Ενα ταπεινό δεντράκι που προσπαθεί να αντισταθεί στην αναπόδραστη οριζοντίωσή του, τη γεωμετρική κατάληξη των ζωντανών οργανισμών. Ενα μικρό βιομηχανικό κτίσμα που μοιάζει να σπρώχτηκε κάποτε προς το κενό από έναν όχι και τόσο αγαθό Τιτάνα. Και βέβαια, μια θηριώδης κατασκευή που ορθώνεται με τη σιδερένια ραχοκοκαλιά της καλυμμένη από κάποιου είδους «καναβάτσο», σαν να είναι αφημένη στη μοίρα της δίχως να έχει καταφέρει να εκπληρώσει το όραμα του δημιουργού της για τη θριαμβευτική ανύψωσή της προς τον ουρανό.

Η τριλογία συνιστά την εικαστική εγκατάσταση με τίτλο «Στάχυα πέφτουν σε τσιμεντένια δάπεδα», το αποκαλούμενο και «Μυστήριο 22» (βάσει της μυστηριώδους αρίθμησης των εκδηλώσεων που θα έχει η 2023 Ελευσίς Πολιτιστικής Πρωτεύουσα της Ευρώπης υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Μιχαήλ Μαρμαρινού, εν προκειμένω σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Αισχύλεια 2022 σε διεύθυνση επιμέλειας Ζωής Μουτσώκου με συνεργάτιδα την Ιωάννα Γερακίδη) και κρύβει εντός του απόηχους από μύθους, θεωρίες και αρχαίες τελετές που προσφέρονται για ανάγνωση, ή πιο σωστά για μύηση στα πολλαπλά επίπεδα ερμηνείας που μπορεί να προσφέρει ένα και μόνο έργο. Δεν είναι εύκολο να βρεθείς στην Ελευσίνα και να μην ερμηνεύσεις όσα θα δεις πέρα από το πλαίσιο της μυθολογίας και της βιομηχανικής αρχαιολογίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κωστής Βελώνης εμπνέεται ακριβώς από αυτά τα δύο στοιχεία.

Στο επίκεντρο κυρίως λόγω μεγέθους (11×6 μ. περίπου) αλλά και λόγω της πληθώρας των συμβολισμών που επωάζονται εντός της βρίσκεται η προαναφερθείσα οικοδομική κατασκευή στον προαύλιο χώρο πίσω από το ανοιχτό θέατρο του Παλαιού Ελαιουργείου όπου παραδοσιακά παρουσιάζονται οι εικαστικές εγκαταστάσεις των Αισχυλείων. Αποδεικνύεται ότι το «καναβάτσο» είναι επί της ουσίας καλαμωτές, δεμάτια από σανό και στάχυα που αιωρούνται παιχνιδιάρικα στον αέρα καθώς τα ραμφίζουν τα περιστέρια που βρίσκουν εκεί προσωρινό καταφύγιο. Αυτό το ενδεδυμένο ικρίωμα, ένα παιγνιώδες τοτέμ, είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένας μηχανισμός που επιτρέπει την επικονίαση, καθώς εκεί βρίσκουν καταφύγιο άγριες μέλισσες, μπάμπουρες και λοιπά έντομα, έτοιμα για το ταξίδι της ζωής. «Το φαντάστηκα ως ένα ορθωμένο χωράφι το οποίο με μια αναπαραστατική διάθεση παραπέμπει στους μηρούς της Δήμητρας, εξ ου και ο τίτλος «Τα μπούτια της Δήμητρας»» θα εξηγήσει ο Βελώνης, ο οποίος θα αναπτύξει το αφήγημα που έχει στήσει γύρω από το έργο του. «Είναι η θεά της καλλιέργειας και της γονιμότητας – το αιδοίο της από στάχυα είναι εμφανές αν κοιτάξετε -, η οποία μας δίνει τη δυνατότητα να ζούμε μέσα από τα προϊόντα της σποράς και του θερισμού. Υπό μια άλλη έννοια είναι και τεκτονική διάθεση και διάσταση του ανιμισμού». Η κατασκευή του Βελώνη είναι επί τούτου «ανεμόφιλη», παραπέμπει δηλαδή στη γονιμοποίηση που γίνεται με τη βοήθεια του αέρα από άνθος σε άνθος αλλά σχολιάζει ταυτόχρονα την τυχαιότητα της ύπαρξης αλλά και της ίδιας της ζωής. Τα υλικά της εγκατάστασης αλλοιώνονται, πεθαίνουν, «υπάρχει μια μεταβλητότητα η οποία με βοηθάει να καταλάβω μεθοδολογικά πια πώς φτάνω στο weathering, τη διάβρωση οποιουδήποτε υλικού από τον άνεμο, αλλά σε εμένα περισσότερο σημαίνει την πλαστικότητα και μεταβλητότητα του καιρού».

Παράλληλα, εφορμώμενος από τον μύθο της κόρης της Δήμητρας, Περσεφόνης, και τον Αδη, ήθελε να δημιουργήσει έναν μηχανισμό που αντιστρέφει το ταξίδι του αρπαγέα της, να είναι εκείνος που κάνει το ταξίδι για να τη συναντήσει και κατ’ αυτόν τον τρόπο το ύψος της κατασκευής να είναι ένας συμβολισμός για το έσχατο βάθος. «Ηθελα να δώσω έμφαση σε μια χθόνια θεότητα που αποτελεί κομμάτι της δικής μας πραγματικότητας, εξ ου και ο γενικός τίτλος της τριλογίας «Στάχυα πέφτουν σε τσιμεντένια δάπεδα». Ενας τίτλος βαρύς έως κακόγουστος, αλλά κατά τη γνώμη μου απαραίτητος για να τονίσω πώς στον νεωτερικό βίο αντιλαμβανόμαστε την ιδέα του θανάτου ως κάτι το οποίο θα μπορούσε να είναι και προαιρετικό, δηλαδή ως κάτι το οποίο δεν πρέπει να βιώσουμε γιατί απλά το ξεχνάμε. Αν μπορούσαμε να δούμε το χθόνιο ως μια συνέχεια της δικής μας οντότητας και της μεταμόρφωσής της νομίζω ότι θα είχαμε μια πιο υγιή σχέση με οτιδήποτε είναι κάτω από την «τσιμέντινη επιφάνεια» και προτιμούμε να αγνοούμε».

Η Περσεφόνη σκόνταψε

Στον χώρο του Παλαιού Ελαιουργείου ο Βελώνης ενεργοποιεί την παρουσία ενός υπάρχοντος κτιρίου δίχως να παρέμβει σε αυτό, αν εξαιρέσει το γεγονός ότι το φωτίζει στην άκρη του ώστε να καθιστά διακριτή την παρουσία του τις νυχτερινές ώρες. Βέβαια και στη διάρκεια της ημέρας όταν σου επισημάνουν την παρουσία του, μένεις να κοιτάζεις ένα μακρόστενο ξύλινο κτίσμα στην κορυφή μιας τσιμεντένιας κατασκευής, η άκρη του οποίου αιωρείται στο κενό. Δεν πρόκειται για κάποιον ατυχή αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, προφανώς εκεί υπήρχε κάποτε κάποιος μηχανισμός που διευκόλυνε τη μεταφορά, ανάβαση και κατάβαση, πρώτων υλών και του αποτελέσματος της επεξεργασίας τους. «Για εμένα εκεί σκόνταψε η Περσεφόνη και έπεσε, δεν την απήγαγε απαραίτητα ο Αδης. Δίνω μια διάσταση χιουμοριστική μια και από την πρώτη στιγμή το συγκεκριμένο κτίσμα μού θύμισε slapstick ταινία της δεκαετίας του ’20 ή τον Τσάρλι Τσάπλιν ως «Χρυσοθήρα» να τρώει πεινασμένος τα κορδόνια του».

Το τρίτο μέρος της τριλογίας βρίσκεται στο παραλιακό μέτωπο της πόλης, το πρώτο έργο των Αισχυλείων που αφήνει πίσω του τον χώρο του Παλαιού Ελαιουργείου. Πρόκειται για ένα μικρό κυπαρίσσι που ο Βελώνης τοποθέτησε μπροστά σε ένα ναυαγισμένο πλοίο το οποίο εφάπτεται με την επιφάνεια του νερού και δηλώνει από μακριά την παρουσία του με το ψηλό, γερμένο του κατάρτι. Το εκριζωμένο και ξεραμένο πλέον κυπαρίσσι λειτουργεί ως «Ανεμοδείκτης», τοποθετημένος σε αντιθετική γωνία με το κατάρτι που αλλάζει ανεπαίσθητα φορά ανάλογα με τις ριπές του ανέμου και αργοπεθαίνει παραθέτοντας με τη σειρά του την κατά Βελώνη τεκτονική αντίληψη για τον ανιμισμό. Μια κατάθεση εμπνευσμένη και από τις δεντροφορίες, γιορτές της αρχαίας Ελλάδας αφιερωμένες συνήθως στη θεότητα της Δήμητρας, στο πλαίσιο των οποίων περιέφεραν δέντρα στους κεντρικούς δρόμους των πόλεων για να αναδείξουν την παγανιστική αντίληψη των πραγμάτων, τουλάχιστον σύμφωνα με την ερμηνεία που τους αποδίδουμε στον 21ο αιώνα.

ΙΝFO

«Μυστήριο 22 / Στάχυα πέφτουν σε τσιμεντένια δάπεδα»: Παλαιό Ελαιουργείο, Ελευσίνα, έως τις 23 Οκτωβρίου.