Πριν από σαράντα περίπου χρόνια ο Γιάννης Ρίτσος είχε δώσει μια θαυμάσια συνέντευξη αισθητικού περιεχομένου για την ποίηση και τη γλώσσα, κυρίως, στο περιοδικό «Λέξη» που συνδημιουργούσαν ο Θανάσης Νιάρχος και ο Αντώνης Φωστιέρης. Σε ερώτηση σχετική με την έμπνευση και τον τρόπο που παράγεται η ποίηση είχε δώσει μια εντυπωσιακή απάντηση που έθετε μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση στη διαδικασία της δημιουργίας: «Ο ποιητής» είχε πει «είναι ο πρώτος έκπληκτος αναγνώστης του ποιήματός του»!
Από άλλους δρόμους σκέψης αλλά στο ίδιο σχεδόν συμπέρασμα για το ποίημα που γεννιέται ως θαύμα κρατώντας μυστικά ακόμη κι από τον ίδιο τον δημιουργό του, διατηρώντας μια δική του αυτόνομη «ζωή», έφτασε το απόγευμα της 6ης Ιουνίου στην κεντρική αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών η Κική Δημουλά, στην ομιλία που έδωσε κατά την τελετή αναγόρευσής της ως επιτίμου διδάκτορος του τμήματος Αγγλικής Φιλολογίας του Ιδρύματος: «Θα τολμήσω τώρα να καταθέσω εδώ μια εντελώς δική μου άποψη για την απρόβλεπτη συμπεριφορά της ποίησης, μια άποψη που ίσως μόνον ο παραλογισμός θα μπορούσε να τη συμμεριστεί. Εχω λοιπόν την υπόνοια ότι ο λόγος που αντιστέκονται σθεναρά τα ποιήματα που πολιορκούμε να γράψουμε, είναι ίσως γιατί αυτά τα ίδια έχουν ήδη διαλέξει τον τρόπο που θέλουν να γραφτούν, ότι έχουν έναν δικό τους διαμορφωμένο χαρακτήρα και διαμορφωμένες προτιμήσεις και ως προς το θέμα και ως προς τον τρόπο που θα τα διαχειριστούμε. Φτάνω μάλιστα στην ακρότητα να πιστεύω ότι κάποια ποιήματα έχουν ήδη υπάρξει, πριν καν τα σκεφτούμε, να τα γράψουμε. Ετσι θέλω να ερμηνεύω την αντίσταση που προβάλλουν να υποταχθούν αμέσως στη μορφή που η φαντασία μας και η λογική της θέλουν να τους επιβάλλουν»!
Με την ομιλία που είχε τίτλο «Το αυτοδίδακτο πάθος» και ήταν συγκινητική και ρωμαλέα, ανθρώπινη και ακαδημαϊκή η Δημουλά κοίταξε ακόμη μια φορά τα θηρία της ελληνικής ποίησης, τους διακεκριμένους άρρενες ομοτέχνους της, από το ύψος της μεγάλης τέχνης. Οσοι βρεθήκαμε το απόγευμα του Ιουνίου στην επιβλητική αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την κακή ηχητική και τις άβολες καρέκλες, νιώσαμε ακόμη μια φορά ότι μετά τη Δημουλά η έννοια γυναικεία ποίηση έχει οριστικώς παύσει να υφίσταται.

Ξεκίνησε αστειευόμενη και εκτός χειρογράφου, «μια ώρα βρίσκομαι εδώ μέσα και πήρα ήδη διδακτορικό!», και συνέχισε σε τόνο εξομολογητικό: «Η σύμπτωση όμως να εξαντλώ σήμερα τα ογδοηκοστά έκτα μου γενέθλια είναι μελαγχολική, καθώς τείνει προς τη συντόμευση της προσωρινότητας που μας ορίζει. Ωστόσο, ότι επιζώ μετά από τόσες και τόσες τελείες και άνω τελείες που έβαλα στην ποίησή μου και στην ύπαρξή μου, εν είδει προετοιμασίας, είναι ένα θαύμα που κορυφώνεται από το ότι το Πανεπιστήμιο σήμερα προσθέτει στα κεράκια των γενεθλίων μου, που είθισται να σβήνουν, άλλο ένα μεγάλο λαμπερό κερί, που δεν θα σβήσει, ακόμα κι αν το φυσήξει με όλη της τη δύναμη η λήθη. Κι εγώ ως οιονεί τελειόφοιτη της ζωής κι έμπειρη καθώς είμαι στις απώλειες και στα ανεκπλήρωτα όνειρα μπορώ πια να ισχυριστώ ότι πληγώνομαι κοντά στα άλλα σημαίνει και μαθαίνω. Κι αυτή την πικρή και τόσο σύνθετη γνώση έξοχα την απλουστεύει ο Μπόρχες λέγοντας «Και μαθαίνεις, μαθαίνεις, με κάθε αντίο μαθαίνεις»».
Αμέσως μετά ήρθε η ώρα της ποίησης: «Τις φορές που ερωτήθηκα τι είναι ποίηση, απάντησα: ρωτήστε τη σοφή άγνοια… Κι εγώ πιστή στην άγνοια, αυτοσχεδιάζω, ότι η ποίηση είναι από τα πιο επηρμένα μυστήρια, τα πιο αχανή και μόνον ικανοποίηση στις παρομοιώσεις δίνεις αν πεις ότι η ποίηση είναι ένα μείγμα εύγεστων δηλητηρίων σε χρυσά δελεαστικά ποτήρια, ή ακόμα ότι είναι ο πειρασμός, ο δαίμονας που μπαίνει ξαφνικά στο σώμα του κανονικού, προκαλώντας έναν σεληνιασμό γόνιμο, ή ακόμα ότι είναι ένα είδος ευθανασίας των πραγμάτων που υποφέρουν μέσα μας, είτε ως ανικανοποίητα είτε ως προδομένα…».
Και εκείνη ποιος δαίμονας άραγε την έκανε να γράφει; Θυμάται την αγωνία που περνούσε παιδάκι, όταν της αγόραζαν οι γονείς της παπούτσια, μήπως δεν υπήρχαν στο νούμερό της αυτά που της άρεσαν.«Ισως τα ποιήματα που έγραψα να οφείλονται κυρίως στη λύπη μου που όσα ονειρεύτηκα ποθώντας τα δεν υπήρχαν στο νούμερό μου».
Εννοείται ότι η μνήμη, η γλώσσα και η έμπνευση είχαν την τιμητική τους στην ομιλία. Παραθέτω τα σημαντικότερα αποσπάσματα: «Θυμάμαι, άρα καταφέρνω θαύμα: ανασταίνω. …Η μνήμη είναι το δεύτερο Είναι μας, πλασμένο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του πρώτου. Αλλά μήπως η μνήμη δεν είναι και η γλυκιά πατρίδα του παρελθόντος; Εκεί έχει γεννηθεί ένας παλιός καιρός, ένας έρωτας, ένας σκληρός χωρισμός από την παραφορά, πολλά σπουδαία γεγονότα, όπως ο ερχομός μέσω του ταχύπλοου απρόοπτου και η αναχώρηση μέσω της έρπουσας απώλειας…». «…Η γλώσσα είναι που τρομοκρατεί και τις δικές μου αδυναμίες, και πιο συγκεκριμένα οι λέξεις. Εξαρτώμαι απολύτως απ’ αυτές, τους δίνω δε περισσότερη εξουσία απ’ όση στο θέμα, ακόμα και σ’ αυτό που κινείται μέσα σε μια άκρως γοητευτική αοριστία, και το αποκαλούμε έμπνευση. Πιθανολογώ δε ότι η έμπνευση είναι ένας χλιαρός άνεμος που περιστρέφεται γύρω από την παγωνιά της σιωπής. Εγώ εν τω μεταξύ θερμομετρώ τις λέξεις, τις σκεπάζω με τη δική μου θερμοκρασία, ιδιαίτερα εκείνες που τρέμουν σαν λυγμός, γιατί πάντα υπάρχει ένας αποσιωπημένος λόγος, για να κλαίνε και οι λέξεις».
Για το τέλος της ομιλίας η Δημουλά άφησε τον Θεό. Οι «καβγάδες» μαζί του άλλωστε εξελίσσονται από συλλογή σε συλλογή, σχεδόν μισό αιώνα. Εδώ το κείμενο φανερώνει σοφία, ενώ αδιόρατο σχεδόν ανιχνεύεται πικρό χιούμορ: «Εν αρχή, όσο κι αν τίθεται στο τέλος, ευχαριστώ τον υπέρ άνω ημών, τον μέγιστο Ποιητή των πάντων, για τη μακροζωία που δίνει ο ίδιος στο αναπάντητο σιωπώντας. Εξασφαλίζει έτσι την αθανασία των ερωτημάτων. Χωρίς τα ερωτήματα, και ο άνθρωπος, η ποίηση και η τέχνη γενικά θα είχαν παραιτηθεί από την Αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Τον ευχαριστώ ακόμα που και ο ίδιος μάς κρύβεται και για όσα μάς κρύβει. Ισως η απόκρυψη να είναι ένα είδος κιβωτού για να σωθούμε από τον κατακλυσμό των πνιγηρών αποκαλύψεων».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ