Σοβαρά διλήμματα, τα οποία ενδέχεται να απαιτήσουν άμεσες απαντήσεις, εγείρονται για την Αθήνα έπειτα από την όξυνση των ευρωτουρκικών σχέσεων και την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Εμπειροι παρατηρητές στις Βρυξέλλες αναφέρουν στο «Βήμα» ότι τις τελευταίες ημέρες και εβδομάδες έχει ήδη αρχίσει να διακινείται η άποψη ότι η διολίσθηση της Αγκυρας προς τον αυταρχισμό συνιστά απόδειξη ότι η ενταξιακή προοπτική της γείτονος πρέπει οριστικά να ενταφιαστεί –στοιχείο που αν επικρατήσει θα θέσει υπό αίρεση έναν από τους θεμελιακούς πυλώνες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Την ίδια στιγμή, η αμφιθυμία που προκαλεί η επικράτηση Τραμπ τόσο με ευρύτερους γεωπολιτικούς όρους όσο και σε σχέση με τη συμπεριφορά που σκοπεύει να ακολουθήσει η κυβέρνησή του έναντι της Τουρκίας δεν επιτρέπει τον παραμικρό εφησυχασμό στην Αθήνα.
Σχέσεις «στο κόκκινο»


Το τελευταίο 10ήμερο, οι σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας βρίσκονται «στο κόκκινο». Η Εκθεση Προόδου της Κομισιόν για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας κατέγραψε τις σοβαρότατες ενστάσεις των Βρυξελλών για την καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, για το πλήγμα στο κράτος δικαίου και για τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης στα οποία έχει προβεί η Αγκυρα στην προσπάθειά της να εξαρθρώσει την οργάνωση Γκιουλέν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου. Οι καταγγελίες που έχουν φθάσει από εκατοντάδες ανθρώπους στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, οι φυλακίσεις ηγετικών αξιωματούχων του κουρδικού κόμματος HDP, οι συλλήψεις δημοσιογράφων και τα πρόσφατα περιστατικά με την ιστορική εφημερίδα «Cumhurriyet» και το «φάντασμα» της επαναφοράς της θανατικής ποινής που πλανάται στην ατμόσφαιρα έχουν δηλητηριάσει μια ήδη δύσκολη, στη διαχείρισή της, σχέση.
Ανησυχία της ΕΕ


Την ίδια στιγμή, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και οι στενοί συνεργάτες του (όπως ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου και ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Ομέρ Τσελίκ) δεν δείχνουν διατεθειμένοι «να… σηκώσουν το πόδι από το γκάζι» –τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο. Προειδοποιούν συνεχώς με αποχώρηση από τη Συμφωνία με την ΕΕ για το Προσφυγικό σε περίπτωση που δεν καταργηθεί άμεσα η βίζα για τούρκους πολίτες, ενώ ο ίδιος ο κ. Ερντογάν κατηγόρησε τη Γερμανία ότι υποθάλπει τρομοκράτες του ΡΚΚ. Ο συνδυασμός όλων των ανωτέρω οδήγησε τη Φεντερίκα Μογκερίνι, ύπατη εκπρόσωπο για την εξωτερική πολιτική, να εκφράσει την «έντονη ανησυχία» της ΕΕ, αλλά παράλληλα να αφήσει ανοιχτό παράθυρο και κανάλια για διάλογο.
Οι εξελίξεις στις ευρωτουρκικές σχέσεις θα αποτελέσουν μείζον θέμα στην ατζέντα του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων που θα πραγματοποιηθεί αύριο στις Βρυξέλλες. Η πραγματικότητα είναι ότι ακόμη και υπό το βάρος της έντασης των δημοσίων δηλώσεων τα κανάλια επικοινωνίας δεν έχουν κοπεί. Ιδιαίτερα δε σε ό,τι αφορά το ζήτημα της κατάργησης της βίζας για τους τούρκους πολίτες που θα επισκέπτονται την ΕΕ, διεξάγεται παρασκηνιακά εκτεταμένος διάλογος με τη διαμεσολάβηση του Συμβουλίου της Ευρώπης, ώστε να βρεθεί η «χρυσή τομή» στο θέμα του αντιτρομοκρατικού νόμου. Η κυρία Μογκερίνι επιδιώκει τη συνεννόηση, και μάλιστα επεχείρησε να επισκεφθεί την Αγκυρα πριν από την αυριανή συνάντηση των ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών –αν και έλαβε την αρνητική απάντηση της τουρκικής πλευράς.
Οι ενταξιακές συνομιλίες


Στο παρασκήνιο όμως έχει αρχίσει να διαμορφώνεται δυναμική ακόμη και υπέρ της διακοπής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως η Βιέννη και η Χάγη, υπάρχει πλέον η άποψη ότι ιδιαίτερα σε περίπτωση που αποφασιστεί η επαναφορά της θανατικής ποινής «θα πρόκειται για την αρχή του τέλους». Σε μια τέτοια περίπτωση είναι σαφές ότι τόσο το Παρίσι όσο και το Βερολίνο, που έχει ακολουθήσει σαφή στάση realpolitik έναντι της Αγκυρας λόγω Προσφυγικού, θα είναι δύσκολο να διαφοροποιηθούν. Διπλωματικές πηγές δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο ορισμένοι υπουργοί να θέσουν το μέλλον των ενταξιακών συνομιλιών με την Τουρκία επί τάπητος στο αυριανό Συμβούλιο.
Στρατηγική σχέση


Τι μέλλει γενέσθαι λοιπόν; Αρκετοί στην ΕΕ, μεταξύ των οποίων και η καγκελάριος της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ, πιστεύουν ότι πρέπει να υπάρχει στρατηγική σχέση με την Τουρκία. Η συμφωνία για το Προσφυγικό εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο και ορισμένοι τη χαρακτηρίζουν πρότυπο για μελλοντική συνεργασία σε θέματα ασφαλείας, εμπορίου κ.ά. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η συμφωνία μοιάζει πολύ ασταθής, καθώς πολλές πτυχές της δεν λειτουργούν ή, έστω, «ασθμαίνουν». Παράλληλα, η ενταξιακή διαδικασία προσφέρει, ακόμη και όπως είναι σήμερα, τον μοναδικό μοχλό πίεσης που διαθέτει η ΕΕ για να επηρεάσει τις εξελίξεις στην Τουρκία.
Αυτός είναι ο λόγος που η Κομισιόν επιθυμεί το άνοιγμα των διαπραγματευτικών κεφαλαίων 23 και 24 για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τη δικαιοσύνη. Η άποψη όσων υποστηρίζουν τη διατήρησή της είναι ότι αν δεν αποτραπεί η εκτράχυνση των κοινωνικών εντάσεων στην Τουρκία τότε θα απειληθεί η ίδια η σταθερότητα ενός κράτους 80 εκατομμυρίων ανθρώπων δίπλα στην ΕΕ με προεκτάσεις απρόβλεπτες.
ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΣΤΗ ΧΙΛΑΡΙ
Η Αθήνα είχε επενδύσει στην εκλογή Κλίντον, εκτιμώντας ότι θα μπορούσε να στηρίξει το αφήγημα περί πόλου σταθερότητας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο. Διπλωματικοί κύκλοι εκτιμούν ότι είναι πρόωρο να πει κάποιος με ασφάλεια αν η διακυβέρνηση Τραμπ θα αποδειχθεί θετική ή αρνητική για τα ελληνικά συμφέροντα σε στρατηγικό επίπεδο, δεδομένης της δεδηλωμένης πρόθεσής του νέου προέδρου για επιστροφή σε πιο απομονωτικές θέσεις.

Τι σημαίνει για την Ελλάδα
Η «νέα σχέση» Ουάσιγκτον – Αγκυρας
Οταν το 2008 ο Μπαράκ Ομπάμα εξελέγη πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, οι στενοί σύμβουλοί του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής τού είπαν ότι οι σχέσεις Ουάσιγκτον – Αγκυρας πρέπει να ενισχυθούν. Η Τουρκία μπορούσε, σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, να αποτελέσει γέφυρα μεταξύ των ισλαμικού κόσμου και της Δύσης επί τη βάσει του μετριοπαθούς μοντέλου πολιτικού Ισλάμ που πρέσβευε, όπως πίστευαν, ο κ. Ερντογάν στην εποχή μετά τον πόλεμο στο Ιράκ. Για τον λόγο αυτόν, το πρώτο ταξίδι του κ. Ομπάμα ως προέδρου στο εξωτερικό ήταν στην Τουρκία.

Ολοι αυτοί οι σχεδιασμοί απεδείχθησαν πλάνες. Ο κ. Ερντογάν είχε δική του ατζέντα που ανεπιτυχώς επεχείρησε να ξεδιπλώσει μετά την Αραβική Ανοιξη. Και σήμερα, για λόγους τελείως διαφορετικούς, η Τουρκία θα φιγουράρει ξανά πολύ ψηλά στην ατζέντα του διαδόχου του, του Ντόναλντ Τραμπ. Ο κ. Ομπάμα και οι συνεργάτες του αντελήφθησαν ότι η συνεργασία με την Τουρκία ήταν πολύ δύσκολη και η καχυποψία ήταν διάχυτη. Ο κ. Τραμπ όμως, με την εκρηκτική του ιδιοσυγκρασία, μπορεί να μην αποδειχθεί όσο «εκλεπτυσμένος» απαιτείται για να διαχειριστεί μια εκρηκτική προσωπικότητα όπως του τούρκου ομολόγου του.
Οσα έγραψε την ημέρα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, στην εφημερίδα «The Hill» που διαβάζει όλο το κατεστημένο της Ουάσιγκτον, ο στενός σύμβουλος του Τραμπ, ο Μάικλ Φλιν, οφείλουν να προβληματίσουν. Ο κ. Φλιν, πρώην υψηλόβαθμος στρατιωτικός και πρώην επικεφαλής της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (DIA) των ΗΠΑ, χαρακτήρισε την Τουρκία «ζωτική για τα αμερικανικά συμφέροντα» και «τον ισχυρότερο σύμμαχο εναντίον του Ισλαμικού Κράτους». Εσπευσε μάλιστα να παρομοιάσει τον Φετουλάχ Γκιουλέν με τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, κατηγορώντας την οικογένεια Κλίντον για τις σχέσεις της μαζί του.
Είναι άγνωστο πόσο θα επηρεαστεί η Αθήνα από τις επιλογές Τραμπ έναντι της Τουρκίας. Ο κ. Ερντογάν χαιρέτισε την εκλογή Τραμπ, λόγω της ανησυχίας του ότι η Χίλαρι Κλίντον θα ακολουθούσε την πολιτική Ομπάμα. Θεωρητικά, ο νέος αμερικανός πρόεδρος δεν θα δώσει τόση έμφαση στην εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Τουρκία, όπως εκτιμά ο Μουχτάμπα Ραχμάν του Eurasia Group σε πρόσφατη ανάλυσή του. Αυτό θα μπορούσε να ενισχύσει την αμερικανοτουρκική συνεργασία σε τακτικό επίπεδο στη μάχη κατά της τρομοκρατίας και του ISIS.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ