Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Είναι μια συζήτηση που διεξάγεται σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι πολίτες, εκεί τουλάχιστον όπου μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα, συνήθως δεν νιώθουν ότι έχουν τους πολιτικούς ηγέτες που «τους αναλογούν». Όταν μάλιστα γίνονται οι συγκρίσεις με το παρελθόν, τότε η αίσθηση της υστέρησης ή/και της αδυναμίας των σημερινών ηγετών ενισχύεται.

Τι γίνεται λοιπόν; Ξαφνικά έγιναν οι ηγέτες είδος σε ανεπάρκεια; Έπαψαν να γεννιούνται πολιτικές προσωπικότητες μεγάλου διαμετρήματος;

Δεν θεωρώ ότι οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά πρέπει να αναζητηθούν στα πρόσωπα ή μόνο στα πρόσωπα. Είναι και οι συγκυρίες και η σχέση εμπιστοσύνης των κοινωνιών με το πολιτικό σύστημα, αλλά κυρίως η αίσθηση των κινδύνων που όλο και περισσότερο διατρέχουν οι σημερινές κοινωνίες, η οποία οδηγεί σε συσπείρωση γύρω από όσους ηγούνται των χωρών.

Το ερώτημα της πολιτικής επάρκειας γίνεται επιτακτικότερο όταν επιχειρείται η σύγκριση ανάμεσα σε δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες και ηγέτες «μακράς διαρκείας» αυταρχικών καθεστώτων ή αυταρχικών διαθέσεων. Οι δεύτεροι θεωρούνται πιο αποτελεσματικοί από τους πρώτους, καθώς η διακυβέρνησή τους αποκτά ισχυρά προσωποπαγή χαρακτηριστικά.

Οι σκέψεις αυτές γίνονται με αφορμή την πολιτική κυριαρχία του σημερινού Πρωθυπουργού και την αδυναμία των πολιτικών του αντιπάλων να τον ανταγωνιστούν με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας στο άμεσο μέλλον.

Θα θυμίσω εδώ ότι όταν ο κ. Μητσοτάκης έθεσε υποψηφιότητα για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας το μακρινό 2015, ελάχιστοι ήταν αυτοί που πίστευαν ότι θα κερδίσει τους ανθυποψηφίους του και ακόμα λιγότεροι όσοι πίστευαν ότι μπορεί να ασκήσει με επάρκεια τα καθήκοντα του Πρωθυπουργού ακόμα και όταν κέρδισε και ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος. Πώς άλλαξε λοιπόν όλη αυτή η αντίληψη ότι «το παιδί δεν κάνει»;

Τι είναι αυτό που τον οδήγησε από το 20% εκείνης της εποχής στο σημερινό 40%, στον διπλασιασμό δηλαδή όσων αναφέρουν αυθόρμητα το όνομά του ως καταλληλότερου για την ηγεσία της χώρας; Θεωρώ ότι δύο ήταν οι σημαντικότεροι λόγοι. Οι συγκυρίες και η πολιτική διαχείριση:

Ο πρώτος ήταν η αλλαγή εποχής, με το τέλος των μνημονίων. Ο κ. Μητσοτάκης φάνηκε ότι μπορεί να διαχειριστεί την επόμενη μέρα με μεγαλύτερη επάρκεια από τους αντιπάλους του, καθώς ο ίδιος δεν χρεώθηκε με ευθύνες για τη χρεοκοπία της χώρας ούτε για τη διαχείριση της κρίσης, που αναγκαστικά συνοδεύτηκε από σκληρές πολιτικές αποφάσεις.

Ο δεύτερος λόγος που κατά τη γνώμη μου εμπέδωσε την κυριαρχία του στην πολιτική ζωή της χώρας ήταν η διαχείριση της πανδημίας, λίγους μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης (στις αρχές του 2020). Οι εκατόμβες των νεκρών σε άλλες χώρες, ειδικά στη γειτονική μας Ιταλία, και η σχετικά επιτυχημένη συγκράτηση της πανδημίας στη χώρα μας τους πρώτους δύσκολους μήνες εκτόξευσε στην κυριολεξία την αποδοχή του.

Υπήρξαν και άλλοι λόγοι βέβαια που συνέβαλαν στην ενδυνάμωση του πολιτικού του κεφαλαίου, από το οποίο αντλεί μέχρι και σήμερα δυνάμεις για να αντιμετωπίζει τις κυβερνητικές αδυναμίες και τις αρνητικές αξιολογήσεις σε κάποιες πτυχές της διακυβέρνησης που δεν πηγαίνουν όπως θα ήθελαν οι πολίτες.

Για παράδειγμα, η κρίση και η πολυδιάσπαση των κομματικών σχηματισμών στον χώρο της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς είναι και αυτή μια παράμετρος, όπως και τα θολά πολιτικά μηνύματα που κατά καιρούς εκπέμπονται από αυτόν τον χώρο.

Γιατί τελικά μάλλον είναι η αδύναμη πολιτική που γεννά τις αδύναμες ηγεσίες και όχι το αντίθετο. Και η αδύναμη (ή δυνατή) πολιτική είναι κυρίως συλλογική και όχι ατομική υπόθεση.

Ο κ. Στράτος Φαναράς είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis SA.