Ο πληθωρισμός από «παροδικός», όπως τον χαρακτήριζαν πριν έναν χρόνο τραπεζίτες και πολιτικοί, πλέον έχει γίνει «επίμονος» και η ανησυχία λιανεμπορίου και βιομηχανίας για την κάτω γραμμή των ισολογισμών γίνεται εντονότερη. Οχι μόνο για την τρέχουσα χρήση, που λίγο-πολύ έχει «δείξει» πώς θα κλείσει, αλλά κυρίως για το 2023, το οποίο προμηνύεται ακόμη πιο δύσκολο.

Το διαθέσιμο εισόδημα του μέσου νοικοκυριού που πλήττεται ασύμμετρα από το ενεργειακό κόστος και τις πληθωριστικές πιέσεις θα καθορίσει την κατανάλωση τον ζοφερό χειμώνα που έρχεται και ήδη βασική προτεραιότητα στη στρατηγική τόσο των αλυσίδων σουπερμάρκετ όσο και των προμηθευτών καταναλωτικών προϊόντων είναι να διατηρηθεί το αγοραστικό ενδιαφέρον.

Δύσκολη άσκηση

Πρόκειται για μια δύσκολη άσκηση. Κι αυτό γιατί ακόμη και στην αγορά τροφίμων το βασικό κριτήριο για 6 στους 10 καταναλωτές αναδεικνύεται η χρηματική δαπάνη (έρευνα του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών). Εξ ου και η άνοδος των πωλήσεων στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, το μερίδιο των οποίων από τον Ιανουάριο έως και τον Ιούλιο του 2022 άγγιξε το 15,9% σε σχέση με το 14,8% που ήταν την αντίστοιχη περίοδο του 2021.

Ηδη στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου οι πωλήσεις σε όγκο υποχωρούν από 1% στα τρόφιμα έως 6,5% στα είδη νοικοκυριού (απορρυπαντικά, καθαριστικά, χαρτικά κ.ά.), ενώ ο τζίρος (πωλήσεις σε αξία) καταγράφει αύξηση λόγω των ανατιμήσεων, φτάνοντας τα 4,79 δισ. ευρώ από 4,66 δισ. ευρώ πέρυσι (στοιχεία της IRI).

Για το 2022 εκτιμάται ότι οι πωλήσεις των σουπερμάρκετ σε αξία θα κλείσουν θετικά, με την αύξηση να κυμαίνεται στο 2-4%. Ωστόσο η άνοδος θα οφείλεται αποκλειστικά στις συνεχιζόμενες ανατιμήσεις και όχι στην αύξηση της πραγματικής κατανάλωσης, αφού ο όγκος πωλήσεων προβλέπεται να έχει αρνητικό πρόσημο. Μάλιστα ορισμένοι εκτιμούν ότι οι απώλειες στον όγκο θα κινηθούν σε υψηλό μονοψήφιο ποσοστό έως και 7%.

Εξαντλούνται οι αντοχές

Σε αυτό το περιβάλλον, η διατήρηση όσο το δυνατόν πιο ανταγωνιστικών τιμών προκειμένου να προστατευτούν τα μερίδια αγοράς σημαίνει ότι πρέπει να «θυσιαστεί» μέρος των κερδών, τα οποία ήδη έχουν υποστεί απώλειες λόγω του ενεργειακού κόστους.

Ετσι οι εμπορικές πολιτικές των αλυσίδων αναπροσαρμόζονται συνεχώς, ενώ επιλέγεται να δοθεί βάρος στις επενδύσεις ενεργειακής εξοικονόμησης, με τις κινήσεις επέκτασης προσωρινά να «παγώνουν».

Την ίδια ώρα, οι εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων προσπαθούν να απορροφήσουν μέρος των αυξήσεων στο λειτουργικό τους κόστος.  Οσο όμως και αν παραμεριστεί το «νυν υπέρ πάντων… κέρδη» κανείς δεν θέλει να γυρίσει σε ζημιές.

Το 2023 η πλειονότητα των αλυσίδων δεν θα είναι σε θέση να επιδείξει την ίδια τιμολογιακή πολιτική, αναφέρουν αναλυτές της αγοράς. Ηδη οι προσφορές έχουν γίνει είδος προς εξαφάνιση.

Ταυτόχρονα φαίνεται να εξαντλούνται οι αντοχές των προμηθευτών κρίνοντας από τους νέους τιμοκαταλόγους που στέλνουν αυτή την περίοδο στα σουπερμάρκετ, καθώς σε πολλές περιπτώσεις περιλαμβάνουν διψήφια ποσοστά ανατιμήσεων από 10% έως 35%.

Πλήγμα

Οι αναπροσαρμογές στο κωδικολόγιο των σουπερμάρκετ, που αποτελεί μια πρακτική που ήδη εφαρμόζεται, εγκυμονούν τον κίνδυνο οι μικρομεσαίες ελληνικές βιομηχανίες να δυσκολευτούν να διατηρήσουν μια θέση στα εγχώρια ράφια και να ανταγωνιστούν τις οικονομίες κλίμακος μεγάλων ομίλων.

Από την άλλη, στις μικρότερες αλυσίδες του οργανωμένου λιανεμπορίου το ενεργειακό κόστος ροκανίζει σχεδόν το σύνολο των κερδών, χωρίς να υπολογίζονται μεταφορικά και άλλα κόστη, αναφέρει στέλεχος μεγάλης λιανεμπορικής επιχείρησης.

Τζίρος 3,98 δισ. ευρώ για τον όμιλο Σκλαβενίτη

Πωλήσεις 3,98 δισ. ευρώ, έναντι 3,79 δισ. το 2020, παρουσίασε ο όμιλος Σκλαβενίτη το 2021. Την ίδια ώρα, οι πωλήσεις της μητρικής εταιρείας (Ελληνικές Υπεραγορές Σκλαβενίτης) ανήλθαν σε 3,31 δισ. ευρώ το 2021 από 3,15 δισ. ευρώ το 2020.

Σε ό,τι αφορά τα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων, σε επίπεδο ομίλου ανήλθαν σε 292,7 εκατ. ευρώ από 261,4 εκατ. ευρώ το 2020, ενώ τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε 92,5 εκατ. ευρώ, ποσοστό 2,3% επί του συνολικού κύκλου εργασιών.

Οι επενδύσεις της εταιρείας Ελληνικές Υπεραγορές Σκλαβενίτης πέρυσι ανήλθαν σε 63 εκατ. ευρώ. Συγκεκριμένα, ίδρυσε 6 νέα καταστήματα, ανακαίνισε 80 και ενίσχυσε την ψηφιακή της παρουσία, μέσω της επέκτασης του eMarket σε τρεις νέες περιοχές.