σε µία από τις πιο φτωχές και υποβαθµισµένες γειτονιές – το σκηνικό που ενέπνευσε κάποτε τον Μάρκο Ρίζι να γυρίσει το «Ragazzi Fuori»: τα «ραγκάτσι» του δεν ήταν και τα καλύτερα παιδιά του κόσµου, το επισηµαίνω για όποιον δεν έχει δει την ταινία. Αλλά δεν θέλω να σας γράψω για τη ζωή µου. Θέλω απλώς να σας µιλήσω για έναν αγωνιστή τού ’40 που όµως ήταν µε τους άλλους: τον Λορέντσο Τσεκανέζε ή «νόνο Τσέκα», όπως τον φώναζαν τα εγγόνια του τον καιρό που τον γνώριζα.
Στη γειτονιά που έμενα υπήρχαν λίγα μαγαζιά. Δύο κρεοπωλεία για να λειτουργεί κάπως ο ανταγωνισμός. Ενα περίπτερο που πουλούσε εφημερίδες – παραδόξως κάποιοι στην περιοχή διάβαζαν και τέτοιες. Ενα μπακάλικο που με μια δόση υπερβολής αποκαλούσαμε «σούπερ μερκάτο». Ενα μανάβικο με μια κοντούλα γιαγιά που ήμουν σίγουρος ότι το βράδυ έκανε μάγια χρησιμοποιώντας τα κρεμμύδια που ‘χαν μείνει απούλητα. Ενα παγωτατζίδικο που γέμιζε κάθε απόγευμα από πιτσιρίκια. Ενα κατάστημα που πουλούσε παντόφλες, αλλά στην πραγματικότητα ήταν παράνομο πρακτορείο όπου έπαιζαν όλοι στοίχημα. Υπήρχε και μια πιτσαρία – η πιτσαρία των Τσεκανέζε. Λογικά θα ‘πρεπε οι άνθρωποι να είναι πάμπλουτοι, αφού ήταν η μοναδική πιτσαρία σε μια ολόκληρη περιοχή, αλλά δεν ήταν έτσι – τα παιδιά συντηρούσαν το μαγαζί μάλλον από υποχρέωση στον μπαμπά Λορέντσο, που όταν εγώ τον γνώρισα είχε περάσει τα 70. Οποτε μας έβλεπε να μπαίνουμε για να πάρουμε κάτι άνοιγε η καρδιά του. «Θα σας φτιάξουν ό,τι καλύτερο έχουμε, αλλά θα παραδεχθείς ότι εμείς νικήσαμε το 1940» μου έλεγε. Του απαντούσα πως όχι μόνο έχασαν, αλλά εμείς στις 28 Οκτωβρίου γιορτάζουμε και την ήττα τους. «Μα, αν χάσαμε, τότε πώς διάβολο εγώ υπηρέτησα στη Ζάκυνθο δεκαοκτώ μήνες;» με ρωτούσε. Και το αστείο αυτό κρατούσε χρόνια.
Οι Ιταλοί δεν δέχονται ότι έχασαν τον πόλεμο του ’40. «Δυσκολευτήκαμε λίγο να περάσουμε, και στην Αλβανία δεν τα πήγαμε καλά, αλλά μετά ήρθαν οι Γερμανοί και άνοιξαν τον δρόμο» μου έλεγε ο παππούς Λορέντσο. Αυτός στην Αλβανία είχε πάει λίγο και δεν ήταν στην πρώτη γραμμή. Πήγε στη Ζάκυνθο όταν οι Ιταλοί μπήκαν στην Ελλάδα και εκεί πέρασε υπέροχα. Είχε πάντα να πει έναν καλό λόγο για τις παραλίες, τον κόσμο, τα κορίτσια «που δεν φορούσαν μπλούζες κουμπωμένες μέχρι τον λαιμό», όπως οι καθολικές Ιταλίδες της εποχής. Και ο παππούς Λορέντσο, όπως σχεδόν όλοι όσοι είχαν υπηρετήσει στην Ελλάδα, άφηνε να εννοηθεί ότι κάποιας γυναίκας την καρδιά είχε κλέψει όταν στο νησί είχε βρεθεί. Τον καιρό εκείνο είχε βγει στις αίθουσες το «Mediterraneo», η γλυκιά εκείνη ταινία του Γκαμπριέλε Σαλβατόρες που είχε κερδίσει και το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας κάνοντας τον κόσμο να αναρωτιέται αν η Βάνα Μπάρμπα είναι Ελληνίδα ή κάποια ανιψιά της Σοφίας Λόρεν. Πολλοί νόμιζαν τότε ότι ο Σαλβατόρες είχε γυρίσει την ταινία για να δείξει τη δύναμη της ομορφιάς της Μεσογείου, μια δύναμη που μπορεί να μετατρέψει σε τουρίστες ακόμη και στρατιώτες οι οποίοι καταλαμβάνουν ένα νησί ως κατακτητές. Ισως να υπήρχε και αυτό. Το βέβαιο είναι ότι ο ιταλός σκηνοθέτης είχε μετατρέψει σε ταινία έναν κλασικό ιταλικό μύθο: τον μύθο του ιταλού φαντάρου που όταν βρέθηκε στην Ελλάδα έγραψε ιστορία ως εραστής. «Είμαστε λαός ποιητών, θαλασσοπόρων και τραγουδιστών» έλεγε ο Τσεκανέζε. «Και δεν έχουμε καμιά δουλειά με πολέμους» εξηγούσε. Αλλά πάντα ήθελε να παραδεχθώ ότι το 1940 κερδίσανε αυτοί: αλλιώς πίτσα για βραδινό δεν θα μου έφτιαχναν.
Ο Λορέντσο Τσεκανέζε μού τόνιζε πάντα ότι δεν σκότωσε ποτέ κανέναν Ελληνα στο αλβανικό μέτωπο. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, αλλά το έλεγε με την ειλικρίνεια ενός ανθρώπου που το πιστεύει. Μου έλεγε επίσης ότι στη φρουρά της Ζακύνθου ολοκλήρωσε τη θητεία του σχετικά ήσυχα αλλά, αντίθετα από τους ήρωες του «Mediterraneo», δεν είχε ξαναπάει από τότε στην Ελλάδα. Στο μυαλό του ήταν πάντα ωραία, αντίθετα από την Αλβανία που τη θυμόταν ως τόπο σκληρό και δύσκολο. Δεν ήθελε να ακούει για τον Ντούτσε, που «εξαιτίας του πέθαναν ένα σωρό παιδιά» και τον υποστήριζαν μόνο «αυτοί που είχαν μείνει πίσω και δούλευαν στα γραφεία». Αντίθετα από την εβδομηνταπεντάχρονη σπιτονοικοκυρά μου που όταν μιλούσε για τον Μουσολίνι τον αποκαλούσε «αυτός» με έναν σεβασμό που σε έκανε να θες να κάνεις τον σταυρό σου, ο «νόνο Τσέκα» δεν μιλούσε για την εποχή του ιταλικού φασισμού με δέος. Δεν ήταν αριστερός, αλλά ήταν αντιφασίστας. Οταν τον ρωτούσα τι ήταν ο πόλεμος, μου απαντούσε: «Ηταν μια ανοησία». Δεν ήθελε να ακούει τίποτα για γιορτές που είχαν να κάνουν με αυτόν. «Στο τέλος κάναμε αυτό που κάνουμε πάντα. Οταν είδαμε τους Αμερικάνους να φτάνουν εδώ, ανεβήκαμε στο κάρο του νικητή και πανηγυρίζαμε για την απελευθέρωση της Ιταλίας. Μας ελευθέρωσαν οι Αμερικάνοι από τον εαυτό μας, αλλά δεν μας γλίτωσαν δυστυχώς από αυτόν» μου έλεγε πάντα.
Η συμβιβαστική μου πρόταση ήταν πάντα η ίδια. Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ότι το 1940 εμείς προηγηθήκαμε στο πρώτο ημίχρονο και αυτοί μάς ισοφάρισαν στο δεύτερο – πάντα με τη βοήθεια της διαιτησίας των Γερμανών. Δεν το δεχόταν ούτε αυτό: «Δεν ήταν διαιτητές οι Γερμανοί» μου έλεγε. «Απλά κερδίσαμε με τη δύναμή τους γιατί και τότε, όπως και τώρα στο ποδόσφαιρο, κάναμε μεταγραφές». Δεν ξέρω τι απέγινε ο «νόνο Τσέκα», το πιθανότερο είναι ότι έχει πεθάνει. Κάθε 28η Οκτωβρίου τον θυμάμαι με συμπάθεια. Δεν ήταν ήρωας, αλλά ήταν σίγουρος ότι κέρδισε – κι εμείς το ίδιο. «Ουνα φάτσα, ούνα ράτσα» που λένε.