«Στενοχώρια», «ντροπή» και «απορία». Αυτές είναι οι τρεις λέξεις που κυριαρχούν στον θεατρικό κόσμο από την περασμένη Τρίτη, ημέρα που ο υπουργός Πολιτισμού παρουσίασε τον Γιαν Φαμπρ στο ελληνικό κοινό ως καλλιτεχνικό διευθυντή(;) ή «curator» του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Κάποιοι, πιο τολμηροί, μιλούν για «εθνική προσβολή», για τη μετατροπή της Ελλάδας σε «βελγικό προτεκτοράτο», για «καλλιέργεια διχασμού» μέσα στους κόλπους του θεάτρου, για «απαξίωση των ελλήνων καλλιτεχνών», καθώς και για «απαράδεκτη φασιστική απόφαση». Και όλα αυτά μέσα στην τρέχουσα σκληρή πραγματικότητα.
Η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό θέατρο ήταν απροετοίμαστο για τις εξελίξεις και σήμερα είναι σε κατάσταση σοκ, σε πανικό. Ηθοποιοί και σκηνοθέτες, είτε είδαν τις παραστάσεις τους να «κόβονται» είτε να «εγκρίνονται», εκφράζουν την έκπληξή τους για τις κυβερνητικές επιλογές.
Και αν τα τελευταία χρόνια είχε ξεκινήσει (καλώς) μια κριτική για το περιεχόμενο του Φεστιβάλ επί θητείας Λούκου, το νέο Φεστιβάλ Γιαν Φαμπρ διέκοψε κάθε συζήτηση τοποθετώντας τα πράγματα σε άλλη βάση. Από το «κάθε χρόνο στην Επίδαυρο ο Κακλέας με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο και τον Αριστοφάνη» ή «κάθε χρόνο στην Πειραιώς η νέα παραγωγή της Λένας Κιτσοπούλου» γυρίσαμε πίσω δεκαετίες: όταν στην Επίδαυρο κατέβαινε αποκλειστικά το Εθνικό Θέατρο. Και ξεχάστηκαν οι μάχες που είχαν δοθεί ώστε να ενταχθεί το Κρατικό Βορείου Ελλάδος –και αργότερα το Θέατρο Τέχνης, μαζί με μια μεγάλη νίκη του θεάτρου. Τώρα το ρολόι γύρισε στο παρελθόν. Και στο θέατρο το δημόσιο κέρδισε την ιδιωτική πρωτοβουλία. Από την περασμένη Τρίτη τηρείται μια στάση αναμονής, ενώ παράλληλα γίνεται προσπάθεια να κατέβουν οι τόνοι περί «ανθελληνισμού».
Καθώς το νέο καθεστώς του Φεστιβάλ έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία, οι θεατρικές παραγωγές που είχαν πάρει το «πράσινο φως» επί Λούκου και είχαν ξεκινήσει την προετοιμασία τους αναμένουν μια απάντηση από το υπουργείο Πολιτισμού: τόσο η «Ορέστεια» σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά όσο και ο «Πλούτος» από τους Κιμούλη – Μπέζο – Φιλιππίδη – Χαϊκάλη απέστειλαν μέσω των παραγωγών τους επιστολή προς τον Αριστείδη Μπαλτά αξιώνοντας μια απάντηση. Παράλληλα ασκούνται πιέσεις, από κάθε πλευρά, για μια σχετική τροποποίηση του προγράμματος –μια σκέψη είναι η συνεργασία των θιάσων με ΔΗΠΕΘΕ της χώρας ώστε με την ομπρέλα του κράτους να μπορέσουν να πάρουν άδεια εισόδου στο Φεστιβάλ. Γι’ αυτό και οι καλλιτέχνες αποφεύγουν να εκφραστούν δημόσια «μη τυχόν και αλλάξουν τα πράγματα».

«Το Φεστιβάλ είναι μια γιορτή της πόλης.
Μια γιορτή που όλοι λαχταρούμε να βρεθούμε ο ένας με τον άλλον, να υποδεχθούμε παραστάσεις» λέει ο Νίκος Καραθάνος, που υπογραμμίζει την ανάγκη να μείνει το θέατρο ενωμένο μπροστά σε αυτή τη νέα κατάσταση. Ο ίδιος συμμετείχε-συμμετέχει ως σκηνοθέτης στην πρόταση του Θεάτρου Τέχνης με τους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη και παραγωγό τον Τάσο Παπανδρέου. «Δεν θα πετάξει κανένα πουλί» λέει ο τελευταίος. «Αναμένω με αγωνία να κολλήσει ένα πουλί στη φωτογραφία του Φαμπρ, όπως είχε γίνει κάποτε με τον Τσάτσο». Τέλος, ο Γιώργος Λυκιαρδόπουλος, παραγωγός στην «Ορέστεια», αναρωτιέται –και εμείς μαζί του –«αν ετέθη από την ελληνική πλευρά ένα πλαίσιο στη συνεργασία με τον Φαμπρ». Το πρόγραμμα πάντως που ανακοινώθηκε (και αποτελεί το 80% του συνολικού) δεν αφήνει περιθώρια «πλαισίου».
Τέλος, έχει ενδιαφέρον να δει κανείς πως στον ενημερωτικό φάκελο προς δημοσιογράφους το υλικό έχει την αποκλειστική σφραγίδα Troubleyn / Jan Fabre Performing Arts. Οσο για τον βέλγο καλλιτέχνη, είναι ο μόνος που κατάφερε να χρηματοδοτηθεί από τη χώρα εκείνη που κάθε λίγο και λιγάκι «τρέχει» στις Βρυξέλλες να βρει λεφτά. Παράδοξο, θα σκεφθεί κανείς. Παράδοξο και ελληνικό…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ