Σε μια προσπάθεια ανάλυσης και αξιολόγησης των δημοσκοπικών απωλειών της ΝΔ έχουν αποδυθεί το Μέγαρο Μαξίμου και το κεντρικό κομματικό επιτελείο στην οδό Πειραιώς, με προφανή στόχο να καταστρωθεί μια κατά το δυνατόν ρεαλιστική τακτική «μαζέματος» των διαρροών, εν όψει ευρωεκλογών.

Κοινή διαπίστωση από τη μελέτη των τάσεων της περιόδου και εν αναμονή της δημοσιοποίησης των ερευνών οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη είναι, αφενός, ότι η ΝΔ παρουσιάζει μια έστω μικρή αλλά σταθερή «αιμορραγία» από δημοσκόπηση σε δημοσκόπηση και, αφετέρου, ότι αυτή οφείλεται στην αποσυσπείρωση της εκλογικής της βάσης, ιδίως σε μια ομάδα πολιτών όπου παραδοσιακά κυριαρχούσε.

Διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών, ένταση με την Εκκλησία, πολυδιάστατη έξαρση της βίας, έλλειμμα ασφάλειας και μη καταβολή δώρου Πάσχα στους συνταξιούχους έχουν προκαλέσει δυσαρέσκεια

Ξεθωριάζει το ισχυρό χαρτί

Κατά την πρώτη παρατήρηση των ερευνών, οι οποίες συμπεριέλαβαν και τα ζητήματα στα οποία προσφάτως δοκιμάστηκε η κυβέρνηση, με κυριότερο τον γάμο των ομοφύλων και την πολιτική του διαχείριση, έμπειροι αναλυτές επιβεβαιώνουν μια γενική αίσθηση, η οποία διαπιστώνεται σε στενότερο ή ευρύτερο κοινωνικό πεδίο: ότι οι ψηφοφόροι μεγαλύτερων ηλικιακών ομάδων (γενιές τα μέλη των οποίων έχουν κατηγοριοποιηθεί ως boomers για τις ηλικίες 60 έως 80 ετών και silents για τους άνω των 80 ετών), στις οποίες υπερίσχυσε κατά κράτος η ΝΔ στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, εμφανίζουν τάσεις αποστασιοποίησης, η οποία μετριέται στις έρευνες των ημερών, των οποίων τα αποτελέσματα αναμένεται να δημοσιοποιηθούν σύντομα.  Το στοιχείο αυτό ερμηνεύεται εκ των πραγμάτων και από μία άλλη παράμετρο.

Είναι το γεγονός ότι οι μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, και ειδικότερα η συντριπτική πλειονότητα των συνταξιούχων, είναι εκείνες που πλήττονται κατά μείζονα λόγο από την ακρίβεια, δίχως να έχουν κάποια βάσιμη προσδοκία ουσιαστικής διεξόδου. Το γεγονός δε ότι στη συγκεκριμένη συγκυρία ανακοινώθηκε πως λόγω δημοσιονομικής στενότητας δεν θα υπάρξει επίδομα Πάσχα, προστίθεται στις επιβαρυντικές παραμέτρους των αρνητικών διαθέσεων της συγκεκριμένης ομάδας πολιτών έναντι της κυβέρνησης. Υπενθυμίζεται ότι στην ηλικιακή ομάδα άνω των 65 ετών η ΝΔ συγκέντρωσε ποσοστό 52,5% στις εκλογές του Ιουνίου 2023, έναντι 17,9% του ΣΥΡΙΖΑ και 14,6% του ΠαΣοΚ.

ΤΑ ΠΟΣΟΣΤΑ ΤΗΣ ΝΔ ΣΤΙΣ ΕΠΙΜΑΧΕΣ ΓΕΝΙΕΣ


Οι ψηφοφόροι άνω των 65 ετών

Οπως εκτιμούν δημοσκόποι, οι απώλειες αυτές έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχάς, ότι έως και σήμερα δεν συγκαταλέγονται στις σημαντικές εκλογικές δεξαμενές των κομμάτων της Ακρας Δεξιάς. Οπως τονίζεται, στην παρούσα συγκυρία οι ψηφοφόροι άνω των 65 ετών φαίνεται ότι τροφοδοτούν πρωτίστως την αποχή και δευτερευόντως κόμματα όπως η Ελληνική Λύση, η οποία φαίνεται ότι ενισχύεται από εισροές προερχόμενες σχεδόν από όλο το πολιτικό φάσμα.

Σε συνδυασμό με αυτές τις εκτιμήσεις και διαπιστώσεις, υπογραμμίζεται ένα στοιχείο στο οποίο θα πρέπει να εστιαστεί η προσοχή εν όψει ευρωεκλογών. Οτι οι μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες είναι ή ήταν έως τώρα οι συνεπέστερες ως προς την προσέλευσή τους στις κάλπες. «Αν δεν ψηφίσουν και αυτοί, ποιοι θα ψηφίσουν;» αναφέρει χαρακτηριστικά έμπειρος πολιτικός και εκλογικός αναλυτής.

Διευρύνοντας τη συζήτηση ως προς τις παραμέτρους οι οποίες επηρεάζουν τις δημοσκοπικές τάσεις της περιόδου, η ίδια πηγή εξηγεί ότι κατά το διάστημα των τελευταίων μηνών έχει διαμορφωθεί η αίσθηση ότι η ΝΔ και η κυβέρνηση παράγουν, είτε με δική τους υπαιτιότητα είτε διά της αδράνειας, πολλές αρνητικές ειδήσεις (διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών, ένταση με την Εκκλησία, πολυδιάστατη έξαρση της βίας, έλλειμμα ασφάλειας κ.λπ.), δίχως ικανά ή αποτελεσματικά θετικά αντισταθμίσματα.

Τα νέα στοιχεία στις δημοσκοπήσεις

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι προσεχείς δημοσκοπήσεις αναμένονται με αυξημένο ενδιαφέρον, για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι απώλειες της κυβέρνησης είναι προσωρινές ή αναστρέψιμες και σε ποια έκταση. Και επιπλέον, επειδή στις νέες έρευνες θα περιλαμβάνονται και οι μετρήσεις για τα δύο νέα κόμματα, τον Κόσμο του Πέτρου Κόκκαλη και τους Δημοκράτες του Ανδρέα Λοβέρδου. Εν όψει αυτών, επισημαίνονται κάποια στοιχεία και διαπιστώσεις από προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις για την Ευρωβουλή.

Το 2019, σε αντίστοιχη χρονική απόσταση από την ημερομηνία των ευρωεκλογών, οι δημοσκοπήσεις εμφάνιζαν την Ακρα Δεξιά, με τον μανδύα της Χρυσής Αυγής τότε, με τάση κοντά στο 7% και άλλα κόμματα, όπως η Ελληνική Λύση, με ασθενική δυναμική (κάτω του 2%) ή το ΜέΡΑ25, να φτάνει οριακά το 1%.

Τα πραγματικά εκλογικά αποτελέσματα ήταν εντελώς διαφορετικά, με το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου σημαντικά ενισχυμένο στη σφαίρα του 4% και το κόμμα του Γιάνη Βαρουφάκη να πιάνει το 2,99% και να χάνει την είσοδο στην Ευρωβουλή για λίγες δεκάδες ψήφους.

Η κρίσιμη ρευστότητα στα «χαμηλά»

Αυτά τονίζονται από τους αναλυτές, για δύο λόγους. Αφενός, προκειμένου να καταδειχθεί ότι, με χρονική απόσταση σχεδόν τριών μηνών από την ευρωκάλπη, το στοιχείο της ρευστότητας είναι πολύ έντονο στα «χαμηλά» των δημοσκοπήσεων και, αφετέρου, επειδή η τελική διαμόρφωση των ποσοστών στο όριο του 3% έχει πολλαπλή σημασία.

Είτε επειδή διαμορφώνει μια συνολική εικόνα πολυδιάσπασης και κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης είτε επειδή ανάλογα με το συνολικό ποσοστό το οποίο θα μείνει εκτός Ευρωβουλής μοιράζονται και οι έδρες μεταξύ των κομμάτων τα οποία θα υπερβούν το όριο. Μία από τις κρίσιμες επισημάνσεις πολιτικών και εκλογικών αναλυτών και δημοσκόπων είναι ότι υπό αυτές τις συνθήκες τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί πως έχει «τελεσιδικήσει» εν όψει ευρωεκλογών.

Επιπροσθέτως, ότι, επειδή οι τάσεις διαμαρτυρίας και αντίδρασης δεν έχουν σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά και αίτια, παρατηρούνται εύκολες μετακινήσεις ψηφοφόρων μεταξύ των δήθεν αντισυστημικών κομμάτων.

Με αυτή την έννοια, έως και το τελευταίο διάστημα πριν από τις ευρωεκλογές θα είναι δύσκολο να διαμορφωθεί μια σαφής εικόνα και δεν αποκλείεται, κατά μια περίεργη αντιστοίχιση με το 2019, π.χ., η σημερινή σημαντική ενίσχυση της Ελληνικής Λύσης ενδεχομένως να ψαλιδιστεί λόγω μετακινήσεων προς τη Νίκη, υπό το πρίσμα και της στάσης της Εκκλησίας, στον βαθμό που επηρεάζει κάποιες συγκεκριμένες ομάδες ψηφοφόρων.