Με την παγκόσμια ανάκαμψη στη μετά την πανδημία εποχή να είναι άνιση, σε έναν κόσμο μάλιστα με νέες προκλήσεις για τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις, θα πρέπει μεσοπρόθεσμα το κέντρο βάρους της ελληνικής οικονομίας να μετατοπιστεί προς τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της, ενώ παράλληλα με τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις, η χώρα να προσελκύσει ιδιωτικές επενδύσεις, αναφέρει στη συνέντευξή του στο «Βήμα», στο πλαίσιο και της συμμέτοχής του στο 31ο Greek Economic Summit, που διοργάνωσε το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, ο Πουνίτ Ρεντζέν (Punit Renjen), διευθύνων σύμβουλος της Deloitte Global, μίας εκ των αποκαλούμενων «Big Four» εταιρειών παγκοσμίως που παρέχουν ελεγκτικές, φορολογικές, χρηματοοικονομικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες με παρουσία σε 150 χώρες.

Πώς βλέπετε την Ελλάδα στη μετά COVID εποχή;

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παγκόσμια πανδημία επιταχύνει σημαντικές αλλαγές σε οικονομίες, αγορές και κοινωνίες. Και αυτό θα δημιουργήσει νέες προκλήσεις για τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις, καθώς νέοι κανόνες και μια νέα κανονικότητα για τον ανταγωνισμό καθιερώνονται παγκοσμίως. Η συγκυρία αυτή όμως θα δημιουργήσει και νέες ευκαιρίες για όσους θα αγκαλιάσουν τις αλλαγές. Μικρότερες χώρες, όπως η Ελλάδα, έχουν το πλεονέκτημα μιας μεγαλύτερης ευελιξίας, ευκινησίας και προσαρμοστικότητας. Φαίνεται ότι καταφέρατε να δημιουργήσετε σημαντική εμπιστοσύνη στις χρηματοοικονομικές αγορές, καθώς και στους πολίτες και τις επιχειρήσεις σας κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Βλέπω ότι την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνησή σας ανακοίνωσε ένα φιλόδοξο Αναπτυξιακό Σχέδιο για την ελληνική οικονομία, το οποίο, εάν εφαρμοστεί επιτυχώς, θα σας οδηγήσει σε ένα νέο, πιο βιώσιμο οικονομικό μοντέλο, εστιασμένο στο μέλλον».

Πώς θα μπορούσε η ελληνική οικονομία να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της;

«Θα ήθελα να μοιραστώ κάποιες σκέψεις σχετικά με το τι περισσότερο μπορείτε να κάνετε για να αυξήσετε την ανταγωνιστικότητά σας. Πρώτον, έως ότου καταφέρουμε να θέσουμε πλήρως την πανδημία υπό έλεγχο, είναι γεγονός ότι η τουριστική βιομηχανία, η οποία έχει μεγάλη σημασία για την Ελλάδα, θα αντιμετωπίσει δυσκολίες. Ως εκ τούτου, προκύπτει μια σημαντική ανησυχία για την οικονομία. Πιστεύω λοιπόν ότι στο κοντινό και μεσοπρόθεσμο μέλλον θα πρέπει το κέντρο βάρους να μετατοπιστεί προς τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εξαγωγικών αγαθών, όπως τα γεωργικά προϊόντα και τη ναυτιλία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα μειώνοντας τη γραφειοκρατία μέσω της ψηφιοποίησης και απλούστευσης διαδικασιών, της περαιτέρω απελευθέρωσης του κανονιστικού πλαισίου, όπου μπορεί αυτό να γίνει, διατηρώντας την αγορά εργασίας όσο το δυνατόν πιο ευέλικτη. Η αυξημένη ανταγωνιστικότητα θα βοηθήσει την Ελλάδα να αξιοποιήσει καλύτερα την παρουσία της στην ΕΕ και την ελευθερία υπηρεσιών και κυκλοφορίας αγαθών εντός της Ευρωπαϊκής Ενιαίας Αγοράς.

Δεύτερον, έχετε την ευκαιρία να επωφεληθείτε από τη χρηματοδότηση της ΕΕ για επενδύσεις σε φυσικά και ανθρώπινα κεφάλαια. Πρέπει επίσης να προσελκύσετε ιδιωτικές επενδύσεις και εάν η Ελλάδα συνεχίσει να επιδεικνύει δημοσιονομική υπευθυνότητα, το κόστος δανεισμού θα παραμείνει πολύ χαμηλό μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο για τους επενδυτές. Και, τέλος, ο απίστευτος πλούτος των υψηλής μόρφωσης και ταλαντούχων νέων σας είναι ένα από τα ισχυρότερα πλεονεκτήματά σας. Ετσι, θα πρότεινα να διασφαλίσετε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα εξοπλίζει τους μαθητές και σπουδαστές με τις δεξιότητες που απαιτούνται για τα επαγγέλματα του αύριο. Δεξιότητες όπως προσαρμοστικότητα, κριτική σκέψη, διά βίου μάθηση, ψηφιακές τεχνολογίες, καινοτομία. Δεξιότητες που έχουν τη δυνατότητα να προωθήσουν τη χώρα στην πρώτη γραμμή της νέας οικονομίας».

Ποια είναι τα επενδυτικά σας πλάνα για την Ελλάδα;

«Στην Deloitte επενδύουμε στους ανθρώπους μας και στην καινοτομία. Σκοπός μας είναι να συνεχίσουμε να προσελκύουμε και να αναπτύσσουμε κορυφαία ταλέντα στην Ελλάδα. Πιστεύουμε επίσης ότι σημαντικός παράγοντας για την επιτυχία είναι η συνεχής καινοτομία στον χώρο της τεχνολογίας. Γι’ αυτό κι εμείς επενδύουμε σε νέες τεχνολογίες που μας επιτρέπουν να παρέχουμε καινοτόμες λύσεις στους πελάτες μας και να ενισχύουμε την παραγωγικότητα. Από επιχειρηματική σκοπιά, η Deloitte θα συνεχίσει να δημιουργεί ευκαιρίες για ανάπτυξη επιχειρηματικών λύσεων μέσω συνεργασιών, εστιάζοντας σε υπηρεσίες που χρειάζονται περισσότερο επιχειρήσεις και οργανισμοί, όπως μετασχηματισμός, cyber, digital και cloud. Παράλληλα συνεχίζουμε να λειτουργούμε με το πολυεπίπεδο μοντέλο μας που οι πελάτες μας εκτιμούν τόσο πολύ».

 

Ποιο είναι το όραμά σας για το Deloitte Alexander Competence Center στη Θεσσαλονίκη και πόσο εφικτό είναι για την Ελλάδα να μειώσει το φαινόμενο του brain drain;

«Το Deloitte Alexander Competence Center (DACC) είναι ένα εξαιρετικό hub (κέντρο) ανάπτυξης έμπειρων επαγγελματιών. Εκπαιδεύουμε νέους επαγγελματίες στις τελευταίες τεχνολογίες και επικεντρωνόμαστε στην προώθηση εξειδικευμένων δεξιοτήτων και ικανοτήτων, με στόχο να αξιοποιήσουμε το άφθονο ταλέντο στην Ελλάδα και να μειώσουμε τη διαρροή επαγγελματιών (brain drain). Σήμερα το DACC επικεντρώνεται στην πρόσληψη ταλαντούχων αποφοίτων τεχνολογικών πανεπιστημίων και πολυτεχνικών σχολών, οι οποίοι παρακολουθούν ειδική εκπαίδευση που τους επιτρέπει να υποστηρίζουν τους πελάτες μας σε όλη την Ελλάδα και την Ευρώπη σε έργα σχετικά με ψηφιακές αναλύσεις, ρομποτική, cyber, cloud και τεχνολογίες αιχμής. Φιλοδοξώ το DACC να γίνει ένας πρώτος προορισμός καριέρας για κορυφαία ταλέντα, ο οποίος θα συμβάλει επίσης σε αυτό που πρέπει να είναι ο πρωταρχικός στόχος για την Ελλάδα: μετάβαση από διαρροή δεξιοτήτων σε εισροή δεξιοτήτων. Θα συνεχίσουμε να αξιοποιούμε την επιτυχία του κέντρου μας σε περιφερειακό επίπεδο για να καλύψουμε τις ανάγκες μας σε ταλέντα, οι οποίες αναπτύσσονται πολύ γρήγορα σε όλες τις περιοχές που δραστηριοποιούμαστε ανά τον κόσμο».

Γιατί η παγκόσμια ανάκαμψη θα είναι άνιση

{ERT}Μετά τα νέα για τα εμβόλια, πόσο κοντά είναι ο κόσμος και η παγκόσμια οικονομία στο να βγουν από την κρίση;{ERT}
«Θα ήθελα να απαντήσω στην ερώτησή σας εξετάζοντάς την από μια διαφορετική οπτική γωνία. Αυτή η πανδημία αποτελεί επανεκκίνηση για εμάς ως παγκόσμια κοινωνία και συνεπώς η οικονομική ανάκαμψη είναι πιθανό να εξελιχθεί άνισα σε όλον τον κόσμο. Η δημιουργία της επόμενης κανονικότητας είναι μια τεράστια ευκαιρία οικονομικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα για εταιρείες που παίζουν όχι μόνο ισχυρή άμυνα αλλά και ισχυρή επίθεση. Τρεις πιο σημαντικές αλλαγές θα αφορούν τις απαιτήσεις που θα πρέπει να ικανοποιηθούν για: απομακρυσμένη και ευέλικτη εργασία: Η αναζήτηση για θέσεις εργασίας δεν θα επηρεάζεται πλέον από τη γεωγραφική τους θέση. Η ζήτηση για χώρους γραφείων θα μειωθεί και οι άνθρωποι μάλλον θα επιλέξουν να αφήσουν τις μεγάλες πόλεις. Καθώς η τηλεδιάσκεψη καθίσταται η καινούργια κανονικότητα, θα παρατηρήσουμε μειωμένη ζήτηση για επαγγελματικά ταξίδια.
Digital, cloud και cyber: Το Cloud θα συνεχίσει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος για να βοηθήσει τις εταιρείες να ενσωματώσουν την τεχνολογία στον πυρήνα τους. Θα υπάρξει αυξημένο ενδιαφέρον και θα γίνουν επενδύσεις στον αυτοματισμό και τη ρομποτική. Το Cyber ​​θα παραμείνει κρίσιμος παράγοντας, καθώς οι επιχειρήσεις μετακινούνται από την πληροφορική on-premise στο cloud και παράλληλα βασίζονται περισσότερο στην απομακρυσμένη εργασία.
ESG: Αυτή η πανδημία είναι μια παγκόσμια τραγωδία – όλοι συμφωνούμε σε αυτό. Αλλά μία ακόμη μεγαλύτερη τραγωδία θα ήταν αν η επιχειρηματική κοινότητα επανερχόταν στην καθημερινότητα γνωρίζοντας όσα ξέρουμε σήμερα. Σκεφτείτε τι μας έχει διδάξει αυτή η κρίση για την κλιματική αλλαγή. Με τα επαγγελματικά ταξίδια να σταματούν σε μεγάλο βαθμό και με λιγότερη κίνηση στον δρόμο, έχουμε δει εντυπωσιακή μείωση περιβαλλοντικής μόλυνσης και βελτίωση της ποιότητας της ατμοσφαιρας σε όλον τον κόσμο. Οι περιορισμοί οδήγησαν στην απότομη μείωση των εκπομπών ρύπων, καταγράφοντας ρεκόρ (σχεδόν 8% βελτίωση σε σύγκριση με το 2019). Εάν οι επιχειρήσεις συμφωνήσουν μεταξύ τους στο πώς μετράμε την πρόοδο σε αυτούς τους τομείς, οι stakeholders μπορούν να κατανοήσουν καλύτερα την απόδοση μιας εταιρείας και οι επενδυτές με τη σειρά τους μπορούν να διασφαλίσουν ότι επενδύουν σε βιώσιμες επιχειρήσεις. Από κοινωνική σκοπιά, η συστηματική αναφορά και η αυξημένη παρακολούθηση αυτών των παραμέτρων θα μας οδηγήσουν σε ένα πιο βιώσιμο και δίκαιο μέλλον».