Ένα γωνιώδες, «βυζαντινό» πρόσωπο. Και ένα χαμογελαστό, αλλά αδιάψευστα σκοτεινό βλέμμα.

Το πρόσωπο του φερόμενου ως δολοφόνου της 41χρονης Γεωργίας, που ήταν ταυτόχρονα και σύντροφός της, καθώς και πατέρας του κυοφορούμενου παιδιού της, μας απευθύνεται με ένα αινιγματικό υπομειδίαμα στις φωτογραφίες που εδώ και μερικές μέρες προβάλλονται επαναληπτικά σε δελτία ειδήσεων και διαδικτυακά ρεπορτάζ. Πρόκειται για τον 39χρονο Θεσσαλονικιό, ο οποίος κατηγορείται ότι, μαζί με έναν συνεργό, κατέληξε να σκοτώσει με αιμοσταγή τρόπο τη σύντροφό του, στην προσπάθειά του να της αποσπάσει ένα χρηματικό ποσό. Διαπράττοντας έτσι την πρώτη γυναικοκτονία του 2024. Είναι εκείνος που την αναζητούσε εδώ και μέρες, υποδυόμενος, σε συνεντεύξεις και δηλώσεις προς τα τηλεοπτικά κανάλια, τον ανήσυχο για την υποτιθέμενη εξαφάνισή της, αυτή που ο ίδιος φέρεται να είχε μεθοδεύσει, βεβηλώνοντας επιπλέον και τη μνήμη της.

Καθώς οι μέρες περνούν, αναδύονται μαρτυρίες συγγενικών και φιλικών του προσώπων, όπου γίνεται λόγος για μια καθ’ έξη βίαιη προσωπικότητα, με ξυλοδαρμούς και σωματικές βλάβες σε βάρος γυναικών που πέρασαν απ’ τη ζωή του, πράξεις που είχαν μεν καταγγελθεί, αλλά ποτέ δεν οδήγησαν σε αλλαγή συμπεριφοράς. Την ίδια στιγμή, μιας και πια τίποτα δεν μένει για πολύ κρυφό υπό τον ήλιο του Ίντερνετ, αποκαλύπτονται δεκάδες πρόσφατες και παλιότερες αναρτήσεις του στα κοινωνικά δίκτυα, με περιεχόμενο θρησκόληπτου, ακροδεξιού και ρατσιστικού χαρακτήρα, κατά των εμβολίων, κατά της παγκοσμιοποίησης, κατά των ξένων. Δηλώσεις ακραίας προκατάληψης και μίσους.

Ο πειρασμός να «δέσουμε» όλα αυτά τα στοιχεία σ’ ένα ενιαίο, συνεκτικό προφίλ, είναι πολύ μεγάλος. Από τότε που ο όρος «γυναικοκτονία» άρχισε να κυκλοφορεί στην ελληνική δημόσια σφαίρα, εδώ και τέσσερα-πέντε χρόνια, υπάρχει ένα μέρος της κοινής γνώμης που τον αρνείται με φανατισμό. Είναι το πληθυσμιακό εκείνο κομμάτι (κατά βάση ανδρικού φύλου, αλλά όχι αποκλειστικά) που καλύπτει τη λεγόμενη παραδοσιακή, βαθιά συντηρητική σκέψη, η οποία το τελευταίο διάστημα δείχνει να απειλείται από τον νέο φεμινισμό, από το κίνημα του «Me Too», αλλά και από τις καινούργιες σεξουαλικές ταυτότητες και τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα. Σε διαδικτυακά fora και χώρους σχολίων ανταλλάσσονται επιθετικές, έως και υβριστικές προς την αντίπαλη ιδεολογία απόψεις, που μιλούν για συνωμοσία κατά των ανδρών, για «μίσανδρες» τοποθετήσεις υποκινούμενες από τη «Νέα Τάξη Πραγμάτων» και τους αποκαλούμενους «παγκοσμιοποιητές» (νεόκοπος όρος-πασπαρτού, σχεδιασμένος να καλύπτει περίπου τα πάντα, αντίστοιχος των παλιών «μασόνων» ή «εβραιοσιωνιστών»). Το ίδιο μοιάζει να συμβαίνει σχεδόν σε κάθε άλλη χώρα της Δύσης, με πρωτεργάτες τους λεγόμενους «incels» της αγγλοσαξονικής επικράτειας, τους «οργισμένους νέους άνδρες» που βλέπουν τις γυναίκες ως αντικείμενα για την προσωπική τους απόλαυση και που εξανίστανται βίαια όταν αυτές αρνούνται να υπαχθούν σε μια τέτοια λογική. Πρόκειται για εκείνους που, σε κάθε προσπάθεια να γίνει λόγος για το πρωταρχικό γυναικείο δικαίωμα της συναίνεσης ως θεμέλιο λίθο για μια ισότιμη ύπαρξη στην κοινωνία, αφενός αντιπαραθέτουν ένα εξιδανικευμένο χθες, όπου οι γυναίκες «γνώριζαν τη θέση τους» και οι οικογένειες λειτουργούσαν «δίχως διαζύγια, υπογεννητικότητα και γκέι ξεδιαντροπιά», αφετέρου μιλούν για τους «κινδύνους του Ισλάμ», το οποίο, χωρίς περιττούς δικαιωματισμούς και άλλα παρόμοια, αναμένεται σύντομα να υποδουλώσει την παρηκμασμένη Δύση, τη Δύση που βουλιάζει στην τρυφηλότητα και στις «γυναικωτές ευαισθησίες». Είναι απόψεις τις οποίες αναμφίβολα και ο πρωταγωνιστής του τελευταίου φονικού δράματος θα συνυπέγραφε ασμένως.

Ωστόσο δεν θα υποκύψω στον πειρασμό μιας συνεκτικής ερμηνείας. Όσο κι αν νιώθω ότι θα ήμουν δικαιολογημένος να το κάνω. Και τούτο επειδή πιστεύω ότι η ζωή είναι πάντα πιο πολύπλοκη, πιο πολύμορφη από τη δυνατότητά μας να την ερμηνεύσουμε. Και ότι το αίμα στα χέρια ενός ανθρώπου προέρχεται από βαθύτερες, εσώτερες διαδικασίες, που έχουν να κάνουν με το ιστορικό του στα τρυφερά χρόνια, που αφορούν τη δόμηση του βιολογικού αλλά και του πνευματικού πυρήνα του, με διαδρομές, στο δαιδαλώδες πλέγμα που συνιστά τον εαυτό και το αποτύπωμα των εμπειριών πάνω του, που ίσως κανείς δεν είναι σε θέση (με τα παρόντα εργαλεία της σκέψης μας) να αποκωδικοποιήσει επαρκώς. Γιατί η αφαίρεση της ζωής περιλαμβάνει εκείνη τη «στοιχειακή αποδόμηση» του εγώ και του άλλου, που καμιά ιδεολογική επιλογή, όσο ακραία κι αν είναι, δεν δύναται να εκλογικεύσει. (Και ναι, ο φασισμός αποτελεί μια μαθητεία στην αγριότητα, αλλά υπάρχουν και κάποιοι που δεν τη χρειάζονται καν τη μαθητεία αυτή για να είναι άγριοι.)

Μόνο έναν αστερίσκο έχω να προσθέσω στα παραπάνω: όσοι περιφρονούν τους «δικαιωματιστές» και τα τοιαύτα, καταγγέλλοντάς τους για την αποσάθρωση της κοινωνικής συνοχής, ενώ την ίδια στιγμή φωνάζουν «κρεμάλα» για τους εγκληματούντες, θα έπρεπε ίσως να γνωρίζουν ότι διαπράττουν ένα λογικό σφάλμα. Γιατί η μόνη μέθοδος που διαθέτουμε για να αποτρέπουμε – όσο μπορούμε – τέτοια περιστατικά, είναι να πάρουμε όλοι, ει δυνατόν, «παστίλιες για τον πόνο του άλλου» (τις θυμάστε;). Μόνο η ενσυναίσθηση, η καλλιεργημένη ευαισθησία και το ανοιχτό μυαλό σε εκείνο που δεν συμβαδίζει με τη δική μας θέαση του κόσμου, με λίγα λόγια εκείνη η παλιά, ξεχασμένη λέξη, η μετριοπάθεια – μονάχα αυτή μπορεί να αποκοιμίσει το αγρίμι εντός μας, ή τουλάχιστον να αποπειραθεί κάτι τέτοιο. Αντίθετα, η «αρρενωπή», «κάθετη» και «επιθετική» αντιμετώπιση των κοινωνικών πραγμάτων, είναι εκείνη που μέσα της εκτρέφονται και σχεδόν πάντα επιλέγουν να κρύβονται όσοι διψάνε για αίμα. Και που, ορισμένοι εξ αυτών, ουρλιάζουν για «κρεμάλες» με την πρώτη ευκαιρία.

Ο κ. Ν. Α. Μάντης είναι συγγραφέας.