Το σκάνδαλο των υποκλοπών στοιχειώνει την κυβέρνηση. Η ψήφιση νομοθετικών ρυθμίσεων προκειμένου να μην αποκαλυφθεί η παράνομη δράση και διασύνδεση της ΕΥΠ και του Predator, καταρρίπτονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Με την απόφαση 465/2024 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφαίνεται ότι η πλήρης απαγόρευση ενημέρωσης του θιγόμενου, η οποία θεσπίστηκε με το άρθρο 87 του νόμου 4790/2021, είναι ανίσχυρη διότι «αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό του απαραβίαστου της επικοινωνίας, που δεν δικαιολογείται στο πλαίσιο της λειτουργίας του κράτους δικαίου».

H ρύθμιση από ότι φαίνεται, διότι δεν έχει δημοσιευθεί η πλήρης απόφαση, κρίθηκε ότι παραβιάζει το Σύνταγμα, τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ενδεχομένως να αφήνει πεδίο να κριθεί και ο επόμενος νόμος 5002/2022, ο οποίος επιτρέπει την ενημέρωση του θιγόμενου προσώπου μετά την παρέλευση τριετίας, εφόσον προσφύγει εναντίον του κάποιος ενδιαφερόμενος.

Η προσφυγή Ανδρουλάκη

Η απόφαση αυτή εξεδόθη έπειτα από προσφυγή του Νίκου Ανδρουλάκη στο ΣτΕ κατά της απόφασης του Προέδρου της Αρχής Διασφάλισης Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΔΑΕ), με την οποία απέρριψε το αίτημα του για ενημέρωση βάσει του συγκεκριμένου νόμου, όταν διαπιστώθηκε η διπλή παρακολούθησή του από την ΕΥΠ και το Predator. Κατόπιν της απόφασης του ΣτΕ το αίτημα του προέδρου του ΠαΣοΚ αναβιώνει και τη Δευτέρα ο Ν. Ανδρουλάκης αναμένεται να επισκεφθεί εκ νέου τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ Χρήστο Ράμμο ζητώντας να μάθει για ποιόν λόγο θεωρήθηκε κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια.

Αρμόδιος να απαντήσει στο ερώτημα αυτό είναι ο εισαγγελέας της ΕΥΠ. Να θυμίσουμε ότι στο ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών πριν τις εκλογές του περασμένου Μαΐου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε κατηγορηματικά ότι «ο κ. Ανδρουλάκης δεν αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και δεν έπρεπε ποτέ να είχε τεθεί υπό παρακολούθηση». Η θέση αυτή δυσχεραίνει τον χειρισμό από τον εισαγγελέα της ΕΥΠ, καθώς δεν μπορεί να αφήσει έκθετη ούτε την υπηρεσία ούτε τον Πρωθυπουργό.

Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ από το βήμα της Βουλής μίλησε για «μια ιστορική μέρα» και για «νίκη του κράτους δικαίου απέναντι στο παρακράτος των υποκλοπών που οργάνωσε το Μέγαρο Μαξίμου». «Η απόφαση του ΣτΕ είναι μια ήττα της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και προσωπικά του πρωθυπουργού, που έφτιαξε έναν αντισυνταγματικό νόμο για να καλύψει το παρακράτος των υποκλοπών», πρόσθεσε. Επιπλέον, στράφηκε και κατά του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος τον είχε χαρακτηρίσει εκβιαζόμενο, λέγοντας «πήρατε και εσείς την απάντησή σας για τα ψέματά σας. Εκκωφαντικά και θεσμικά».

Αναμφίβολα, η απόφαση του ΣτΕ αφήνει ακάλυπτη την κυβέρνηση για τους χειρισμούς της καθώς αποδεικνύεται ότι ενώ επέμενε ότι έκανε τα πάντα για να διορθωθούν οι «αστοχίες ρυθμιστικού χαρακτήρα» που επέτρεψαν στην ΕΥΠ να παρακολουθεί πολιτικά πρόσωπα, δημοσιογράφους, τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων και άλλους ανώτατους αξιωματικούς, από την άλλη μεριά ψήφιζε νόμους που απέτρεπαν την αναζήτηση της αλήθειας.

Η επίμαχη ρύθμιση κατατέθηκε με εκπρόθεσμη τροπολογία σε πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας τον Μάρτιο του 2021, ενώ επτά μήνες νωρίτερα είχε γίνει γνωστή η παρακολούθηση του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, ο οποίος από τον Αύγουστο του 2020 ζητούσε να ενημερωθεί για τους λόγους που παραβιάστηκε το απόρρητο των επικοινωνιών του. Μάλιστα, η ρύθμιση απαγόρευε αναδρομικά στην ΑΔΑΕ να παράσχει οποιαδήποτε ενημέρωση σε όσους παρακολουθούνται με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας ασφάλειας. Όταν διαπιστώθηκε η παρακολούθηση Ανδρουλάκη τον Αύγουστο του 2021 ο νόμος είχε ήδη δέσει τα χέρια της ΑΔΑΕ.

Σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ η αίτηση του Ανδρουλάκη για ενημέρωση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και η υπόθεση να αναπεμφθεί στην ΑΔΑΕ για «νέα, νόμιμη κρίση» σύμφωνα με τον προηγούμενο νόμο 2225/1994, διότι ο επόμενος νόμος (5002/2022) δεν είναι εφαρμοστέος σε ζητήματα που εκκρεμούσαν πριν από την ψήφισή του.

Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο επισημαίνει ότι για τα πολιτικά πρόσωπα προβλέπεται ειδική δημόσια αρχή προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία για την υποβολή αιτήματος για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους και ειδικό όργανο για τη χορήγηση της πρώτης από τις δύο συνολικά άδειες έγκρισης του.

Η κόντρα Μητσοτάκη-Βενιζέλου

Να θυμίσουμε ότι τον Αύγουστο του 2022, ο Πρωθυπουργός δήλωσε σχετικά με την παρακολούθηση Ανδρουλάκη, ότι «όλα έγιναν νόμιμα», αφού η διαδικασία είχε την έγκριση ανώτατης εισαγγελέως. «Η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών υποτίμησε την πολιτική διάσταση της συγκεκριμένης ενέργειας. Ήταν τυπικά επαρκής, όμως μη πολιτικά αποδεκτή», τόνισε.

Σε αυτή τη δήλωση του Πρωθυπουργού αντέδρασε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, επισημαίνοντας σε δήλωσή του ότι οι υποκλοπές συνιστούν αξιόποινη πράξη, και ότι «δεν υπάρχει ούτε στοιχειώδης νομιμοφάνεια όταν παραβιάζεται το απόρρητο επικοινωνιών ευρωβουλευτή, που διαθέτει σε εθνικό επίπεδο τη νομική προστασία του βουλευτή, με επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας».

Πρόσθετε, επιπλέον, «ότι δεν μπορεί να παρακολουθείται βουλευτής ή ευρωβουλευτής και κατά μείζονα λόγο αρχηγός κόμματος για λόγους ¨εθνικής ασφάλειας¨ ενδογενείς ή πολύ περισσότερο ¨εισαγόμενους¨. Τέτοιες δικαιολογίες είναι εξίσου κακές και βλαπτικές με την πράξη καθεαυτήν. Η θέση του Πρωθυπουργού ότι η παρακολούθηση ήταν τυπικά νόμιμη αλλά πολιτικά εσφαλμένη είναι μεγάλων διαστάσεων σφάλμα. Μπορούν άραγε να παρακολουθούνται πολιτικά πρόσωπα, βουλευτές και αρχηγοί κομμάτων, για λόγους ¨εθνικής ασφαλείας¨εάν το σταθμίσει ο εκάστοτε πρωθυπουργός και το εγκρίνει ένας εισαγγελέας εφετών; Όχι βέβαια. Περιμένω ο Πρωθυπουργός να επανέλθει με σχετική διευκρίνιση».

Ο Πρωθυπουργός δεν επανήλθε, ανέλαβε όμως ο τότε υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης να απαντήσει στην παρέμβαση Βενιζέλου. «Για την πλήρη κατανόηση», έγραψε, «επισημαίνω ότι ο κ. Βενιζέλος δεν χαρακτήρισε παράνομη την επισύνδεση επειδή δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία ή επειδή δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι ουσιαστικές προϋποθέσεις εθνικής ασφάλειας. Επικαλέστηκε ότι οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές απαγορεύονται εκ του Συντάγματος γενικά και καθ΄ ολοκληρίαν να παρακολουθούνται για οποιανδήποτε λόγο» και τον έψεγε για «λογικά και ερμηνευτικά σφάλματα» που καθιστούσαν το συμπέρασμά του «μη υποστηρίξιμο» και «εκτός του γράμματος του Συντάγματος».

Στη συνέχεια, ο νόμος 5002/2022 που έφερε προς ψήφιση ο Γεραπετρίτης ενσωμάτωνε την επιχειρηματολογία Βενιζέλου. Αυτό αποτυπώνεται, ενδεχομένως για να τηρηθούν κάποιες ισορροπίες, στην απόφαση του ΣτΕ, η οποία αναφέρει ότι με τον νέο νόμο εισήχθη ένα νομοθετικό καθεστώς που καταλαμβάνει όλη τη διαδικασία και έχει εσωτερική συνοχή.

Η επίσκεψη του προέδρου του ΠαΣοΚ στην ΑΔΑΕ έχει πολιτική και συμβολική αξία, ωστόσο για να κινηθεί η Ανεξάρτητη Αρχή θα πρέπει να δημοσιευτεί η απόφαση του ΣτΕ και να της επιδοθεί. Στη συνέχεια θα μπορεί να ζητήσει από τον εισαγγελέα της ΕΥΠ να της γνωστοποιήσει τους λόγους της παρακολούθησης του Ν. Ανδρουλάκη, εφόσον, όπως προβλέπει ο νόμος που αναβιώνει, δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο στο οποίο θα κριθεί και η νέα πλειοψηφία της ΑΔΑΕ, η οποία επελέγη με τη γνωστή διαδικασία από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με τη συνεργασία της ΝΔ και της Ελληνικής Λύσης, και η κυβέρνηση.