O Nτιόρ ήταν προληπτικός. Συμβουλευόταν μέντιουμ και πίστευε σε οιωνούς και ενδείξεις της τύχης. Ετσι, το «τυχερό αστέρι» του, ένα παλιό μεταλλικό σύμβολο που είχε βρει έξω από τη βρετανική πρεσβεία στο Παρίσι όταν ετοιμαζόταν να ανοίξει τον ομώνυμο οίκο και έκτοτε το κράτησε θεωρώντας ότι επρόκειτο για γούρι, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αντικείμενα της έκθεσης «Κριστιάν Ντιόρ: Σχεδιαστής Ονείρων» («Christian Dior: Designer of Dreams»), η οποία θα εγκαινιαστεί στις 2 Φεβρουαρίου στο Μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου. H έκθεση βασίζεται στην ομώνυμη ρετροσπεκτίβα η οποία διοργανώθηκε στο Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών του Παρισιού το 2017 επ’ ευκαιρία των 70χρονων του οίκου που ταυτίστηκε με την υψηλή ραπτική και τη φινέτσα και προσείλκυσε περισσότερους από 700.000 επισκέπτες. Ωστόσο, σύμφωνα με την Οριόλ Κάλεν, επιμελήτρια μόδας του V&A, στην προκειμένη περίπτωση «έχουμε νέο περιεχόμενο σε ποσοστό περίπου 50%, το οποίο αφορά την υψηλή ραπτική. Είναι εκπληκτικό να συνειδητοποιεί κανείς ότι καθεμία από τις δημιουργίες που θα παρουσιαστούν είναι χειροποίητη» δήλωσε χαρακτηριστικά η Κάλεν στη βρετανική «Vogue».

H έκθεση, η μεγαλύτερη σχετική με τη μόδα που φιλοξενείται στο βρετανικό μουσείο από την εποχή του εξαιρετικά δημοφιλούς αφιερώματος στον Αλεξάντερ Μακ Κουίν με τίτλο «Αγρια Ομορφιά» το 2015, περιλαμβάνει περισσότερα από 500 αντικείμενα και αναπτύσσεται σε 11 ενότητες: ανάμεσά τους ξεχωρίζει, ασφαλώς, το αφιέρωμα στο θρυλικό «New Look» και στη «γραμμή του Ντιόρ», έτσι όπως διαμορφώθηκε στα 10 χρόνια της θητείας του ιδίου στο «τιμόνι» του οίκου έως το 1957, οπότε ο θάνατος τον βρήκε πρόωρα σε ηλικία μόλις 52 ετών – από καρδιακή προσβολή, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή. Ξεχωριστή θέση κατέχει εντούτοις η ενότητα που τιμά τη «φαντασία του χορού». Στο «Ballroom», όπως έχει ονομαστεί, θα εκτεθούν μερικές από τις πιο φημισμένες βραδινές, μακριές τουαλέτες του οίκου με τη βοήθεια ειδικής φωτιστικής εγκατάστασης. Σε αντίθεση με τα πρότυπα του επίσημου ενδύματος στη διάρκεια του Πολέμου, ο Ντιόρ χάραξε μια έντονη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο πρωινό και στο βραδινό ντύσιμο, αλλάζοντας αποφασιστικά τις νόρμες αναφορικά με το δεύτερο. «Το βράδυ είναι η στιγμή που μπορείς να ξεφύγεις από τον ρεαλισμό της καθημερινότητας» συνήθιζε να λέει.

Ιδιαίτερη ενότητα της έκθεσης, που θα διαρκέσει έως τις 14 Ιουλίου, αφιερώνεται στους έξι καλλιτεχνικούς διευθυντές οι οποίοι κράτησαν τα ηνία του οίκου μετά τον θάνατο του ιδρυτή του και αναμετρήθηκαν με μια δύσκολη, αναμφίβολα, πρόκληση: να διατηρήσουν την παράδοση του «Ντιόρ» μπολιάζοντάς την, ωστόσο, με το προσωπικό τους δημιουργικό στίγμα έτσι ώστε να συμβάλουν στην περαιτέρω εξέλιξη της φίρμας. Από την τολμηρή επιλογή του νεότατου Ιβ Σεν Λοράν έως την πιο «λογική» τοποθέτηση του Μαρκ Μποάν και από τον στόμφο του Τζιανφράνκο Φερέ στον Τζον Γκαλιάνο με τις «επαναστατικές» επιδείξεις (η απόλυσή του από τον οίκο το 2011 λόγω αντισημιτικών δηλώσεων προκάλεσε μεγάλη συζήτηση διεθνώς), κατόπιν στον «μινιμαλιστή» Ραφ Σίμονς και τέλος στη σημερινή διευθύντρια Μαρία Γκράτσια Κιούρι, μια σχεδιάστρια με πίστη στη γυναικεία δύναμη, όλοι τους έμειναν πιστοί στην επιθυμία του ιδρυτή να «κάνει τη γυναίκα πιο ευτυχισμένη και πιο όμορφη…».

 

Το φόρεμα της πριγκίπισσας

Καινοτομία στην έκθεση του V&A είναι η ενότητα που αναφέρεται στη σχέση του Ντιόρ με τη Βρετανία, μια ιστορία η οποία δεν έχει ειπωθεί έως σήμερα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της επιμελήτρια Κάλεν. Η ίδια επιδόθηκε σε συστηματική έρευνα προκειμένου να αποτυπώσει τι ήταν αυτό που κέντρισε τον 21χρονο νεαρό από τη Νορμανδία, ο οποίος διέσχισε τη Μάγχη προκειμένου να βελτιώσει τα αγγλικά του. «Ηταν μια πραγματικά καθοριστική στιγμή, κάτι που ο ίδιος συνέδεε με την ελευθερία και τον έρωτα» σημειώνει η επιμελήτρια του Μουσείου στην ίδια συνέντευξή της στη «Vogue». «Αγαπούσε τη μεγαλοπρέπεια των βρετανικών μεγάρων, τους κήπους, τα βρετανικού σχεδιασμού υπερωκεάνια, τους ράφτες της Savile Rοw, το φαγητό και την κουλτούρα εν γένει, η οποία στάθηκε για τον ίδιο αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Επίσης, αγαπούσε τις Βρετανίδες· τον τρόπο με τον οποίο φορούσαν τα τουίντ και τις βραδινές τουαλέτες» συνέχισε.

Μία από τις αγαπημένες του Βρετανίδες ήταν αναμφίβολα η πριγκίπισσα Μαργαρίτα, η οποία επισκέφθηκε το ατελιέ του στη διάρκεια των πρώτων της διακοπών στην ηπειρωτική Ευρώπη το 1949. Ο Ντιόρ κολακευόταν ιδιαίτερα να τη θεωρεί πελάτισσά του. Στο πλαίσιο αυτό, ένα από τα πλέον λαμπερά εκθέματα είναι το φόρεμα Dior το οποίο φόρεσε η ίδια στα 21α της γενέθλια και αποτελεί δάνειο από το Μουσείο του Λονδίνου. «Ηταν εξαιρετικά υπερήφανος για τις μυστικές επιδείξεις του στις γυναίκες της βασιλικής οικογένειας» θα πει και πάλι η Κάλεν. «Μετά την πρώτη του επίδειξη στο Σαβόι το 1950, παρουσίασε τα μοντέλα στην πριγκίπισσα Μαργαρίτα, στην πριγκίπισσα Μαρίνα και στην πριγκίπισσα Ολγα της Ελλάδας στη γαλλική πρεσβεία. Προκειμένου να μη διαρρεύσει το «μυστικό», στα μοντέλα είχε πει ότι θα πήγαιναν εκεί για φαγητό» συνεχίζει. «Αγαπώ αυτή τη χώρα γιατί το παρελθόν βρίσκεται παντού» συνήθιζε να λέει ο ίδιος ο Ντιόρ. Το μέρος όπου ανακάλυψε, άλλωστε, το «τυχερό αστέρι» του, το οποίο όχι μόνο διασώθηκε αλλά αποτέλεσε και σημείο αναφοράς για τους διαδόχους του, ήταν μία ακόμη ένδειξη του «κρυφού νήματος» που τον συνέδεε με τη Βρετανία.

Ταξίδια, λουλούδια, Ιστορία

Διά μέσου της έκθεσης θα αναβιώσει η σχέση του οίκου Dior με τα ταξίδια, τα λουλούδια, την Ιστορία και πολλά ακόμη. Η ενότητα «Diorama» περιλαμβάνει χειροποίητα κοσμήματα, καπέλα, παπούτσια, τσάντες, vintage μακιγιάζ και μπουκάλια αρωμάτων. Ιδιαίτερης σημασίας έκθεμα είναι το πορτρέτο του Ντιόρ από τη δεκαετία του ’20 το οποίο προσφέρει στον επισκέπτη την ευκαιρία να πιάσει το νήμα της ζωής του θρυλικού δημιουργού από την εποχή που ανακάλυψε τον κόσμο της αβανγκάρντ τέχνης και τις χαρές της παρισινής διασκέδασης. Γεννημένος στις 21 Ιανουαρίου 1905 στην Γκρανβίλ της Νορμανδίας, έκανε τα πρώτα του βήματα στη μόδα τη δεκαετία του ’30 όταν αποφάσισε, μετά τον θάνατο της μητέρας και του αδελφού του και την οικονομική καταστροφή της οικογένειας, να πουλήσει τα σχέδιά του σε διάφορους οίκους υψηλής ραπτικής.

Στο διάστημα 1941-1946 θα εργαστεί στον Λισιέν Λελόν ώσπου την επόμενη χρονιά θα ανοίξει τον δικό του οίκο στο νούμερο 30 της Avenue Montaigne όπου βρίσκεται έως σήμερα. Πολύτιμος αρωγός στην προσπάθειά του στάθηκε ο πάμπλουτος βιομήχανος υφασμάτων Μαρσέλ Μπουσάκ (επονομαζόμενος και βασιλιάς του βαμβακιού), ο οποίος στήριξε οικονομικά το εγχείρημα.

Για τη θρυλική πρώτη εκείνη επίδειξη του Ντιόρ στις 12 Φεβρουαρίου 1947, ενώ ακόμη δεν είχαν συμπληρωθεί δύο χρόνια από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το Παρίσι προσπαθούσε να κλείσει τις πληγές του, έχουν χυθεί τόνοι μελανιού. Ωστόσο, είναι μια ιστορία η οποία, όσες φορές κι αν ειπωθεί, εξακολουθεί να γοητεύει. Και να εντυπωσιάζει.

Ηταν μια ημέρα κάθε άλλο παρά ήσυχη: τις πρώτες πρωινές ώρες το ραδιόφωνο είχε αναγγείλει ότι η ημερήσια μερίδα ψωμιού μειώνεται από 350 γραμμάρια σε μόλις 200. Περισσότερα από 250.000 άτομα απεργούσαν, ενώ τη δύσκολη καθημερινότητα επέτειναν οι πολικές θερμοκρασίες που δεν έλεγαν να υπερβούν τους -6 βαθμούς Κελσίου. Ωστόσο, μια πραγματική επανάσταση έμελλε να συμβεί εκείνο το πρωινό χωρίς τίποτε να την προμηνύει.

Προτού καν αρχίσει η επίδειξη – προγραμματισμένη για τις 10.30 π.μ. – οι γυναίκες με τα φανταχτερά γούνινα πανωφόρια οι οποίες έμεναν μάλλον ανεπηρέαστες από τις ελλείψεις που αντιμετώπιζε η γαλλική πρωτεύουσα έμοιαζαν αγανακτισμένες. Ποιος ήταν, άραγε, αυτός ο Ντιόρ που τις ανάγκαζε να στριμώχνονται στην είσοδο του νεότευκτου οίκου – ο οποίος βρισκόταν μακριά από το παραδοσιακό κέντρο της υψηλής ραπτικής αλλά κοντά στα μεγάλα ξενοδοχεία όπου διέμεναν οι Αμερικανίδες που είχαν αρχίσει να επισκέπτονται εκ νέου το Παρίσι – με την πρόσκληση ανά χείρας; Το λεπτό γούστο της εσωτερικής διακόσμησης, στις αποχρώσεις του λευκού και του γκρι που αγαπούσε ιδιαίτερα ο Ντιόρ, μαρτυρούσε ότι ο Μπουσάκ είχε φανεί ιδιαιτέρως γενναιόδωρος. Ο βιομήχανος ήταν, άλλωστε, σίγουρος για το εγχείρημα. Την παραμονή της επίδειξης ο 42χρονος Κριστιάν τού είχε στείλει μια πρωτότυπη ανθοδέσμη με άσπρες και μαύρες ορχιδέες. «Μην ανησυχείς για αύριο» είπε ενθουσιασμένος ο Μπουσάκ στη σύζυγό του. «Δεν υπάρχει ανθοπώλης στον κόσμο ικανός να φτιάξει μια ανθοδέσμη τόσο όμορφη. Είμαι σίγουρος ότι θα έχει μεγάλη επιτυχία».

Αρχή με… κλάματα!

«Στις 10.30, με τα σαλόνια κατάμεστα, βγήκε το πρώτο μανεκέν» θυμόταν ο Ντιόρ στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Christian Dior et moi» («Ο Κριστιάν Ντιόρ κι εγώ») που κυκλοφόρησαν το 1956. «Η Μαρί Τερέζ, φοβισμένη μέχρι θανάτου, σκόνταψε κι έβαλε τα κλάματα. Δεν κατάφερε να ξαναβγεί. Πολύ σύντομα, όμως, κάθε νέο σύνολο το υποδέχονταν με χειροκροτήματα. Εκλεισα τα αφτιά μου τρομοκρατημένος, με την αίσθηση ότι ήταν πολύ νωρίς για να θριαμβολογήσω, αλλά σύντομες ανταποκρίσεις από το πεδίο μάχης επιβεβαίωναν τα νέα ότι τα στρατεύματά μου – με επικεφαλής το αγαπημένο μου μανεκέν, την Τάνια – είχαν θριαμβεύσει».

Η επίδειξη περιλάμβανε 90 λουκ που παρουσιάστηκαν από έξι μανεκέν και εξελίχθηκε σε πραγματικό θρίαμβο για τον μετρ. Γυναίκες συνωστίζονταν – ενθουσιασμένες αυτή τη φορά – για να τον συγχαρούν ενώ ανάμεσά τους πάσχιζε να ανοίξει δρόμο η Κάρμελ Σνόου, εκδότρια του αμερικανικού «Harper’s Bazaar» που αναφώνησε: «Τι επανάσταση, αγαπητέ μου! Τα φορέματά σας εγκαινίασαν ένα New Look!». Το γεγονός ότι ο τίτλος της επίδειξης ήταν «Corolle» έμοιαζε πλέον να έχει μικρή ως καθόλου σημασία. Το νέο όνομα είχε ήδη κυριαρχήσει και έμελλε να σφραγίσει ανεξίτηλα τη μεταπολεμική μόδα.

Τονισμένη μέση, φούστες μακριές και βαριές, φτιαγμένες από πολλά μέτρα υφάσματος, στρογγυλοί ώμοι, το περίφημο «Bar» σακάκι, κορσέδες κι αέρας Belle Epoque ήρθαν να κηρύξουν την επιστροφή στην αφθονία και στην πολυτέλεια – και ταυτόχρονα την αποθέωση της θηλυκότητας – μετά από μια σκληρή, γεμάτη στερήσεις πολεμική περίοδο. Εξαιτίας της απεργίας των γάλλων δημοσιογράφων τα νέα ταξίδεψαν πρώτα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού με τα αμερικανικά περιοδικά μόδας να εγκωμιάζουν τον γάλλο σχεδιαστή. To επόμενο διάστημα και παρά το μεγάλο κόστος – σε μια περίοδο μάλιστα που ο Πόλεμος είχε αφήσει πίσω του συντρίμμια και μεγάλες ελλείψεις σε βασικά προϊόντα – ο ίδιος και οι συνεργάτες του θα αναγκαστούν να εργάζονται μέρα-νύχτα προκειμένου να ανταποκριθούν στον όγκο των παραγγελιών. Οσο για τις γυναίκες που αδυνατούσαν να ανταποκριθούν σε μια τέτοια δαπάνη, «επιστράτευσαν» τις ραπτομηχανές τους προκειμένου να αντιγράψουν τα μοντέλα του.

Η κριτική εντούτοις δεν έλειψε, φτάνοντας μάλιστα κάποιες φορές στα όρια της σκληρής πολεμικής. Από την Κοκό Σανέλ, η οποία ισχυριζόταν ότι ο Ντιορ «δεν ντύνει τις γυναίκες, αλλά τις τυλίγει με ταπετσαρία» έως τη βρετανική κυβέρνηση που υποστήριζε ότι η νέα μόδα θα δημιουργούσε μεγάλες απογοητεύσεις, καθώς τα αποθέματα δεν ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση, οι αντιδράσεις ήταν έντονες. Στις ΗΠΑ, παρά την ευμενή στάση μερίδας του Τύπου, γυναικείες οργανώσεις αντιτάχθηκαν έντονα καθώς θεώρησαν πως οι δημιουργίες του Ντιορ επιχειρούν να αφαιρέσουν από τις γυναίκες την προσφάτως αποκτηθείσα ανεξαρτησία τους. «Αποστρεφόμαστε τα φορέματα ως το πάτωμα! Γυναίκες, λάβετε μέρος στον αγώνα για ελευθερία στον τρόπο του ντυσίματος!» έγραφαν τα πανό μιας διαδήλωσης διαμαρτυρίας ενάντια στο New Look στο Σικάγο. Στις ειδήσεις μπορούσε να δει κανείς εικόνες με νοικοκυρές να προπηλακίζουν όσες τολμούσαν να φορέσουν τη νέα μόδα ενώ και ο ίδιος ο Ντιορ λάμβανε ουκ ολίγα εξαγριωμένα γράμματα. Ανάμεσά τους, ενός μηχανικού από το Λος Αντζελες ο οποίος του έγραψε ότι είχε ορκιστεί να τον «κόψει στα δύο» αν κάποτε πατούσε το πόδι του στο Παρίσι καθώς τον θεωρούσε υπεύθυνο για τη μεταμόρφωση της συζύγου του «σε βαλσαμωμένη κούκλα του αμερικανικού Εμφυλίου».

Ο ίδιος πάντως απολάμβανε την επιτυχία του έχοντας ως πολύτιμες «πρέσβειρες» λαμπερές ντίβες όπως η Ρίτα Χέιγουορθ και η Μαρλένε Ντίτριχ – τα «ωραιότερα πόδια του κόσμου» σύμφωνα με τους θαυμαστές της. Εκείνη την εποχή μάλιστα, το περιοδικό «Elle» κυκλοφόρησε με εξώφυλλο μια ολόσωμη φωτογραφία της προτρέποντας τους αναγνώστες του να δουν καλά τις περίφημες γάμπες της επειδή μάλλον δεν θα τις ξανάβλεπαν ποτέ αφού η Ντίτριχ είχε μόλις παραγγείλει δέκα φορέματα New Look. Aκόμη και η Ζιλιέτ Γκρεκό, μούσα μιας γενιάς αντιηρώων, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να επισκεφθεί το ατελιέ του. «Αυτό που θεωρήθηκε νέο στυλ ήταν απλώς η αυθεντική, φυσική έκφραση του είδους της μόδας που ήθελα να δω» έγραφε ο Ντιορ. «Ετυχε, λοιπόν, η προσωπική μου ροπή να ταυτιστεί με τη γενικότερη διάθεση της εποχής, και έτσι έγινε μόδα. Ηταν σαν η Ευρώπη να είχε κουραστεί πια να πετά βόμβες και ήθελε πλέον να ανάψει μερικά βεγγαλικά». Το όνειρο που κάθε γυναίκα επιθυμούσε διακαώς να ζήσει είχε βρει, επιτέλους, τον σχεδιαστή του…