Η τριήμερη συζήτηση στη Βουλή επί της προτάσεως δυσπιστίας του ΠαΣοΚ κατά της κυβέρνησης επιβεβαίωσε μεν τη συνοχή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, αλλά προφανώς δεν παρήγαγε πολιτικό αποτέλεσμα.
Παρά τους υψηλούς τόνους στους οποίους κινήθηκαν αρκετοί εκ των ομιλητών, η συζήτηση αποτέλεσε άλλον έναν κρίκο στη μακρά αλυσίδα των εν ολομέλεια συζητήσεων της Βουλής, όπου τα στρατόπεδα είναι δύο: από τη μια η κυβέρνηση, η εκάστοτε κυβέρνηση, η οποία υπεραμύνεται της πολιτικής της, ιδιαίτερα δε όταν αυτή πάσχει, και από την άλλη η αντιπολίτευση, η οποία επιχειρεί να απομειώσει το όποιο έργο έχει παραγάγει η κυβέρνηση, ακόμη και αν αυτό δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Συνηθισμένα πράγματα, αν δεν υπήρχε το θέμα για το οποίο κατατέθηκε από τον πρόεδρο του ΠαΣοΚ Ν. Ανδρουλάκη η πρόταση δυσπιστίας. Το έγκλημα στα Τέμπη.
Παρατηρώντας από την ικανή απόσταση των τριών ημερών που μεσολαβούν από την ψηφοφορία της Πέμπτης, κατά την οποία απορρίφθηκε η πρόταση του ΠαΣοΚ, είναι αδύνατον να μη σταθεί κανείς στην επιχειρηματολογία της κυβερνητικής υπεράσπισης. Ολα έγιναν τέλεια, όλα λειτουργούσαν άψογα, όλα ήταν απολύτως οργανωμένα, αλλά να, προέκυψε ένα μοιραίο, ανθρώπινο, λάθος, το οποίο τίναξε τα πάντα στον αέρα!
Και αν υπάρχει κάποιου είδους ευθύνη, αυτή ασφαλώς οφείλεται σε ένα συνδυασμό ατυχών εκτιμήσεων και ανεπαίσθητης έντασης παραλείψεων, και όχι σε ανικανότητα, αβελτηρία, παράβλεψη, απαξία, έλλειψη προγραμματισμού, αδυναμία πρόβλεψης και ανάλυσης κινδύνων.
Αναμενόμενη στάση, σε αναμενόμενη επιθετική προσέγγιση από την απέναντι πλευρά. Φυσικά ουδείς περίμενε ότι από την τριήμερη συζήτηση στη Βουλή θα γινόταν σοφότερος για το ποια είναι τα πραγματικά αίτια που οδήγησαν και προκάλεσαν το δυστύχημα του περυσινού Φεβρουαρίου. Οπως κανείς δεν περίμενε κάτι ανάλογο και από την προσφάτως λήξασα Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής.
Χρειαζόταν θάρρος στα όρια του αυτοχειριασμού να αποδεχθεί η κυβέρνηση ευθύνες, αλλά πότε έχει συμβεί αυτό στην Ελλάδα, στον μισό αιώνα της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας; Ειδικά όταν επίκεινται εκλογές, και μάλιστα σε διάστημα λιγότερο των 70 ημερών; Αν εξαιρέσει κανείς εκείνο το περίφημο Mea Culpa του Ανδρέα Παπανδρέου για την ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1987, είναι δύσκολο να βρει κανείς στη διάρκεια των 50 αυτών χρόνων περίπτωση ανάληψης ευθύνης είτε από πρωθυπουργό είτε από κυβέρνηση συνολικά.
Ωστόσο, ακόμη και υπό τις συνθήκες έντασης και ανέξοδων διαξιφισμών κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η συζήτηση επί της προτάσεως μομφής, το πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η κυβέρνηση και προσωπικά ο Κυρ. Μητσοτάκης θα πρέπει να προσπαθήσουν σκληρά για να μη λάβει η υπόθεση των Τεμπών πορεία ανάλογη με εκείνη που είχε το Βατοπαίδι για τον Κ. Καραμανλή.
Οι αντιστοιχίες είναι αναγνωρίσιμες με γυμνό μάτι, και αν η πολιτική, εκτός των άλλων, είναι η τέχνη να αποφεύγεις τα λάθη που έχουν διαπράξει οι προηγούμενοι από εσένα, επιβάλλεται η κυβέρνηση να εξαγάγει τα αναγκαία συμπεράσματα από τη συζήτηση και να προχωρήσει άμεσα σε αλλαγή στρατηγικής.
Βρίσκεται υπό την απειλή μιας διαρκούς επαναφοράς στο προσκήνιο της υπόθεσης και πολλαπλασιασμού των διακριτών ευθυνών που της αναλογούν μεν, αλλά δεν είναι όλες δικές της. Αυτό που της διαφεύγει, και είναι απορίας άξιο πως το παραγνωρίζει, είναι ότι η στάση της, ενοχική αρχικά, φοβική στη συνέχεια, έχει δημιουργήσει την αίσθηση στην κοινωνία ότι τα Τέμπη τής «ανήκουν» αποκλειστικά! Δεν επιμερίζονται σε κανέναν προηγούμενο.
Το Βατοπαίδι που έφθειρε καταλυτικά την κυβέρνηση Κ. Καραμανλή είχε οικονομικό υπόβαθρο και το πολιτικό πρόβλημα εστιαζόταν αποκλειστικά στη διαχείριση. Στα Τέμπη όμως υπάρχουν 57 νεκροί και πολλαπλάσιοι συγγενείς τους που ζητούν δικαίωση γι’ αυτούς. Είναι θέμα βαρύτερο, ηθικά και πολιτικά. Και η διαχείρισή του απαιτεί άλλη προσέγγιση. Διαφορετική, σε όλα. Αν θέλουν να αποφύγουν μια φθορά πολλαπλάσια εκείνης που υπέστη η ΝΔ την περίοδο 2008-2009…