Μια νέα γενιά μεταρρυθμίσεων που μπορεί να «αντέξει» η κυβέρνηση, καθώς ο πολιτικός χρόνος εξαντλείται, φέρνουν τώρα στο προσκήνιο οι δανειστές, καθώς διαπιστώνουν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι ισχνός και η προσπάθεια εκσυγχρονισμού της αργή.
Στην κορυφή αυτής της νέας ατζέντας βρίσκεται η κάλυψη του ψηφιακού χάσματος που χωρίζει την Ελλάδα από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες με σειρά προγραμμάτων και μέτρων από την ηλεκτρονική έκδοση αδειών λειτουργίας επιχειρήσεων, τη δημιουργία των e-KEP, την υποχρεωτική χρήση ηλεκτρονικών τιμολογίων από όλες τις επιχειρήσεις έως την οργάνωση των φαρμακείων του ΕΟΠΠΥ με ηλεκτρονικά ραντεβού.
Ολα αυτά τα μέτρα μπορεί να βελτιώσουν την καθημερινότητα των πολιτών, να διευκολύνουν τις επενδύσεις, να αυξήσουν την παραγωγικότητα κυρίως του Δημοσίου και να αλλάξουν την εικόνα της χώρας.
Οι διαπιστώσεις που υπαγορεύουν την ανάγκη αυτού του νέου κύματος μεταρρυθμίσεων είναι δραματικές:
Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ουραγός στην ψηφιακή οικονομία και κοινωνία. Βρίσκεται στην 27η θέση μεταξύ των 28 κρατών-μελών της ΕΕ, λίγο πάνω από τη Ρουμανία, που είναι στην τελευταία θέση.
Οι δημόσιες υπηρεσίες βρίσκονται ακόμη χαμηλότερα, στην τελευταία θέση των 28 κρατών-μελών της ΕΕ.
«Απέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ»
Οπως λένε χαρακτηριστικά οι εισηγητές του πακέτου μέτρων «η πορεία της Ελλάδας προς την ψηφιακή εποχή ήταν και παραμένει η πρώτη και μεγαλύτερη μεταρρύθμιση. Και εκεί ακριβώς απέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ καθώς η ελληνική οικονομία τα τελευταία τέσσερα χρόνια έμεινε στάσιμη στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης».
Και αυτό παρά το γεγονός ότι έχουν γίνει ψηφιακά βήματα κυρίως στην παρακολούθηση των δημοσίων οικονομικών και του προϋπολογισμού που (λόγω μνημονίων) γίνονται online, την ηλεκτρονική υποβολή των φορολογικών δηλώσεων και, τέλος, τη χρήση συστημάτων αυτόματων πληρωμών που επεκτάθηκε αναγκαστικά λόγω των capital controls.
Την ίδια όμως περίοδο οι ευρωπαϊκές χώρες έκαναν ακόμη μεγαλύτερα βήματα με μεγάλες επενδύσεις στα ευρυζωνικά δίκτυα, που παραμένει το ζητούμενο για την Ελλάδα.
Παρ’ όλα αυτά, οι θεσμοί και η Κομισιόν, που έχει αναλάβει τον ρόλο επόπτη της ελληνικής οικονομίας, θεωρούν ότι είναι εφικτό και τώρα να ψηφιοποιηθούν οι δημόσιες υπηρεσίες και να ληφθούν όλες οι νομοθετικές αποφάσεις που θα υποχρεώσουν και τις επιχειρήσεις να έρθουν ταχύτερα στην ψηφιακή εποχή με κατ’ ελάχιστο την καθιέρωση των ηλεκτρονικών τιμολογίων, για να καλυφθεί έτσι το χαμένο έδαφος.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, στις συζητήσεις που γίνονται με τα κλιμάκια των τεχνοκρατών που παρακολουθούν όχι μόνο τις δημοσιονομικές εξελίξεις, αλλά κυρίως τις διαρθρωτικές αλλαγές που η ολοκλήρωσή τους εκκρεμεί από τις μνημονιακές υποχρεώσεις προτείνουν και πιέζουν προς τις εξής κατευθύνσεις:
1 Να αναπτυχθεί άμεσα πρόγραμμα ώστε να εκδίδονται όλες οι απαιτούμενες άδειες λειτουργίας νέων επιχειρήσεων ηλεκτρονικά, όπως επιτέλους γίνεται με τις οικοδομικές άδειες μέσω της πλατφόρμας e-adeies που έχει αναπτύξει το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος. Προς αυτή την κατεύθυνση έγινε πρόσφατα ένα θετικό βήμα που αφορά τη δυνατότητα ηλεκτρονικής σύστασης εταιρείας, εγχείρημα που χρειάστηκε όμως πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί.
2 Κατάργηση της υποχρέωσης προσκόμισης σειράς δικαιολογητικών για να προχωρήσουν νέα επενδυτικά σχέδια.
3 Να δημιουργηθούν ηλεκτρονικά ΚΕΠ (e-KEP) στα οποία θα μπορούν να έχουν πρόσβαση οι πολίτες με τον ΑΦΜ ή τον ΑΜΚΑ και να διεκπεραιώνουν οι ίδιοι υποθέσεις τους. Ετσι, η προσωπική παρουσία στα ΚΕΠ θα περιοριστεί σε ηλικιωμένα άτομα που δεν έχουν διαδικτυακή πρόσβαση, σε άτομα που θέλουν να παραλάβουν έγγραφα (π.χ. διπλώματα κ.ά.) και μόνο στις περιπτώσεις που χρειάζεται η παρουσία τους (π.χ. εξουσιοδοτήσεις, γνήσιο υπογραφής κ.λπ.).
4 Να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις να περάσουν στην εποχή των e-τιμολογίων και να υποβάλλουν όχι μόνο φορολογικές δηλώσεις αλλά όλα τα έγγραφά τους ηλεκτρονικά στην Εφορία και στις δημόσιες υπηρεσίες.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις, αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι έχουν μείνει πίσω σε σχέση με τις ευρωπαϊκές. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι οι βραδείς ρυθμοί προόδου που σημειώνουν στη χρήση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους (cloud computing) και ηλεκτρονικών τιμολογίων, αλλά και η επιδείνωση των επιδόσεών τους στις δραστηριότητες ηλεκτρονικού εμπορίου συγκριτικά με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
5 Να οργανωθούν σε πιο σύγχρονη βάση τα ραντεβού με τους γιατρούς και το ΕΣΥ, δεδομένου ότι κάθε χρόνο μόνο τα ραντεβού στα εξωτερικά ιατρεία των δημοσίων νοσοκομείων ξεπερνούν τα 12 εκατομμύρια (!) και οι διαγνωστικές εξετάσεις τα 10 εκατομμύρια (!).
6 Να επεκταθεί το σύστημα των ηλεκτρονικών ραντεβού και για τα φαρμακεία του ΕΟΠΠΥ από όπου χορηγούνται τα ακριβά φάρμακα για ειδικές και βαριές ασθένειες με στόχο να εκλείψει σταδιακά το φαινόμενο ασθενείς ή οι συγγενείς τους να ταλαιπωρούνται για ώρες στις ουρές στα ειδικά κέντρα ή μέσα στα νοσοκομεία όπου λειτουργούν τα περισσότερα φαρμακεία.
7 Να γίνουν οι αναγκαίες επενδύσεις ώστε να αρχειοθετηθούν ηλεκτρονικά όλα τα ασφαλιστικά δεδομένα και να ολοκληρωθεί το σύστημα της ηλεκτρονικής έκδοσης των συντάξεων.
8 Να συνδεθούν οι βάσεις δεδομένων του ΕΦΚΑ, της Εφορίας, των ΟΤΑ και των τραπεζών ώστε να μη γίνονται διπλές και τριπλές κατασχέσεις λογαριασμών, όπως αποκάλυψε ο Συνήγορος του Πολίτη με την έκθεσή του για τα 6,5 εκατομμύρια κατασχέσεις για οφειλές στο Δημόσιο.

Κίνδυνος περιθωριοποίησης

Το ψηφιακό χάσμα μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο κεφάλαιο φαίνεται να είναι σημαντικό και δεν παρουσιάζονται ενδείξεις περιορισμού του.
Είναι επομένως απαραίτητο είτε να εντατικοποιηθούν υπάρχουσες πρωτοβουλίες (π.χ. Εθνική Συμμαχία για τις ψηφιακές δεξιότητες) είτε να δημιουργηθούν νέες στοχευμένες δράσεις, σημειώνει σε έκθεσή του το ΚΕΠΕ.
Οπως διαπιστώνει, η Ελλάδα βρίσκεται στην 26η θέση σε ό,τι αφορά τους χρήστες του Διαδικτύου, καθώς μόνο το 67% των ατόμων ηλικίας 16-74 χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 81% και σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο και η Δανία το ποσοστό αυτό ξεπερνάει το 95%.
Χαμηλή, 25η, είναι η θέση της Ελλάδας και σε ό,τι αφορά το ποσοστό των ατόμων που διαθέτουν τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Λιγότεροι από τους μισούς Ελληνες ηλικίας 16-74, για την ακρίβεια το 46%, διαθέτουν βασικές ψηφιακές δεξιότητες, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 57% και το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνά το 77% σε χώρες όπως η Ολλανδία και η Σουηδία.