Οι γίγαντες της τεχνολογίας έχουν αναφανδόν ανατρέψει το βιομηχανικό και κοινωνικό status quo. Η Apple, η Amazon, το Facebook και η Google έχουν πετύχει πράγματα που υποψιάζομαι ότι ξεπερνούν κατά πολύ και τα πιο άγρια όνειρα και τις πλέον ανομολόγητες επιθυμίες τους.

Αναλογιστείτε μόνο τι επιρροή έχουν τα κοινωνικά δίκτυα στις δημοκρατικές εκλογές. Το μέγεθος και το εύρος της επιρροής που έχουν οι εταιρείες αυτές στις κοινωνίες μας είναι επόμενο να γεννά ταυτόχρονα ελπίδες αλλά και φόβους στους πολίτες. Ενα είναι πάντως βέβαιο: μια μικρή δράκα τεχνολογικών εταιρειών ελέγχει εν πολλοίς τη μοντέρνα οικονομία.

Υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη υπερσυγκέντρωση στις αγορές της ψηφιακής τεχνολογίας. Η πρώτη αιτία γι’ αυτό έχει να κάνει με το εξωτερικό δίκτυο: πρέπει να βρισκόμαστε στο ίδιο δίκτυο με το πρόσωπο που θέλουμε να επικοινωνήσουμε. Αν οι φίλοι μας είναι στο Facebook, πρέπει να είμαστε κι εμείς σ’ αυτό, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα προτιμάμε ένα άλλο δίκτυο. Αυτό είναι το αδιαφιλονίκητα πετυχημένο επιχειρηματικό μοντέλο του Facebook.

Οταν ανακαλύφθηκε το τηλέφωνο, ο ανταγωνισμός μεταξύ των μη συνδεδεμένων τηλεπικοινωνιακών δικτύων κάθε χώρας οδήγησε σε ένα μονοπωλιακό σύστημα. Δεν ήταν παράλογο αυτό, καθώς οι χρήστες εκείνο που ήθελαν ήταν να επικοινωνούν εύκολα με τους γνωστούς τους. Ετσι συγκεντρώθηκαν σε μια κοινή πλατφόρμα. Τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, που άρχισε ο ανταγωνισμός στην τηλεφωνία, αμέσως προέκυψε η αναγκαιότητα διασύνδεσης των δικτύων. Δίχως μια άνωθεν ρύθμιση οι πάροχοι δεν θα εξασφάλιζαν πρόσβαση σε νέους, μικρότερους «παίκτες» της αγοράς.

Οι προσβάσεις στο δίκτυο μπορούν να είναι άμεσες (η περίπτωση του Facebook) ή έμμεσες (η περίπτωση των πλατφορμών μέσω των οποίων δημιουργήθηκαν πολλές εφαρμογές ή ηλεκτρονικά παιχνίδια). Οσο περισσότεροι χρήστες βρίσκονται σε μια πλατφόρμα, τόσο περισσότερες εφαρμογές θα έχει αυτή – και αντίστροφα. Ετσι λειτουργούν, για παράδειγμα, η μηχανή αναζήτησης της Google και η εφαρμογή πλοήγησης Waze. Οι χρήστες των κυρίαρχων ψηφιακών πλατφορμών επωφελούνται από την παρουσία άλλων χρηστών στην ίδια πλατφόρμα, ακόμα κι αν δεν υπάρχει άμεση διαδραστική σύνδεση μεταξύ τους.

Προβλήματα κλίμακος

Η δεύτερη αιτία της υπερσυγκέντρωσης στις ψηφιακές αγορές είναι ότι οι μεγάλες εταιρείες επωφελούνται από τις οικονομίες κλίμακος. Η μηχανή αναζήτησης που λαμβάνει, για παράδειγμα, δύο τρισεκατομμύρια αιτήματα προσελκύει περισσότερους διαφημιζόμενους. Με τον τρόπο αυτόν, όμως, η ψηφιακή οικονομία δημιουργεί «φυσικά μονοπώλια». Διότι στο Διαδίκτυο κυριαρχεί η λογική «ο νικητής τα παίρνει όλα», παρά το ότι υπάρχουν διαφορετικοί νικητές ανά τομέα και σε διάφορες χρονικές συγκυρίες.

Η αγορά σε ό,τι αφορά την περιήγηση του Διαδικτύου κυριαρχήθηκε αρχικά από το Netscape Navigator, έπειτα από τον Internet Explorer της Microsoft και τώρα τη δουλειά την κάνει το Google Chrome. Εκείνο που καλούνται να πράξουν τώρα οι κυβερνήσεις και οι ρυθμιστικές αρχές ανά την υφήλιο είναι να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι πλέον έχουν πάψει να ισχύουν τα παραδοσιακά μέτρα που έπαιρναν έως τώρα για να εξασφαλίσουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού.

Η ασύμμετρη τιμολόγηση, για παράδειγμα, δεν εφαρμόζεται μόνο από γιγαντιαίες πλατφόρμες όπως της Google και του Facebook, αλλά και από νεοεισερχόμενες στην αγορά νεοφυείς εταιρείες. Σκεφθείτε πόσες διαδικτυακές εφημερίδες παρέχουν δωρεάν πρόσβαση καθώς χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου από τις διαφημίσεις. Μια ρυθμιστική αρχή πρέπει να αντιληφθεί ότι εδώ δεν πρόκειται για αθέμιτη, επιθετική πρακτική. Να αντιληφθεί ότι δεν αρκεί η μηχανική εφαρμογή παραδοσιακών αρχών της αντιμονοπωλιακής πολιτικής. Εκείνο που απαιτείται είναι μια νέα αναλυτική προσέγγιση του ζητήματος.

Επανεξετάζοντας τη ρύθμιση

Σε γενικές γραμμές υπάρχουν τέσσερις σαφείς τομείς για τη ρύθμιση της ψηφιακής οικονομίας: ο ανταγωνισμός, η εργατική νομοθεσία, η προστασία της ιδιωτικότητας και η φορολόγηση. Οταν μια εταιρεία έχει δεσπόζουσα θέση, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να ακολουθήσουν αυξήσεις των τιμών και απουσία πνεύματος καινοτομίας. Πρέπει να εξασφαλιστεί η είσοδος νέων επιχειρήσεων, παρότι αυτές πιθανότατα θα εισαγάγουν ένα εξειδικευμένο προϊόν. Ας μην ξεχνάμε ότι η Google ξεκίνησε ως μηχανή αναζήτησης προτού μετατραπεί στην πολυσχιδή εταιρεία που είναι σήμερα, ενώ η Amazon ξεκίνησε πουλώντας βιβλία.

Μια παράμετρος που περιπλέκει τον ανταγωνισμό είναι η φυσική τάση των νεοεισερχομένων να πωλούνται στον κυρίαρχο στην αγορά. Το κίνητρο είναι τόσο ισχυρό, που αποθαρρύνει τις νέες επιχειρήσεις να προσπαθήσουν να προσφέρουν στον καταναλωτή μια ανώτερη υπηρεσία. Είναι δύσκολο να αντιμετωπίσει κανείς αυτή την τάση. Στις ΗΠΑ ο αντιμονοπωλιακός νόμος επιβάλλει στις εταιρείες να αποδείξουν ότι με τη συγχώνευσή τους δεν περιορίζουν τον ανταγωνισμό.

Οταν οι τεχνολογίες αλλάζουν με ξέφρενους ρυθμούς, τα παραδοσιακά ρυθμιστικά εργαλεία δεν είναι αποτελεσματικά. Πρέπει να αναπτύξουμε ευέλικτες πολιτικές, όπως για παράδειγμα η εξασφάλιση ενός ασφαλούς νομικού περιβάλλοντος για τη δοκιμή νέων επιχειρηματικών μοντέλων. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι Εργατικοί Κώδικες στον ανεπτυγμένο κόσμο έχουν καταρτιστεί πριν από δεκαετίες έχοντας κατά νου τους βιομηχανικούς εργάτες. Το αποτέλεσμα είναι να παρέχουν ελάχιστη προστασία στους τηλε-εργαζομένους, στους ελεύθερους επαγγελματίες ή στους φοιτητές και στους συνταξιούχους που απασχολούνται μερικώς, ως οδηγοί στην Uber για παράδειγμα.

Πρέπει επίσης να βελτιωθούν τα αναχώματα σε περιπτώσεις που επιχειρήσεις ή κυβερνήσεις εισβάλλουν στην ιδιωτική ζωή των καταναλωτών. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν τράπεζες πληροφοριών που γνωρίζουν τα πάντα για εμάς. Δεν μπορούμε να φανταστούμε όμως την αληθινή έκταση που έχει λάβει η παραβίαση της ιδιωτικότητάς μας. Ούτε οι συνέπειές της, όπως είναι η απώλεια του δικαιώματος της λήθης, που κατοχυρώνουν πολλά δικαιικά συστήματα.

Τέλος, επειδή το Διαδίκτυο δεν έχει σύνορα (κάτι που σε γενικές γραμμές είναι καλό), τα κράτη θα πρέπει να συνεργαστούν στο ζήτημα της φορολόγησης. Στόχος είναι η αποφυγή του φορολογικού ανταγωνισμού και η εξαγωγή φορολογητέων εισοδημάτων και εσόδων από μια χώρα σε άλλη. Η συμφωνία της ΕΕ του 2015 για τον τερματισμό του φορολογικού ανταγωνισμού σε διαδικτυακές αγορές αποτελεί μοντέλο. Χάρη σ’ αυτό στην Ευρώπη οι εταιρείες έχουν μικρότερο κίνητρο να εδρεύουν σε χώρες με χαμηλό ΦΠΑ ή να ψάχνουν πελάτες σε χώρες με υψηλό ΦΠΑ.

Το ευρωπαϊκό σύστημα αποδείχθηκε αποτελεσματικό σε επιχειρηματικά μοντέλα όπως της Amazon που χρεώνει τον ιδιώτη καταναλωτή. Αλλά δεν λύνει το πρόβλημα με πλατφόρμες όπως της Google, που τεχνικά δεν πουλάει τίποτα σε βρετανούς, γάλλους ή γερμανούς καταναλωτές, αλλά χρεώνει τους διαφημιζόμενους.

Εν κατακλείδι, η ψηφιοποίηση υπόσχεται σπουδαίες ευκαιρίες για τις κοινωνίες μας. Αλλά εισάγει και νέους κινδύνους, ενώ μεγιστοποιεί άλλους παλαιότερους. Για να χτίσουμε μια οικονομία για το κοινό καλό στον νέο κόσμο που ζούμε σήμερα, πρέπει να ανταποκριθούμε σε μια σειρά προκλήσεων που ξεκινούν από την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης του πολίτη και της κοινωνικής αλληλεγγύης και φτάνουν μέχρι την ιδιοκτησία των δεδομένων και τις επιπτώσεις της τεχνολογικής διάχυσης. Η επιτυχία της προσπάθειάς μας θα εξαρτηθεί κυρίως από το αν μπορούμε να προσεγγίσουμε με νέο και πειστικό τρόπο τα ζητήματα των μονοπωλίων, της εργατικής νομοθεσίας, της ιδιωτικότητας και της φορολόγησης.

Ο κ. Jean Tirole, νομπελίστας Οικονομίας το 2014, είναι πρόεδρος της Οικονομικής Σχολής της Τουλούζης και του Ινστιτούτου Προηγμένων Μελετών της Τουλούζης. Προσφάτως εξέδωσε το βιβλίο «Economics for the Common Good» («Οικονομικά για το Κοινό Καλό»).