Με όρους θεάματος, η εμφάνιση στους δρόμους ήταν αυτό που θα λέγαμε «παρθενική». Ένα «ντεμπούτο» που πάντως μας έκανε να δούμε πως εκεί έξω υπάρχει κάτι που κινείται και πως από κάτω μπορεί να υπάρχει και κάτι που βράζει.

Κάπως έτσι, και με δεδομένη την ημιθανή συνθήκη της πολιτικής, γεννήθηκε ο νεολογισμός της «κοινωνικής αντιπολίτευσης». Δεν την κατέβασε στον δρόμο ο Ανδρουλάκης ή ο Κασσελάκης, δεν είναι ενιαία, ούτε συγκροτείται στη βάση κοινών αιτημάτων ή ιδεολογικών αναφορών. Είναι όμως οπωσδήποτε κάτι περισσότερο από τις συνηθισμένες «ηχηρές μειοψηφίες» του κομματικού ακτιβισμού ή της επαναστατικής γυμναστικής που εξαντλεί το ρεπερτόριό της στις καταλήψεις. Αυτοί οι αγρότες και αυτοί οι φοιτητές έχουν κι άλλες δουλειές να κάνουν.

Το ερώτημα, κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι εάν αυτή η κοινωνική αντιπολίτευση αποτελεί και τμήμα μιας κοινωνικής πλειοψηφίας που μοιράζεται πλέον τις ίδιες ανησυχίες. Συνήθως βουβής και με τάσεις αποστροφής στους προβολείς του θεάματος. Η οποία πάντως εκφράζεται στις δημοσκοπήσεις και – κυρίως – δίνει τον τελικό λογαριασμό στις κάλπες.

Σε αυτή την κοινωνική πλειοψηφία στηρίχθηκε η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η οποία άρχισε να καταγράφεται ήδη από το 2016, «ντεμπουτάρισε» εκλογικά το 2019, διατηρήθηκε στις μετρήσεις Καταλληλότητας ακόμη και στους ψηφοφόρους του ΠαΣοΚ και επαναβεβαιώθηκε συντριπτικά απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2023. Η πολιτική ηγεμονία Μητσοτάκη, για την οποία ολοφυρόταν τον περασμένο Ιούνιο η αποδεκατισμένη αντιπολίτευση, ήταν προϊόν μιας κοινωνικής αποδοχής, ευρύτερης ακόμη και από τα ποσοστά της ΝΔ. Τον ήθελαν για να «κάνει τη δουλειά», πολλοί και από εκείνους που δεν τον ψήφιζαν.

Αυτό είναι το κοινό που, σύμφωνα με μια σοφά συνοπτική διατύπωση, «βγάζει κυβερνήσεις». Είναι το κοινό όλων των αποχρώσεων του Κέντρου, μετριοπαθές κατά κανόνα και ευμετάβλητο πλέον ως προς τις κομματικές του πεποιθήσεις. Λιγότερο «λαϊκό» από τη δεκαετία του 1980 της αποκατάστασης του «άλλου μισού» της Ελλάδας, της αναζήτησης του «μεγάλου ηγέτη» και της αφοσίωσης στο μεγάλο του «όραμα». Και περισσότερο απαιτητικό.

Αυτή η κοινωνική πλειοψηφία εμφανίζεται σήμερα ως πιο απαιτητική όχι μόνο ως προς τη διαχείριση της καθημερινότητάς της αλλά και ως προς τη λειτουργία των θεσμών. Δεν είναι τόσο η ακρίβεια που πληγώνει την κυβέρνηση – όσα ρεπορτάζ και αν «τρέξουν» για την τιμή της ταραμοσαλάτας. Το πραγματικό πλήγμα στο μαλακό υπογάστριο έρχεται από εκείνο το θηριώδες 80% που θεωρεί ότι «γίνεται προσπάθεια συγκάλυψης» στο δυστύχημα των Τεμπών. Από μια διάχυτη υποψία, στα όρια πολλές φορές της βεβαιότητας, πως το σύστημα εξουσίας και οι θεσμοί του παραμένουν εθισμένα στη λογική των εσωτερικών διευθετήσεων και των ανομολόγητων αλληλοεξυπηρετήσεων. Από τις υποκλοπές και τα Τέμπη έως τα μη κρατικά πανεπιστήμια με τις «γκρίζες ζώνες» και τις λίστες των προσωπικών δεδομένων.

Κάπως έτσι, στο περιβάλλον μιας δυσπιστίας που γενικεύεται, αρχίζει να προβάλλει στο φόντο ένας «κύριος Κανένας». Δεν προσωποποιείται στον Κασσελάκη ή τον Ανδρουλάκη που επιχειρούν να εκφράσουν την κοινωνική πλειοψηφία παραμένοντας μετεξεταστέοι στην ανάγνωσή της. Απειλεί όμως τον Μητσοτάκη, μολονότι ο Πρωθυπουργός εξακολουθεί να εκφράζει ένα μεταρρυθμιστικό ρεύμα, της κοινωνικής πλειοψηφίας και αυτό, που αγκαλιάζει νέες μορφές οικογένειας, θέλει καλύτερα πανεπιστήμια και καλύτερες υπηρεσίες υγείας και μια διαβίωση με στοιχειώδεις όρους ασφάλειας είτε αφορούν την ατομική του προστασία είτε τις δημόσιες μεταφορές του.

Το αίτημα δεν είναι πλέον ιδεολογικό όπως άλλοτε. Είναι απολύτως πρακτικό. Αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα, από το οποίο δεν εξαιρείται η ορθή λειτουργία του κράτους. Ασφαλώς δεν μπορεί να το φέρει κανένας «κύριος Κανένας». Όσο όμως μεγαλώνει το κενό της δυσπιστίας τίποτε δεν αποκλείει την εμφάνισή του. Και ένα «ντεμπούτο» με μια επικίνδυνα νεφελώδη ιδεολογία.