Η εντυπωσιακή επιδρομή της Χαμάς συγκρίνεται με τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, τον Οκτώβριο του 1973, που αποδυνάμωσε σημαντικά το εβραϊκό κράτος, ταρακούνησε την παγκόσμια οικονομία και την ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή και έδωσε το έναυσμα στη Σαουδική Αραβία να επιβάλει εμπάργκο στο πετρέλαιο, πυροδοτώντας μαζική άνοδο των τιμών. Ομως η σύγκριση με την 11η Σεπτεμβρίου είναι πιο ορθή. Οπως ο Μπιν Λάντεν κατάφερε να αποδείξει ότι η Αμερική ήταν γίγαντας με πήλινα πόδια, έτσι και οι ηγέτες της Χαμάς, με την υποστήριξη του Ιράν, έχουν εκθέσει όσο ποτέ άλλοτε την ευθραυστότητα του Ισραήλ.

Το αδιαπέραστο και πανάκριβο φράγμα ασφαλείας παρακάμφθηκε με μεγάλη ευκολία, εκατοντάδες πολίτες και στρατιωτικοί πιάστηκαν όμηροι, λιντσαρίστηκαν και οδηγήθηκαν στις σήραγγες της Γάζας. Οι δρόμοι γέμισαν πτώματα σε ένα τρομακτικό θέαμα χωρίς προηγούμενο, που μεταδόθηκε σε όλον τον κόσμο. Οποια και αν είναι η έκταση της καταστροφής που ήδη υφίσταται ο παλαιστινιακός θύλακας ως αντίποινα, το πλήγμα είναι πρωτοφανές για το Ισραήλ και τις ΗΠΑ.

Λίγα χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η Αλ Κάιντα δεν υπήρχε. Ομως η διεθνής ισορροπία δυνάμεων είχε διαταραχθεί. Η κυριαρχία της αμερικανικής υπερδύναμης κατέρρευσε, ενώ άνοιξε ο δρόμος μιας συγκρουσιακής πολυμέρειας που εκτείνεται σήμερα, δύο δεκαετίες αργότερα, από τον πόλεμο της Ουκρανίας μέχρι την πανταχού παρουσία των BRICS. Οι εικόνες από τις επιδρομές στη Σντερότ και αλλού στο Νότιο Ισραήλ θα μείνουν χαραγμένες ως μια επίθεση αντίστοιχη με εκείνη κατά των Δίδυμων Πύργων.

Η επιδρομή της Χαμάς, αν και σουνιτική δύναμη, κατέστη δυνατή χάρη στη βοήθεια του σιιτικού Ιράν που θέλει πρωτίστως να τορπιλίσει τη σαουδαραβοϊσραηλινή προσέγγιση, η οποία καθοδηγείται από την Ουάσιγκτον στη συνέχεια των «Συμφωνιών του Αβραάμ». Και οι εικόνες καταστροφής από τη Γάζα βάζουν το Ριάντ σε θέση αντιπαράθεσης.

Η κλίμακα της απάντησης του Νετανιάχου, που δηλώνει ότι θα «ανοίξει τις πύλες της κολάσεως» στη Χαμάς, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να επιβιώσει πολιτικά. Στην πραγματικότητα, η ηθική αποσύνθεση του Ισραήλ υπό τον κυβερνητικό του συνασπισμό-όμηρο των πιο εξτρεμιστών υπουργών, οι μαζικές διαδηλώσεις και η πολιτική ανυπακοή πολλών εφέδρων, που αρνήθηκαν να εκπαιδευτούν σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια σε αυτή την πολιτική παρέκκλιση, δημιούργησαν τις συνθήκες της αποδυνάμωσης του Ισραήλ, την οποία εκμεταλλεύτηκε το Ιράν.

Οι παράπλευρες συνέπειες της ισραηλινής απάντησης έχουν ήδη γίνει αισθητές. Το Ριάντ προειδοποίησε το Ισραήλ για τους πιθανούς κινδύνους εξαιτίας της κλιμάκωσης της βίας και των προκλήσεων κατά των ιερών του τόπων, ώστε να αποτρέψει το Ιράν να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του στο παγκόσμιο Ισλάμ. Οσο για την προσέγγιση με το εβραϊκό κράτος, προς μεγάλη αμηχανία του Λευκού Οίκου, ο οποίος τη σχεδίασε για να αντιμετωπίσει την επιθετική πολιτική της Τεχεράνης, αναβάλλεται επ’ αόριστον. Η τελευταία έχει πλησιάσει το Κρεμλίνο, στέλνοντας όπλα στον ρωσικό στρατό εναντίον των ουκρανικών στρατευμάτων.

Αντίθετα, η φιλοπουτινική διπλωματία που ο Νετανιάχου τήρησε όλα τα χρόνια της εξουσίας του ως πολιτική διασφάλιση έναντι του Ιράν, ιδιαίτερα στον εναέριο χώρο της Συρίας, αποδείχθηκε αποτυχημένη. Σήμερα βιώνει έναν από τους σοβαρότερους κινδύνους της ύπαρξής του.

Ο κ. Ζιλ Κεπέλ είναι καθηγητής στη Sciences Po στο Παρίσι, ειδικευμένος στη Μέση Ανατολή. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στη «Le Figaro».