Franz Kafka

Tο κτίσμα

Μετάφραση-επίμετρο Αλεξάνδρα Ρασιδάκη.

Εκδόσεις Αγρα, 2018

σελ. 97,τιμή 10,50 ευρώ

Το μικρό αυτό αφήγημα του Κάφκα, γραμμένο έξι περίπου μήνες πριν από τον θάνατό του (Ιούνιος 1924), πρωτοδημοσιεύτηκε αργότερα με παρεμβάσεις κρίσιμες για την ερμηνεία του – π.χ. μια τελεία έκλεισε «ομαλά» την τελευταία ανολοκλήρωτη φράση του κειμένου, αλλοιώνοντας τον αποσπασματικό χαρακτήρα που εκούσια είτε ακούσια υπαγόρευε το χειρόγραφο.

Εδώ, ο ανώνυμος αφηγητής είναι ένα μοναχικό, ζωόμορφο πλάσμα (αναφέρονται νύχια, πατούσες, αρουραίοι που κρέμονται από τα δόντια του, πρόκειται λοιπόν για ζώο σαρκοβόρο που στοιβάζει τα θηράματά του στο περίτεχνο λαγούμι του). Συχνά στο καφκικό έργο στήνεται το παιχνίδι της μεταμόρφωσης (ανθρωποποίηση του ζώου ή ζωοποίηση του ανθρώπου), μοιράζοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους σε σκαθάρια, σκύλους, τυφλοπόντικες, τσακάλια, ποντικίνες, υπάρξεις που εμπλέκονται σε διλημματικές ή αδιέξοδες καταστάσεις λόγω ταυτοτικής σύγχυσης. Ωστόσο, στον χαοτικό μονόλογο του «Κτίσματος» η φύση του ζώου που εκθέτει τις συνήθειές του, τις φοβίες του, τα σχέδιά του, μένει ασαφής. Αυτό το απροσδιόριστο ζωντανό βρίσκεται σε αέναη σκαπτική και οικοδομική δράση στο υπόγειο κατάλυμά του: σαν άλλος χωρομέτρης, ξετυλίγει μια «τοπογραφική» λογική, απαριθμώντας διπλές εισόδους, στοές, διασταυρούμενους διαδρόμους, μικρές και μεγάλες πλατείες, σήραγγες, ένα διαρκές λαβυρινθώδες εργοτάξιο. Στην προσπάθειά του να επιζήσει σε έναν εχθρικό κόσμο, με μόνιμη την αίσθηση του κινδύνου μιας εισβολής στον υπόσκαφο χώρο του, επινοεί ένα περίπλοκο σύστημα αμυντικών κατασκευών, τελειοποιώντας συνεχώς αυτό το καταφύγιο, ένα ασφαλές αμπρί, που στην αρχή της αφήγησης περιγράφεται ως τόπος άτρωτης ευδαιμονίας και καθησυχαστικής, απόλυτης σιωπής. Το πολυδαίδαλο κτίσμα είναι έργο ζωής, καθημερινός μόχθος και αποκλειστική έγνοια: «Tο χαλαρό και αμμώδες χώμα έπρεπε να σφυροκοπηθεί για να σχηματίσει τη μεγάλη και ωραία θολωτή αίθουσα. Για μια τέτοια δουλειά όμως δεν διαθέτω παρά το κούτελό μου. Με το κούτελο λοιπόν κοπανούσα μυριάδες φορές τη γη, μέρα-νύχτα, ήμουν ευτυχής όταν μάτωνε, γιατί ήταν σημάδι πως άρχιζε να σκληραίνει ο τοίχος». Η προσπάθεια είναι σισύφεια, η δουλειά του χτίστη-συντηρητή δεν σταματά ποτέ, αλλά και η αίσθηση της ιδιοκτησίας μοναδική: «Ξέρω καλά ότι αυτό είναι το κάστρο μου που απέσπασα ξύνοντας και δαγκώνοντας, ποδοπατώντας και σπρώχνοντας, από το αντίξοο έδαφος, το κάστρο μου που δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να ανήκει σε κάποιον άλλο. […] Και όλα, όλα ήσυχα και άδεια».

Ο αόρατος διώκτης

Toν εσωτερικό μονόλογο του τρωγλοδύτη αφηγητή διακόπτει μια μέρα ένας ανεπαίσθητος συριστικός ήχος, ένα επίμονο σφύριγμα που δίνει το σήμα του συναγερμού: στην ιδέα ότι μπορεί να παύσει πλέον να είναι αυτεξούσιος στον πλήρως ελεγχόμενο χώρο του, απειλούμενος από έναν αόρατο εχθρό που σκάβει γύρω του και τον πλησιάζει, ο ένοικος της φωλιάς επιθεωρεί αλλόφρων τα τοιχώματα, σκάβει ακανόνιστα, βιαστικά στις στοές για να εντοπίσει την προέλευση του θορύβου, ανοίγει σπασμωδικά νέες τρύπες – στην ουσία, καταστρέφει πανικόβλητος την καλοσχεδιασμένη διαρρύθμιση του κτίσματος για την οποία ήταν τόσο υπερήφανος. Η αγωνία του αγγίζει τα όρια της παράνοιας: είναι θηρευτής ή θήραμα; κύριος του κτίσματος ή παρείσακτος στο κτίσμα ενός άλλου; Υφίσταται όντως ο απειλητικός ήχος που αφουγκράζεται ή είναι προϊόν μιας διεγερμένης φαντασίας, ενός παροξυμένου φόβου, μιας νεύρωσης; Ο αόρατος διώκτης δεν έχει σωματικότητα, δεν μπορεί να περιγραφεί, απλώς νιώθεται ως άμεσος κίνδυνος. Το ασφαλές καταφύγιο λειτουργεί πλέον ως παγίδα, ο περίκλειστος τακτοποιημένος κόσμος μεταβάλλεται σε εφιαλτικό εγκλωβισμό, γιγαντώνεται σταδιακά η μανία καταδίωξης.

Ο αναγνώστης παρακολουθεί τη σαφή εξέλιξη οικοδόμησης και χάλασης και ενός άλλου, παράλληλου κτίσματος: το ρίζωμα του λόγου, πυκνοδομημένο δίκτυο περιγραφών, συλλογισμών, υποθέσεων, παλινδρομήσεων, αντιφάσεων, αναιρέσεων, αναδιπλώσεων απλώνεται ενόσω ο αφηγητής ξεδιπλώνει τις σκέψεις του: «αποτυπώνεται έτσι η ατελείωτη διαδικασία ολοκλήρωσης του κτίσματος – το μη περατό τού εγχειρήματος αντιστοιχεί στην αποσπασματικότητα του κειμένου» παρατηρεί εύστοχα στο επίμετρό της η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη. Τα δύο κτίσματα, το χθόνιο και το νοητικό, αλληλοκαθρεφτίζονται.

Ως γνωστόν, τα καφκικά κείμενα έχουν ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως, με φιλοσοφικές, πολιτικές, θρησκευτικές, ψυχαναλυτικές και πολλές άλλες προεκτάσεις, χωρίς καμιά τους να διεκδικεί μιαν οριστική, τελεσίδικη ανάγνωση. Δεδομένου ότι «Το κτίσμα» είναι ένα από τα τελευταία κείμενα του συγγραφέα, προσβεβλημένου ήδη από τη φυματίωση και διανύοντας επώδυνα τα τελικά στάδια της νόσου, αρκετοί μελετητές βλέπουν εδώ να σκηνοθετείται η ψυχική πάλη του με την ασθένεια και τον επερχόμενο θάνατο. Στην περίπτωση αυτή, της ψυχοσωματικής αποτύπωσης, ο απειλητικός συριγμός που δημιουργείται κατά τη δίοδο του αέρα στα σπήλαια, στις κοιλότητες των πνευμόνων, στο βρογχικό πλέγμα, διαβρώνοντας τις αντιστάσεις του οργανισμού, προμηνύει την άφευκτη νίκη του αόρατου εισβολέα – πολύ περισσότερο, αν θυμηθούμε ότι ο Κάφκα αποκαλούσε τη φυματίωσή του «θηρίο» (das Tier).

Mία από τις πιο αμφίσημες, αινιγματικές καφκικές ζωογραφίες, που αποδίδεται στη γλώσσα μας υποδειγματικά μεταφρασμένη και σχολιασμένη σε επίμετρο κριτικό κείμενο από την Αλεξάνδρα Ρασιδάκη.

Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.