Υπό άλλες συνθήκες, η επέτειος των 40 χρόνων για ένα κόμμα εξουσίας θα έδινε την ευκαιρία λαμπρών τελετών. Θα ήταν μια ευκαιρία να επιδειχθεί το αγέρωχο ύφος των κυβερνητικών στελεχών του, εκείνο το αξέχαστο μείγμα αλαζονείας και λαϊκότητας. Σήμερα το ΠαΣοΚ είναι κυβερνητικό κόμμα αλλά δεν είναι κόμμα εξουσίας. Εκεί συνοψίζεται το πρόβλημά του. Εκεί συμπυκνώνεται και η μετακίνηση του ύφους: η αλαζονεία δεν έχει εκλείψει αλλά ανακατεύεται με το παράπονο. Σύμφωνα με το επίσημο αφήγημα, το κόμμα έγινε παρανάλωμα για τη σωτηρία της χώρας. Αλλά κανείς δεν ελπίζει πραγματικά ότι οι πολίτες θα συγκινηθούν πολιτικά από την ηθική δοκιμασία των στελεχών, όσων ασκούν κυβερνητική πολιτική και όσων βρέθηκαν στο εξωκοινοβουλευτικό ημίφως.
Η αποτίμηση της συμβολής του ΠαΣοΚ στη μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας μπορεί να δίνει έρεισμα στο αίσθημα μιας ιστορικής αδικίας. Αλλά η αποτίμηση της Μεταπολίτευσης συνολικά σκιάζεται από τα χρόνια της κρίσης και τη διάρρηξη του περίφημου άλλοτε «συμβολαίου με τον λαό», όψεις του οποίου συνέβαλαν οπωσδήποτε στη σημερινή κατάληξη. Το ΠαΣοΚ δεν βρίσκεται πια σε συμφωνία με την κοινωνία. Η κοινωνία δεν βρίσκεται σε συμφωνία με τον εαυτό της. Και το ΠαΣοΚ επίσης.
Τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης έχουν παράδοση μακροβιότητας. Σαράντα χρόνια για ένα ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κόμμα δεν είναι πολλά. Μάλλον όμως είναι πολλά για το ΠαΣοΚ. Οι ιστορικές αποτιμήσεις είναι από μόνες τους ενδιαφέρουσες αλλά το ζήτημα είναι η πολιτική τους λειτουργικότητα. Σε αυτή την εργαλειακή λογική το ΠαΣοΚ προτάσσει πλέον τον στόχο της ανασύνθεσης της «Δημοκρατικής Προοδευτικής Παράταξης». Το πολιτικό ζήτημα αφορά τους όρους με τους οποίους θα ανακτηθεί η πολιτική ηγεμονία. Είναι προφανές ότι χρειάζεται ένα νέο πολιτικό υποκείμενο.
Ο σχεδιασμός ενός νέου πολιτικού υποκειμένου δεν γίνεται εν κενώ. Χρειάζονται, μεταξύ άλλων, προβολές στον πολιτικό χρόνο. Με μια πρόχειρη εκτίμηση, η Κεντροαριστερά δεν πρόκειται να ανακτήσει βραχυπρόθεσμα την πολιτική ηγεμονία, δηλαδή δεν θα καταστεί σύντομα κεντρικός πόλος δυνητικής εξουσίας. Χρειάζεται, συνεπώς, μια δεύτερη εκτίμηση για την πορεία μέσα από την οποία ο πολιτικός χώρος της Κεντροαριστεράς θα διαμορφώσει ξανά μια δυναμική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να λάβει υπόψη μια σειρά υποθέσεων και ειδικότερα ότι: (α) Μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, όποτε και αν γίνουν, την πρώτη εντολή σχηματισμού κυβέρνησης θα λάβει ο ΣΥΡΙΖΑ. (β) Κατά μεγάλη πιθανότητα, οι επόμενες βουλευτικές εκλογές θα γίνουν στις αρχές του 2015. (γ) Από τη Βουλή που θα προκύψει θα λείπουν οι Ανεξάρτητοι Ελληνες και η ΔΗΜΑΡ. (δ) Στη Βουλή που θα προκύψει θα εκπροσωπείται Το Ποτάμι. Σε αυτό το σενάριο υπάρχουν οι θεωρητικές προϋποθέσεις για τον σχηματισμό κυβερνητικής πλειοψηφίας που θα αφήνει τη ΝΔ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα άλλαξε μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014. Οι κυβερνητικοί εταίροι δίνουν πλέον την αίσθηση ότι διαχειρίζονται μια επικείμενη πολιτική ήττα. Οι προϋποθέσεις για την έξοδο από την κρίση είναι τελείως αβέβαιο αν θα εξασφαλισθούν τους επόμενους μήνες. Το βέβαιον είναι ότι δεν συντελέστηκε η μεταρρύθμιση του κράτους ώστε να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης για την έξοδο από την κρίση και για τη μετά την κρίση περίοδο. Υπ’ αυτές τις συνθήκες η καλλιέργεια ενός συστημικότερου προφίλ από τον ΣΥΡΙΖΑ σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της αναγνώρισης από τους δανειστές της βελτίωσης της μακροοικονομικής εικόνας θα μοχλεύσει στο εσωτερικό τη μεταβίβαση της κυβερνητικής εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό η Κεντροαριστερά τίθεται ενώπιον κατ’ εξοχήν πολιτικών ευθυνών που σχετίζονται με την ομαλή πορεία της χώρας και τη διαμόρφωση καλύτερων συνθηκών ζωής για την ελληνική κοινωνία.
Στην παρούσα φάση το ΠαΣοΚ βρίσκεται δέσμιο στη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ. Οσο επιπλέον διαρκέσει αυτή η συγκυβέρνηση δεν θα μπορέσει να αναπτύξει μια διακριτή φυσιογνωμία που να του δίνει ανοδική εκλογική δυναμική. Συνεπώς ο ρεαλιστικός εκλογικός στόχος για το ΠαΣοΚ είναι η διάσωσή του με ποσοστά μεταξύ των δύο τελευταίων αναμετρήσεων. Θα είναι καλό να τον πετύχει χωρίς να κάψει το χαρτί της «Δημοκρατικής Προοδευτικής Παράταξης», για την οποία δεν υπάρχουν σήμερα οι ουσιαστικές πολιτικές προϋποθέσεις. Ωστόσο το ΠαΣοΚ οφείλει να παρουσιαστεί στις επόμενες εκλογές με σαφώς οριοθετημένο κυβερνητικό πρόγραμμα, στη βάση του οποίου θα δεχθεί ή θα αρνηθεί τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση, χωρίς να αποκλείει εκ των προτέρων τη συνεργασία με όποιον λάβει την εντολή σχηματισμού της.
Είναι ταυτολογία ότι η αποκατάσταση ενός συστημικού σχήματος κυβερνητικής εναλλαγής μεταξύ Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς περνά από την προετοιμασία του κυβερνητικού διαζυγίου τους. Βεβαίως, αυτό δεν συνιστά ικανή συνθήκη για την ανάκτηση της πολιτικής ηγεμονίας από την Κεντροαριστερά, όταν μάλιστα προϋποτίθεται η ένταξή της ως ελάσσονος εταίρου σε ένα διαφορετικό κυβερνητικό σχήμα. Αλλά εδώ τίθενται όλοι ενώπιον των ευθυνών τους και πρωτίστως ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ, που επιπλέον θα βρεθεί μπροστά στη δοκιμασία της εσωτερικής συνοχής του. Εδώ επίσης βρίσκει τα όριά της η εμβέλεια των προβλέψεων και μαζί επανέρχεται το ερώτημα για τις αντοχές της χώρας σε περίπτωση κυβερνητικής αστάθειας. Δεν είναι προβλεπτό πώς θα ανασχηματισθεί ο χώρος της Κεντροαριστεράς σε μείζον πολιτικό υποκείμενο. Το βέβαιον είναι ότι αυτό θα συναρτηθεί με τη συρρίκνωση ή τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι πιθανόν ότι η χώρα θα περάσει από πολιτικούς κλυδωνισμούς. Η προληπτική φοβική αντίδραση όμως απέναντι στο μέλλον απλώς εμπεδώνει συντηρητικά αντανακλαστικά και εγκλωβίζει την Κεντροαριστερά σε μια καθοδική σπείρα. Οσοι δεν βλέπουν πέρα από τη συγκυβέρνηση του ΠαΣοΚ με τη ΝΔ αρνούνται είτε το μέλλον της Κεντροαριστεράς είτε τον ρόλο του ΠαΣοΚ ως συντελεστή αυτού του μέλλοντος. Πράγματι, το δεύτερο ενδεχόμενο είναι λιγότερο δραματικό από το πρώτο, αν παραμερίσουμε τη φόρτιση της Ιστορίας.


* Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ