Είναι ένα φυσικό «προνόμιο» αποκλειστικώς γένους θηλυκού η ικανότητα κυοφορίας μιας νέας ζωής. Εννέα μήνες (στην ιδανική περίπτωση), στους οποίους λαμβάνουν χώρα κοσμογονικές αλλαγές μέσα στο γυναικείο σώμα το οποίο φιλοξενεί εντός του ένα άλλο ξένο «σώμα», το έμβρυο, και παρ’ όλα αυτά καταφέρνει να συνυπάρξει μαζί του και να του δώσει όλα τα εφόδια ώστε να είναι σε θέση να αντεπεξέλθει μόνο του στις απαιτήσεις του νέου κόσμου που ανοίγεται μπροστά του.

Μια συνύπαρξη (δυστυχώς όχι πάντα αγαστή) που συνεχίζει να κρύβει ακόμη για τους επιστήμονες μυστήρια με αποτέλεσμα η κύηση να αποτελεί ένα από τα πιο «καυτά» ερευνητικά πεδία. Η ερευνητική παραγωγή που «γεννήθηκε» το τελευταίο διάστημα είναι άκρως πλούσια και το ΒΗΜΑ-Science σταχυολογεί σήμερα σημαντικές μελέτες που φωτίζουν πτυχές μιας φάσης της ζωής της γυναίκας που είναι καθ’ όλα μοναδική.

Το «λαίμαργο» (πατρικό) γονίδιο των εμβρύων

Τα παιδιά πριν ακόμη γεννηθούν βρίσκουν τον τρόπο ώστε να… ελέγχουν τη μητέρα τους. Για την ακρίβεια, όπως έδειξε νέα μελέτη ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και το Ιατρικό Συμβούλιο Ερευνας της Βρετανίας (MRC) η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Cell Metabolism», χρησιμοποιούν ένα «λαίμαργο» γονίδιο που έχουν κληρονομήσει από τον πατέρα τους προκειμένου να… πάρουν τα ηνία του μεταβολισμού της εγκύου. Για ποιον λόγο; Για να τους παρέχει τα καλύτερα δυνατά… γεύματα, με όσο περισσότερα θρεπτικά συστατικά μπορεί κατά τη διάρκεια της κύησης.

Η έγκυος και το έμβρυό της βρίσκονται σε έναν… διατροφικό πόλεμο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Το σώμα της μητέρας θέλει να επιβιώσει το μωρό της ωστόσο προσπαθεί επίσης να διατηρήσει όσο περισσότερη γλυκόζη και λιπαρά μπορεί για να διαφυλάξει τη δική του υγεία – για να είναι ικανό να φέρει εις πέρας τον τοκετό, να θηλάσει μετά από αυτόν αλλά και να φέρει στον κόσμο και άλλα μωρά στο μέλλον. Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στον πλακούντα – ένα ζωτικής σημασίας όργανο που αναπτύσσεται μαζί με το έμβρυο και το υποστηρίζει έως ότου «γεννηθεί» μαζί του. Μελέτησαν έγκυα ποντίκια και τροποποίησαν στον πλακούντα τους κύτταρα σήμανσης τα οποία δίνουν εντολή στο σώμα της μητέρας να μεταφέρει θρεπτικά συστατικά στο αναπτυσσόμενο έμβρυό της.

Οπως είδαν για πρώτη φορά, ένα γονίδιο που ονομάζεται Igf2 και το οποίο κληρονομεί το έμβρυο από τον πατέρα, είναι εκείνο που κατευθύνει τον οργανισμό της μητέρας στο να παρέχει περισσότερα θρεπτικά συστατικά στη ζωή που αναπτύσσεται μέσα της. Ο δρ Μιγκέλ Κοντσάνσια, ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεταβολικής Επιστήμης του MRC, εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης, σημείωσε ότι «τα γονίδια που ελέγχονται από τον πατέρα είναι “λαίμαργα” και εγωιστικά και τείνουν να “χειραγωγούν” τα μητρικά αποθέματα προς όφελος του εμβρύου, ώστε να αναπτυχθεί όσο περισσότερο γίνεται. Παρότι η εγκυμοσύνη είναι μια κατάσταση σε μεγάλο βαθμό “συνεργατική”, την ίδια στιγμή αποτελεί μια μεγάλη αρένα μάχης μεταξύ της μητέρας και του μωρού της, στην οποία ρόλους-κλειδιά φαίνεται να παίζουν τα εντυπωμένα γονίδια (σ.σ.: imprinted genes – πρόκειται για έναν μικρό αριθμό γονιδίων στα οποία μόνο το αντίγραφο που κληρονομείται από τον έναν γονέα εκφράζεται ενώ δεν εκφράζεται το αντίγραφο του άλλου γονέα) και ο πλακούντας».

Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι η αποσιώπηση του εντυπωμένου γονιδίου Igf2 στα κύτταρα σήμανσης του πλακούντα επηρεάζει την παραγωγή ορμονών που συνδέονται με τον τρόπο που το πάγκρεας της μητέρας παράγει ινσουλίνη ενώ επιδρά επίσης και στον τρόπο λειτουργίας του ήπατος και άλλων μεταβολικών οργάνων της. «Ανακαλύψαμε ότι το Igf2 ελέγχει τις ορμόνες που είναι υπεύθυνες για τη μείωση της ευαισθησίας της εγκύου στην ινσουλίνη. Αυτό σημαίνει ότι οι ιστοί της εγκύου δεν απορροφούν τη γλυκόζη ώστε να υπάρχουν περισσότερα θρεπτικά συστατικά στην κυκλοφορία του αίματός της και να μεταφέρονται στο έμβρυό της» γράφουν οι ερευνητές και καταλήγουν επισημαίνοντας ότι τα νέα ευρήματα αποδεικνύουν πόσο σημαντική για τη μακροπρόθεσμη υγεία του παιδιού είναι η… διατροφή του ήδη από τη μήτρα καθώς και πόσο καταλυτικό ρόλο παίζει ο πλακούντας σε αυτή τη διαδικασία. Η μελέτη ανοίγει τον δρόμο για την ανάπτυξη νέων στρατηγικών που θα επικεντρώνονται στον πλακούντα με στόχο την καλύτερη υγεία των εγκύων και των εμβρύων τους.

Πώς το ανοσοποιητικό σύστημα «γεννά»… μητέρες

Οι αλλαγές του ανοσοποιητικού συστήματος που υφίσταται το σώμα της εγκύου – και οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου να προστατευθεί το έμβρυο που κυοφορεί – αποδεικνύεται ότι… επεκτείνονται και στον εγκέφαλό της, όπου καταγράφεται μείωση ανοσοκυττάρων σε προχωρημένο στάδιο της εγκυμοσύνης και τελικά «γέννηση» της μητρικής συμπεριφοράς. Αυτό έδειξε μια άκρως ενδιαφέρουσα πρόσφατη μελέτη σε αρουραίους που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Νeuropsychopharmacology» από ερευνητές του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο.

Οι ερευνητές διεξήγαγαν ένα πρωτότυπο πείραμα. Προκάλεσαν σε ενήλικους θηλυκούς αρουραίους οι οποίοι δεν είχαν γεννήσει ποτέ (και ως εκ τούτου δεν ήθελαν να βρίσκονται κοντά σε μικρά) σημαντική μείωση του αριθμού ενός τύπου ανοσοκυττάρων που ονομάζονται κύτταρα της μικρογλοίας μέσω της χορήγησης ενός φαρμάκου. Και όπως είδαν, η μείωση (της τάξεως του 75%) αυτού του πληθυσμού κυττάρων έκανε τα θηλυκά που δεν είχαν κυοφορήσει να νιώσουν… μανούλες και να αρχίσουν να φροντίζουν τα νεογέννητα που τοποθετήθηκαν στο κλουβί τους. Τα κύτταρα της μικρογλοίας είναι γνωστό ότι δρουν προστατευτικά σε περιπτώσεις τραυματισμών και νόσων του εγκεφάλου ενώ δρουν υποστηρικτικά και στην εγκεφαλική ανάπτυξη. Τα νέα ευρήματα όμως δείχνουν ότι επιτελούν και ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό, έργο στον ενήλικο εγκέφαλο. Δείχνουν επίσης ότι η μητρική συμπεριφορά δεν είναι απόρροια μόνο ορμονικών αλλαγών, όπως πιστευόταν ως σήμερα.

«Ο συμβατικός τρόπος σκέψης σε ό,τι αφορά τη μητρότητα είναι ότι οι ορμόνες είναι εκείνες που καθοδηγούν τη μητρική συμπεριφορά. Τα νέα ευρήματα όμως καταδεικνύουν πόσο σημαντικές είναι οι ανοσολογικές αλλαγές σε ό,τι αφορά τη μητρική φροντίδα. Πρόκειται για στοιχεία τα οποία δείχνουν τον ρόλο του ανοσοποιητικού συστήματος του εγκεφάλου πριν και μετά την εγκυμοσύνη και τα οποία αλλάζουν το πεδίο» ανέφερε η Μπενεντέτα Λιούνερ, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο, η οποία ήταν εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης.

Οι ανοσολογικές αλλαγές φάνηκε να έχουν επίδραση και στο νευρικό σύστημα. Παρατηρήθηκε αυξημένη νευρική δραστηριότητα στον προμετωπιαίο φλοιό που εμπλέκεται στις εκτελεστικές λειτουργίες – ικανότητα κατάκτησης στόχων, ικανότητα αυτοελέγχου – οι οποίες είναι σημαντικές ώστε μια μητέρα να φέρνει σε πέρας το (παν)δύσκολο, εκτός από πανέμορφο, έργο της φροντίδας του μωρού της.

Το άτμισμα βλάπτει σοβαρά την εμβρυϊκή ανάπτυξη

Εχει γίνει άκρως δημοφιλές τα τελευταία χρόνια, ακόμη και σε εγκύους οι οποίες λόγω της εξάρτησής τους από τη νικοτίνη αναζητούν τρόπους να τη λαμβάνουν ακόμη και κατά τη διάρκεια της κύησης. Ο λόγος για το άτμισμα, το οποίο συχνά παρουσιάζεται ως ασφαλέστερη επιλογή σε σχέση με το κάπνισμα. Ωστόσο, σύμφωνα με μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Developmental Biology», το άτμισμα κατά την κύηση δεν φαίνεται να είναι ασφαλέστερο από το τσιγάρο καθώς παρεμβαίνει στην ανάπτυξη του σκελετού αλλά και των πνευμόνων του εμβρύου. «Ολοένα και περισσότερες έγκυοι που κάπνιζαν πριν από την εγκυμοσύνη στρέφονται στο άτμισμα. Ωστόσο η νικοτίνη παρεμβαίνει στην εμβρυϊκή ανάπτυξη, γεγονός που μαρτυρεί ότι το άτμισμα νικοτίνης είναι πιθανώς επιβαρυντικό για το έμβρυο» ανέφερε η Εμιλι Μπέιτς, αναπληρώτρια καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κολοράντο και εξήγησε ότι «η νικοτίνη διαπερνά τον πλακούντα και εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος του εμβρύου όπου συσσωρεύεται και φθάνει σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα που υπάρχουν στο πλάσμα του αίματος της μητέρας. Αυτό επηρεάζει την ανάπτυξη πολλών οργάνων και συστημάτων του εμβρύου».

Διεξάγοντας μάλιστα πειράματα σε μοντέλα ζώων, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ακόμη και χαμηλά επίπεδα νικοτίνης σε e-τσιγάρα έχουν αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη του εμβρύου. «Τα έμβρυα που εκτέθηκαν στο πλαίσιο του πειράματος σε άτμισμα είχαν μικρότερα οστά. Επιπροσθέτως ανακαλύψαμε ότι η νικοτίνη επιδρά στο ποια γονίδια τίθενται σε λειτουργία στους πνεύμονες του εμβρύου» σημείωσε η δρ Μπέιτς. Κλείνοντας η καθηγήτρια είπε ότι ελπίζει πως αυτή η μελέτη θα χτυπήσει «καμπανάκι» στις γυναίκες που επιθυμούν να γίνουν μητέρες σχετικά με τη λήψη νικοτίνης σε οποιαδήποτε μορφή. «Η δημοφιλία του ατμίσματος ιδιαιτέρως στις νεαρές ηλικίες, η εθιστική φύση της νικοτίνης καθώς και η άγνοια κινδύνου πολλών γυναικών μαρτυρούν ότι το άτμισμα κατά την εγκυμοσύνη πιθανότατα θα αυξηθεί στο μέλλον. Η νέα γνώση σχετικά με την επίδραση των ηλεκτρονικών τσιγάρων είναι ζωτικής σημασίας ώστε να μεταφέρονται σωστά μηνύματα για τη δημόσια υγεία».

Η εξωσωματική φέρνει και… φυσική σύλληψη

Οι γυναίκες που στις μέρες μας χρειάζονται θεραπείες για αντιμετώπιση της υπογονιμότητας συνεχώς αυξάνονται και η εξωσωματική γονιμοποίηση αποτελεί πλέον τον «πελαργό» που χαρίζει τη μητρότητα σε ουκ ολίγες εξ αυτών.

Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Human Reproduction» είναι η πρώτη που δείχνει ότι περίπου το 20% των γυναικών που υποβάλλονται σε θεραπείες ενάντια στην υπογονιμότητα προκειμένου να αποκτήσουν το πρώτο τους παιδί, βλέπουν τη δεύτερη φορά τον… πελαργό να έρχεται χωρίς κανέναν κόπο, αφού συλλαμβάνουν με φυσικό τρόπο. Οι ερευνητές του University College του Λονδίνου στους οποίους ανήκει η μελέτη ανέλυσαν δεδομένα από 11 προηγούμενες έρευνες που περιελάμβαναν πάνω από 5.000 γυναίκες παγκοσμίως για την περίοδο 1980-2021. Είδαν ότι τουλάχιστον μία στις πέντε γυναίκες συνέλαβε με φυσικό τρόπο αφού προηγουμένως έφερε στον κόσμο παιδί μετά από υποβολή σε θεραπείες για την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας – κατά κύριο λόγο η φυσική σύλληψη έγινε μέσα στην τριετία από την υποβολή στη θεραπεία.

Οπως ανέφερε η κύρια συγγραφέας της μελέτης δρ Ανέτ Θουέιτς από το Ινστιτούτο EGA για τη Γυναικεία Υγεία του UCL, «τα ευρήματά μας μαρτυρούν ότι η κύηση με φυσική σύλληψη μετά από την απόκτηση παιδιού μέσω της IVF δεν είναι καθόλου σπάνια. Και αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη περί του αντιθέτου». Προκειμένου να αναλυθούν τώρα οι παράγοντες που καθιστούν αρκετά συχνή τη φυσική σύλληψη μετά την IVF οι ερευνητές του UCL ζητούν ευρύτερες μελέτες. Ελπίζουν ότι όλη αυτή η έρευνα θα βοηθήσει στην καλύτερη συμβουλευτική των ζευγαριών προκειμένου να γνωρίζουν όλες τις εναλλακτικές.

Η ατμοσφαιρική ρύπανση «εγκυμονεί» ιογενείς νόσους

Η περίοδος της κύησης «εγκυμονεί» αύξηση του κινδύνου για σοβαρές λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος από πλήθος ιών όπως ο ιός της γρίπης τύπου Α, ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV) αλλά και ο κορωνοϊός SARS-CoV-2. Οι έγκυοι προσβάλλονται μάλιστα πολύ πιο εύκολα από γρίπη και αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη από 10πλάσια αύξηση του κινδύνου για νοσηλεία σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό. Μια νέα μελέτη που διεξήχθη από ειδικούς της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου A&M στο Τέξας με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Περιβαλλοντικής και Εργασιακής Υγείας Νάταλι Τζόνσον και η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Particle and Fibre Toxicology» έδειξε ότι κύρια «ένοχη» για την αύξηση του κινδύνου αναπνευστικών λοιμώξεων στις εγκύους είναι η έκθεσή τους στα επιβλαβή αιωρούμενα μικροσωματίδια της ατμόσφαιρας.

Η δρ Τζόνσον και οι συνεργάτες της ανέφεραν ότι υπάρχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά της φυσιολογίας των εγκύων που εξηγούν την τάση τους για αναπνευστικές λοιμώξεις. Μεταξύ αυτών είναι η αυξημένη καρδιακή λειτουργία και ο μειωμένος αναπνεόμενος όγκος (δηλαδή ο όγκος αέρα που εισπνέεται και εκπνέεται σε κάθε αναπνευστικό κύκλο) καθώς και ανοσολογικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στον γυναικείο οργανισμό. Η ερευνητική ομάδα τονίζει επίσης ότι σημαντική «πληγή» που οδηγεί σε αύξηση των αναπνευστικών λοιμώξεων στις εγκύους είναι το ότι τα ποσοστά εμβολιασμού για τη γρίπη σε αυτές είναι κάτω από 50% παρότι έχει αποδειχθεί ότι το εμβόλιο της γρίπης είναι ασφαλές και για τις εγκυμονούσες.

Και έτσι τελικώς η ατμοσφαιρική ρύπανση, η οποία είναι υπαίτια για έναν στους εννέα θανάτους παγκοσμίως προκαλώντας πρόωρο θάνατο 7 εκατομμυρίων ατόμων ετησίως, βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να επιτελέσει το καταστρεπτικό έργο της στην υγεία των εγκύων. «Η ατμοσφαιρική ρύπανση αποτελεί επίμονο και εκτεταμένο ζήτημα για την υγεία. Απαιτούνται στρατηγικές για την προστασία των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού όπως οι έγκυοι» τόνισε η δρ Τζόνσον και διευκρίνισε ότι τέτοιες στρατηγικές μπορεί να περιλαμβάνουν έμφαση στον αντιγριπικό εμβολιασμό των εγκύων, ειδικά όσων ζουν σε μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και λήψη προληπτικών μέτρων ώστε να μειώνεται η έκθεσή τους σε επικίνδυνους ατμοσφαιρικούς ρύπους.