Ηχώρα διαθέτει ένα αξιόλογο ερευνητικό οικοσύστημα, που έδειξε ιδιαίτερη αντοχή τα χρόνια της κρίσης. Το θεσμικό πλαίσιο που περιβάλλει αυτό το οικοσύστημα χρειάζεται όμως αναδιάρθρωση, για να μη μετατραπεί βαθμιαία σε τροχοπέδη. Κυρίως χρειάζεται μια ενιαία εθνική στρατηγική, που να συναρθρώνει την έρευνα με την εκπαίδευση στην προοπτική της Κοινωνίας της Γνώσης. Εξηγώ.

Πρέπει να απαλλαγούμε το συντομότερο από τη μεταμοντέρνα αντίληψη ότι η έρευνα είναι απλώς ένα προ-στάδιο στην ανάπτυξη της καινοτομίας. Η έρευνα δεν είναι «εργαλείο». Είναι μια δραστηριότητα σύμφυτη με τις ανώτερες πνευματικές λειτουργίες και την ανθρώπινη περιέργεια. Μπορεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη, αλλά αυτό συμβαίνει – όπως θα έλεγαν οι μαθηματικοί – ασυμπτωτικά.

Δείτε ακόμα

Τα ελληνικά πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα δεν μπορεί να ακολουθούν αποκλίνουσες πορείες, διότι η εποχή της «στρατευμένης» ή της «χρησιμοθηρικής» έρευνας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ζούμε στην εποχή της διεπιστημονικότητας. Ο,τι πρωτότυπο και αξιοποιήσιμο προκύπτει από πλευράς καινοτόμων εφαρμογών παράγεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις επιστημονικές διεπιφάνειες, όχι σε εργαστήρια που λειτουργούν ερήμην ή «υπεράνω» του ακαδημαϊκού χώρου.

Στο θεσμικό επίπεδο, η πρόταση για την ίδρυση υπουργείου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας αποτελεί μια ρηξικέλευθη απάντηση στις σύγχρονες προκλήσεις. Με αυτόν τον τρόπο, ενοποιούνται διαχειριστικά δύο τομείς που είναι οργανικά συνδεδεμένοι μεταξύ τους και απεμπλέκονται από λειτουργίες που δεν έχουν άμεση σχέση με τον ακαδημαϊκό/επιστημονικό χώρο. Ετσι διευκολύνεται επίσης ο μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός, που σήμερα λείπει.

Για να έχουν όμως αντίκρισμα οι νέες πολιτικές θα πρέπει να επιλυθεί ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα: το θέμα της δημόσιας χρηματοδότησης. Δεν είναι δυνατόν η ελληνική έρευνα να στηρίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό σε χρηματοδοτήσεις από τα διαρθρωτικά ταμεία και τα ταμεία συνοχής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που συνοδεύονται κατά κανόνα από «αιρεσιμότητες» και ποικίλους θεματικούς περιορισμούς. Ενα σημαντικό κονδύλιο για την υποστήριξη της έρευνας πρέπει να εγγραφεί στον εθνικό προϋπολογισμό. Η λεγόμενη «έξυπνη εξειδίκευση» (smart specialization), που προωθείται ενεργά από την ΕΕ, δεν είναι πανάκεια. Κατά το μάλλον ή ήττον, αυτή η πολιτική αποσκοπεί στη διατήρηση του δεδομένου αναπτυξιακού status quo. Αλλά η χώρα έχει ενίοτε την ανάγκη – ή την επιθυμία –  αυτό το status quo να το ξεπεράσει.

Το δεύτερο μεγάλο θέμα είναι το ανθρώπινο δυναμικό. Είναι αναγκαίο να σχεδιαστεί ένα επικαιροποιημένο πρόγραμμα νέων προσλήψεων για τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα. Το ανθρώπινο δυναμικό είναι ο «κινητήρας» κάθε αλλαγής και καμία θεσμική πρωτοβουλία δεν πρόκειται να αποδώσει αν δεν στελεχωθούν κατάλληλα τα δημόσια Ιδρύματα. Ο στόχος του διπλασιασμού του σημερινού προσωπικού σε μία τετραετία είναι, με κάθε μέτρο, ρεαλιστικός.

Ο κ. Σπύρος Γεωργάτος είναι εκλεγμένο μέλος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Μοριακής Βιολογίας (EMBO), καθηγητής και αντιπρύτανης Ερευνας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.