Ηταν για την μόδα ότι η Φρανσουάζ Σαγκάν για την λογοτεχνία, έγραψαν για τον Ιμπέρ ντε Ζιβανσί. Κάποιοι τον αποκάλεσαν «Ταρζάν» της γαλλικής μόδας λόγω του ύψους του που άγγιζε τα 1,98 μ.. Ο θάνατός του την ώρα που κοιμόταν το βράδυ της Κυριακής σε ηλικία 91 ετών σφράγισε κυριολεκτικά το τέλος των καθοριστικών δημιουργών της γαλλικής μεταπολεμικής μόδας: ο Ντιόρ, ο Μπαλμέν και ο Ζιβανσί ήταν οι εκφραστές της. Και ο μόνος που είχε επιζήσει ήταν ο Ζιβανσί, αν και από το 1995 δεν ξαναπάτησε το πόδι του στον οίκο που ίδρυσε το 1952 σε ηλικία μόλις 25 ετών, και τον οποίο πούλησε στον οίκο ειδών πολυτελείας LVMH το 1988, διατηρώντας για ένα διάστημα τον τίτλο του καλλιτεχνική διευθυντή. Και αυτόν, τον γάλλο αριστοκράτη, γιο μαρκησίου, διαδέχθηκε ένας Βρετανός γιος υδραυλικού, ο ιδιοφυής Τζον Γκαλιάνο, τον Ιούλιο του 1995, μόλις μια μέρα μετά την τελευταία συλλογή με την επιμέλεια του Ιμπέρ.
Μια σειρά τιμητικών και αναδρομικών εκθέσεων για το έργο του την τελευταία τριετία των επανέφεραν στο κέντρο της δημοσιότητας που απέφευγε συστηματικά. Με γυαλιά ηλίου (όχι λόγω εκκεντρικότητας αλλά επειδή κατά τη διάρκεια επέμβασης έχασε την όραση στο ένα του μάτι), με ένα μπαστούνι πάντα στο χέρι, συνέχισε να σκιτσάρει ρούχα ως το τέλος της ζωής του.
Γιος μαρκησίου (με ρίζες σε οικογένεια που πήρε τίτλους ευγενείας στη Βενετία το 1713), προοριζόταν από τον πατέρα του να γίνει δικηγόρος. Πέθανε όμως όταν ήταν σχεδόν τριών ετών ο Ιμπέρ, από την γρίπη που σάρωσε την Ευρώπη και μαζί ματαιώθηκε κάθε πατρικό σχέδιο. Η μητέρα του και η γιαγιά του έγιναν οι μοναδικές πηγές επιρροής του, πλάι τους αγάπησε κάθε τι όμορφο και μυήθηκε στην μόδα. «Θυμάμαι την μοδίστρα να αγγίζει με το χέρι τις πιέτες στο φόρεμα της μητέρας μου» ανακαλούσε ο ίδιος ως μια από τις πρώτες μνήμες του. Όταν έπαιρνε καλούς βαθμούς στο σχολείο, η γιαγιά του, τού επέτρεπε να ανέβει σε μια καρέκλα, να ανοίξει την ντουλάπα και να αγγίξει τα λεπτεπίλεπτα υφάσματα και υλικά που αγόρασε για να φτιάξει πολυτελή ενδύματα. Μεγάλωσε στο Μποβέ και ως παιδί λάτρευε τις επισκέψεις με τη μητέρα του σε αντικερί της περιοχής και του Παρισιού. Σκεφτόταν να γίνει αρχιτέκτονας ή μόδιστρος. Η σχεδόν καθημερινή τελετή μοδιστρικής στο σπίτι του καθόρισε το μέλλον του.
Ξεφύλλιζε τα περιοδικά μόδας στο σπίτι του και κεραυνοβολήθηκε από την πρώτη στιγμή με τις δημιουργίες του Κριστόμπαλ Μπαλενσιάγκα. «Υπάρχει ο Μπαλενσιάγκα. Και υπάρχει ο Θεός. Ο Μπαλεσιάγκα είναι η θρησκεία μου» συνήθιζε να λέει. Σε ηλικία 17 ετών μετακόμισε στο Παρίσι για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών και έσπευσε με ένα πορτφόλιο με τα σχέδιά του να συναντήσει τον Μπαλενσιάγκα. Αυτός φυσικά δεν τον δέχθηκε. Τον γνώρισε λίγα χρόνια αργότερα όταν ο Ζιβανσί άνοιξε τον οίκο μόδας του στο Παρίσι, αφού προηγουμένως είχε μαθητεύσει στα ατελιέ των Ζακ Φαθ, Ελσα Σκιαπαρέλι, Ρομπέρ Πιγκέ, Λουσιέ Λελόνγκ (ο οποίος είχε κατηγορηθεί ότι έντυνε συζύγους και ερωμένες ναζί και γάλλων συνεργατών τους…). Από το 1959 μετέφερε τον οίκο του στη Avenue George V, ακριβώς απέναντι από τον οίκο Balenciaga και μια δυνατή σχέση δημιουργήθηκε μεταξύ τους.
Το στυλ του Ζιβανσί, ιδιοσυγκρασιακό, μοναδικό, απολύτως διαφορετικό από αυτό του ανερχόμενου τότε Ντιόρ, απεγκλώβισε τις γυναίκες από τη δυναστεία της στενής μέσης, έδωσε έμφαση στην απλότητα που δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με απόλυτη γεωμετρία και αυστηρά μαθηματικά. Η πρώτη του κολεξιόν με τον τίτλο «Seperates» αποτελείτο από μακριές ως το πάτωμα αέρινες φούστες και μοναδικού πατρόν και έμπνευσης μπλούζες ανάμεσα στην οποίες η περίφημη Bettina που δημιούργησε για το μανεκέν Μπετίνα Γκρατσιάνι. Διότι ο Ζιβανσί, πάντα δημιουργούσε έχοντας στο μυαλό του συγκεκριμένες γυναίκες. Στην αρχή ήταν η Τζάκι Κένεντι -πελάτισσα του πριν ακόμα γίνει Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ. «Ολες ήθελαν να ντύνονται σαν και αυτή» θυμάται. Και μετά μπήκε στη ζωή του η Οντρεϊ Χέπμπορν.
Την γνώρισε το 1953 στο Παρίσι, τους σύστησε ο σκηνοθέτης Μπίλι Γουάιλντερ προκειμένου να την ντύσει για την ταινία «Σαμπρίνα». «Ηρθε φορώντας ένα μικρό t shirt και στενό κάπρι παντελόνι και απογοητεύθηκα τόσο πολύ που δεν ήταν η Κάθριν Χέπμπορν όπως νόμιζα» είχε αποκαλύψει. Η σχέση τους δυνατή, σαν ανδρόγυνο που τροφοδοτούσε διαρκώς ο ένας τον άλλο με ιδέες, χωρίς ποτέ να υπάρξει ερωτισμός. «Ηταν ένα είδος γάμου. Ποτέ δεν άσκησε κριτική ο ένας στον άλλο. Υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη», έλεγε ο μόδιστρος. Ως το τέλος της ζωής του έμεινε στο πλευρό του γάλλου επίσης σχεδιαστή Φιλίπ Βενέ ο οποίος ήταν δίπλα του όταν άφησε την τελευταία του πνοή το βράδυ της Κυριακής.
Για χάρη της Χέπμπορν σχεδίασε το επικό μικρό μαύρο φόρεμα για την ταινία «Πρόγευμα στο Τίφανις» το οποίο πουλήθηκε σε δημοπρασία από τους Christie’s στο Λονδίνο το 2006 έναντι 923.187 δολαρίων. Για χάρη της δημιούργησε και το πρώτο από τα αρώματά του, το «L’Interdit» με την σταρ να ποζάρει για την καμπάνια με την Χέπμπορν να ποζάρει στον φακό του Ιρβινγκ Πεν. Δεν σταμάτησε να μιλά για αυτήν ως το τέλος της ζωή του. Εβρισκε συναρπαστικό το έμφυτο στυλ της «η αλήθεια είναι ότι βοηθάει να έχεις γεννηθεί με αυτό» και την αγάπη της για την απλότητα –ένα ακόμα στοιχείο που λάτρευε στον Μπαλενσάγκα. Ο ίδιος κυκλοφορούσε πάντα με κοστούμια Cifonelliκαι Huntsman, γαλάζια πουκάμισα με σκληρό λευκό γιακά, και μανικετόκουμπα Charvet.
Υπήρξε μανιώδης συλλέκτης έργων τέχνης και αντικών –στον αναγεννησιακό πύργο του 17ου αιώνα όπου ζούσε στο Jonche δυο ώρες έξω από το Παρίσι είχε μοναδικά έργα τέχνης που έβλεπες σε κάθε γωνιά -τρία έργα του Μιρό, γλυπτά του Τζιακομέτι, αναγεννησιακά πορτρέτα. Eκεί, συχνά ονειρευόταν τα βράδια ότι σχεδιάζει την επόμενη κολεξιόν του. Ή ότι βρίσκεται στα παρασκήνια μέσα σε έναν πυρετό προετοιμασίας, σίγουρος ότι δεν θα προλάβει να είναι έτοιμος στην ώρα του. «Και ξαφνικά ξυπνούσα και συνειδητοποιούσα ότι όχι, δεν έπρεπε να παρουσιάσω τη νέα μου κολεξιόν στις 10 το πρωί στο Grand Hôtel». Αυτή η αίσθηση του έλειπε, ναι. Όχι όμως και η νέα κατάσταση στον χώρο της μόδας.
Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις είχε δηλώσει: «Ισως σοκάρω κάποιους, αλλά πιστεύω ότι η υψηλή ραπτική έχει τελειώσει. Τα πράγματα που δημιουργούν πια δεν έχουν νόημα. Δεν ξέρω τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον στη μόδα. Και το σίγουρο είναι ότι δεν θα είμαι ακόμα εδώ για να το διαπιστώσω». Πέθανε ήρεμος, στον ύπνο του, έχοντας διατρανώσει πολλές φορές στη ζωή του «είμαι ευτυχισμένος. Εκανα αυτό ακριβώς που ήθελα στη ζωή μου. Ακολούθησα το πάθος μου».