Παρόλο που θα θέλαμε να αφήσουμε τις ημέρες της πανδημίας και των εγκλεισμών πίσω μας, η αλήθεια είναι ότι ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί ο απολογισμός της επίδρασής τους στη ζωή και στην ψυχολογία μας. Το σίγουρο είναι ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι επιπτώσεις είναι αρνητικές, ωστόσο υπάρχει τουλάχιστον ένας χώρος στον οποίο η COVID-19 λειτούργησε ως μοχλός ανάπτυξης και ραγδαίων εξελίξεων. Και δεν είναι άλλος από εκείνον της επιστημονικής έρευνας.

Το προφανές σε όλους μας παράδειγμα είναι η ανάπτυξη των εμβολίων νέας γενιάς, που για χρόνια ετοιμάζονταν στα εργαστήρια όλων των κορυφαίων επιστημονικών ιδρυμάτων, αλλά μόνο μετά το 2020 και τις σημαντικές χρηματοδοτήσεις σχετικών ερευνών επιταχύνθηκε η δημιουργία τους, με θετικές συνέπειες για την αντιμετώπιση και άλλων ασθενειών, όπως είναι ο καρκίνος. Ενα λιγότερο γνωστό παράδειγμα είναι οι περιβαλλοντικές έρευνες και ειδικά όσες αφορούν την ανάλυση και διαχείριση των λυμάτων.

Ολοι θυμόμαστε την καθημερινή ενημέρωση από τα δελτία ειδήσεων και τις εφημερίδες για τα ευρήματα στα λύματα κάθε πόλης και τι σήμαινε αυτό για την εξέλιξη, μετάλλαξη ή υποχώρηση του ιού. Λίγοι όμως γνωρίζαμε ότι επρόκειτο για μια μέθοδο ανίχνευσης που εξελισσόταν ταυτοχρόνως με την COVID-19. Τουλάχιστον αυτό μας εξηγεί η Αλεξάνδρα Τσίτουρα, η οποία στη διάρκεια της πανδημίας ήταν μεταδιδακτορική φοιτήτρια και ερευνήτρια Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο Πανεπιστήμιο ΜακΓκίλ, στην πόλη Μόντρεαλ του Καναδά: «Επρόκειτο για ένα πολύ καινούργιο πεδίο έρευνας, η εξέταση των λυμάτων. Γνωρίζαμε για καιρό από έρευνες ότι αυτή η μέθοδος μπορεί να μας πει πολλά για μια πόλη, όπως για παράδειγμα ότι στο Σιάτλ έπιναν πολύ καφέ – για να θυμηθώ μία έρευνα που μου είχε κάνει εντύπωση -, αλλά δεν είχε αναπτυχθεί στο επίπεδο που είναι τώρα. Εγινε ένας νέος τομέας που εξελίχθηκε πολύ γρήγορα και ήταν πολύ ενδιαφέρον που συμμετείχα. Η εξέταση των λυμάτων λειτουργεί ως εξής: όταν κάποιος έχει COVID-19, θα την αποβάλει από τον οργανισμό του μέσω του πεπτικού του συστήματος και θα καταλήξει στα λύματα. Δεν μπορείς να δεις μέσω ενός δείγματος την ποσότητα του ιού και το πόσοι άνθρωποι νοσούν, αλλά αν παίρνεις δείγματα κάθε ημέρα μπορείς να διαπιστώσεις τάσεις. Αν υπάρξει, ας πούμε, απότομη αύξηση των κρουσμάτων, αυτό θα εμφανιστεί προτού δούμε την αύξηση εισαχθέντων στα νοσοκομεία. Οπότε έχουμε έγκαιρη ανίχνευση. Σήμερα που ο πληθυσμός δεν κάνει τόσο πολλά τεστ για COVID-19 και δεν νοσηλευόμαστε τόσο συχνά, μπορούμε να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε την κατάσταση μέσω της ανάλυσης των λυμάτων».

Η Αλεξάνδρα Τσιτούρα.

Η νεαρή επιστήμονας θυμάται εκείνες τις ημέρες όχι μόνο γιατί, όπως συνέβη σχεδόν σε όλα τα εργαστήρια, σταμάτησαν την έρευνα με την οποία ασχολούνταν μέχρι τότε για να αφοσιωθούν στην COVID-19, αλλά και επειδή το κλίμα στην επιστημονική κοινότητα ήταν πολύ διαφορετικό: «Ξαφνικά όλοι ασχολούμασταν με ένα μόνο project και τα εργαστήρια σε ολόκληρο τον Καναδά συσκέπτονταν κάθε βδομάδα για να μοιραστούν τα ευρήματά τους. Αυτό δεν συμβαίνει στις επιστήμες, οι οποίες, όπως σίγουρα θα γνωρίζετε, είναι ένας πολύ ανταγωνιστικός χώρος. Οταν κάποιος κάνει μία έρευνα, δεν θέλει να μοιραστεί τα συμπεράσματά του για να κάνει πρώτος δημοσίευση. Τότε, όμως, όλοι παρουσιάζαμε στους άλλους ό,τι παρατηρούσαμε στο εργαστήριο. Θέλαμε να εξελίξουμε τον τομέα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ηταν κάτι που μας ενέπνεε και μας κινητοποιούσε. Τώρα γνωρίζουμε πως, αν χρειαστεί, οι επιστήμονες μπορούν να συνεργαστούν για να βρουν λύσεις».

Από την Εριν Μπρόκοβιτς στο εργαστήριο

Γεννημένη στον Καναδά από έλληνα πατέρα και αμερικανίδα μητέρα, η Αλεξάνδρα Τσίτουρα από νεαρή ηλικία ήταν ευαισθητοποιημένη σε θέματα περιβάλλοντος. Οταν ήρθε ο καιρός να αποφασίσει τι σπουδές θα ακολουθήσει, το σκέφτηκε πολύ. Ηθελε να κάνει κάτι που θα της άρεσε, στο οποίο θα ήταν καλή, αλλά και που θα ωφελούσε το κοινωνικό σύνολο. Ετσι αποφάσισε να αξιοποιήσει την έφεσή της στη βιολογία, σπουδάζοντας Περιβαλλοντική Βιοτεχνολογία. Αργότερα, ολοκλήρωσε το διδακτορικό της στην Περιβαλλοντική Μηχανική. Οπως μας εξομολογείται, ώθηση ίσως να της έδωσε μια συγκεκριμένη χολιγουντιανή ταινία: «Είχα δει την ταινία «Εριν Μπρόκοβιτς» σε σχετικά μικρή ηλικία και τότε συνειδητοποίησα για πρώτη φορά το πώς πρακτικές μεγάλων εταιρειών που απελευθερώνουν τοξικά απόβλητα στο νερό επηρεάζουν τόσο τα ψάρια, τα δέντρα και το περιβάλλον γενικότερα, όσο και την υγεία των ανθρώπων. Ηθελα λοιπόν να συμβάλω θετικά στην προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας».

Σήμερα, εκτός από την έρευνά της, η οποία έχει ως θέμα της την επεξεργασία λυμάτων τυροκομίας – πρόκειται για μια διαδικασία με υψηλές συγκεντρώσεις άνθρακα και θρεπτικών συστατικών που απορροφούν το οξυγόνο βλάπτοντας τα ψάρια και μολύνοντας το πόσιμο νερό -, η Αλεξάνδρα Τσίτουρα εργάζεται στην Illumina, την αμερικανική εταιρεία βιοτεχνολογίας με έδρα το Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας και δράση σε περισσότερες από 140 χώρες, ως τελική ελέγκτρια καταλληλότητας των προϊόντων.

Πόσο καθαρό είναι το πόσιμο νερό;

Οσο σημαντικές και αν είναι οι εξελίξεις στη διαχείριση των λυμάτων, η ίδια ομολογεί ότι η επιστήμη της τα επόμενα χρόνια θα ασχοληθεί κυρίως με τα πλαστικά που καταλήγουν στις θάλασσές μας: «Ο,τι καταναλώνουμε θα καταλήξει στα διεθνή μας ύδατα» προειδοποιεί και δίνει κάποιες συμβουλές που ακολουθεί και η ίδια: «Αποφεύγω όσο μπορώ τα πλαστικά μπουκαλάκια. Ξέρω ότι ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε 100% σίγουροι για το νερό της βρύσης, και αυτό αλλάζει από χώρα σε χώρα, αλλά ούτε και το εμφιαλωμένο νερό είναι πάντοτε κατάλληλο για κατανάλωση. Ειδικά επειδή μπορεί να επηρεαστεί και από την αποσύνθεση του ίδιου του μπουκαλιού – αν αφεθεί στον ήλιο, για παράδειγμα. Καλό είναι να κάνουμε μια έρευνα για το πόσιμο νερό της περιοχής μας. Εδώ στην Καλιφόρνια υπάρχουν ανησυχίες για βαρέα μέταλλα, οπότε πήρα κανάτα με φίλτρο και φίλτρο για τη βρύση μου. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι το τι περνάει μέσα από τις αποχετεύσεις μας. Προσπαθώ λοιπόν να χρησιμοποιώ σαπούνια, απορρυπαντικά και καλλυντικά, τα οποία να είναι όσο γίνεται πιο «καθαρά» και φιλικά προς το περιβάλλον. Φυσικά, η μεγαλύτερη ρύπανση προέρχεται από τις βιομηχανίες και η δράση τους θα πρέπει να ρυθμιστεί αυστηρά από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, ωστόσο μπορεί ο καθένας μας υιοθετώντας απλές συμπεριφορές να συνεισφέρει όσο μπορεί».