Ηταν Μάρτιος του 2021, όταν σε ένα (άσχετο) κατεπείγον νομοσχέδιο εισήχθη μία εκπρόθεσμη τροπολογία για τον πλήρη αποκλεισμό της δυνατότητας ενημέρωσης του προσώπου που είχε τεθεί υπό παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας. Η απαγόρευση ενημέρωσης καταλάμβανε και άρσεις του απορρήτου που είχαν λάβει χώρα έως τη δημοσίευση του νόμου. Τότε αντέδρασαν δημοσίως και με παρρησία τρία μέλη της ΑΔΑΕ, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρός της Χρ. Ράμμος. Ο πλήρης αποκλεισμός της δυνατότητας ενημέρωσης προσέκρουε προεχόντως στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).

Οταν, μετέπειτα, ξέσπασε το σκάνδαλο των υποκλοπών, οι φωνές που ανεδείκνυαν τον εντόνως προβληματικό χαρακτήρα της εν λόγω ρύθμισης πολλαπλασιάστηκαν. Η κυβερνητική πλειοψηφία αρχικά υπερασπίστηκε τη ρύθμιση, για να την αλλάξει ωστόσο έναν χρόνο αργότερα. Και πάλι, όμως, θέσπισε μία ακόμη προβληματική ρύθμιση, που δυσχεραίνει σημαντικά την πραγμάτωση της δυνατότητας ενημέρωσης (απαιτώντας παρέλευση τριετίας από τη λήξη της παρακολούθησης και σχετική απόφαση τριμελούς οργάνου, όπου την πλειοψηφία έχουν τα πρόσωπα που επέβαλαν αρχικά το μέτρο).

Το ΣτΕ, με την πρόσφατη απόφαση της Ολομελείας του, δικαίωσε πλήρως όσους είχαν επικρίνει τη ρύθμιση. Σε συμφωνία δε με τις επιταγές του Συντάγματος (άρ. 5Α §1, 19 §1 και 20 §1), της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του Δικαστηρίου της ΕΕ (βλ. και Οδηγία 2002/58) και με αξιέπαινη ενάργεια αποκατέστησε τη δυνατότητα ενημέρωσης του θιγόμενου, εφόσον ασφαλώς δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίον είχε διαταχθεί η άρση του απορρήτου. Ανοιξε, ειδικότερα, τον δρόμο για την ενημέρωση του θιγόμενου – εν προκειμένω του Ν. Ανδρουλάκη – με βάση το προϊσχύσαν καθεστώς. Υπενθύμισε δε ότι η επίμαχη δυνατότητα ενημέρωσης συνιστά απαραίτητο θεσμικό αντίβαρο και δη στο πλαίσιο μιας διαδικασίας, ήτοι εκείνης της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφαλείας, η οποία είναι εξ ορισμού ευεπίφορη σε καταχρήσεις.

Εξίσου σημαντικό είναι ότι το ίδιο το ΣτΕ λειτούργησε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως στέρεο θεσμικό αντίβαρο έναντι ενεργειών ιδίως της νομοθετικής εξουσίας που τραυμάτισαν το κράτος δικαίου.

Πλέον, τα όργανα της Διοίκησης, κατά τη σαφή επιταγή του άρ. 95 § 5 Συντ., οφείλουν, μόλις η απόφαση του ΣτΕ καθαρογραφθεί, να συμμορφωθούν προς αυτήν και ιδίως να γνωστοποιήσουν στον θιγόμενο το αιτιολογικό της επιβολής του μέτρου της παρακολούθησης. Κατά τη διαδικασία αυτή δεν αποκλείεται, βεβαίως, να προκύψουν προσκόμματα, αλλά ο σταθερός προσανατολισμός πρέπει να είναι, σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, η πλήρης και, κατά το δυνατόν, άμεση συμμόρφωση της Διοίκησης, με την έννοια ότι η αρμόδια αρχή (εν προκειμένω, πρωτίστως η ΑΔΑΕ) οφείλει να προβεί σε κάθε ενέργεια αναγκαία για την υλοποίηση του ακυρωτικού αποτελέσματος της απόφασης και δεν δύναται να αδρανήσει επικαλούμενη λόγους που δεν εδράζονται σε συνταγματικές διατάξεις. Η υπόμνηση αυτή μπορεί να αποβεί κρίσιμη.

Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.