Η χθεσινή παρουσίαση του προϋπολογισμού της Γαλλίας για το 2026 από τον κεντρώο πρωθυπουργό Σεμπαστιέν Λεκορνί, ο οποίος την περασμένη Παρασκευή, ανέλαβε για δεύτερη φορά το αξίωμα, αφού είχε παραιτηθεί τέσσερις μέρες νωρίτερα, έχοντας ηγηθεί μιας κυβέρνησης μόλις 14 ωρών, είχε έναν κύριο σκοπό: να καταφέρει να πείσει τους αντιπολιτευόμενους Σοσιαλιστές να μην στηρίξουν πρόταση μομφής εναντίον του.
Για να επιτύχει τον στόχο του, ο Λεκορνί ικανοποίησε δύο από τα βασικά αιτήματα των Σοσιαλιστών: την άμεση και πλήρη αναστολή της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού, μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2027, και τη μη χρήση του άρθρου 49.3 του συντάγματος, η οποία δίνει στη γαλλική κυβέρνηση, την ευχέρεια να περνά νομοσχέδια χωρίς να έχουν ψηφιστεί στην Εθνοσυνέλευση.
Το συγκεκριμένο άρθρο είχαν χρησιμοποιήσει συχνά, -και είχαν ιδιαιτέρως επικριθεί για αυτό-, οι προηγούμενες γαλλικές κυβερνήσεις, κυρίως κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του κεντρώου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν μετά το 2022.
Αύριο οι προτάσεις μομφής
Αύριο Πέμπτη, η γαλλική Εθνοσυνέλευση θα εξετάσει τις δύο προτάσεις μομφής που κατέθεσαν ήδη από τη Δεύτερα, η ακροαριστερή Ανυπότακτη Γαλλία, του Ζαν Λικ Μελανσόν (που διαθέτει 71 βουλευτές) και η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν (123 βουλευτές), οι οποίες όμως δεν έχουν πιθανότητες να ρίξουν την κυβέρνηση – για την πτώση της οποίας απαιτείται πλειοψηφία 289 βουλευτών επί συνόλου 577 βουλευτών.
Ο ρόλος των Σοσιαλιστών
Σημειωτέον ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα που διαθέτει 69 βουλευτές, δεν θα μπορούσε προφανώς να ρίξει μόνο του την κυβέρνηση, ωστόσο εξελίσσεται σε καθοριστικό παράγοντα για την επιβίωση της με στόχο την ψήφιση του προϋπολογισμού του 2026, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, και την αποτροπή της πολιτική παράλυσης στην οποία έχει περιέλθει η Γαλλία.
Με την επιλογή του να μην προκαλέσει την πτώση της κυβέρνησης, το Σοσιαλιστικό Κόμμα απομακρύνει το ενδεχόμενο επιδείνωσης της θεσμικής κρίσης στη Γαλλία.
Δείχνει επίσης ότι δεν ενεργεί απλώς μέσα από μια λογική στείρας αντιπολίτευσης αλλά με διάθεση διαλόγου και διαπραγμάτευσης, γεγονός που μπορεί να ενισχύσει την αξιοπιστία του ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη. Οι Σοσιαλιστές διατηρούν ωστόσο έναν μοχλό πίεσης στην κυβέρνηση – την απειλή της μομφής.
Αυτή η στάση τους, δίνει τον χρόνο, στην κεντρώα κυβέρνηση Λεκορνί ώστε ορισμένες μεταρρυθμίσεις, είτε να ανασταλούν, είτε να τροποποιηθούν, σύμφωνα με τα αιτήματα των Σοσιαλιστών (όπως η μεταρρύθμιση των συντάξεων, ή η χρήση του άρθρου 49.3). Σε κάθε περίπτωση, εξασφαλίζει τη δυνατότητα να συζητηθούν ενδελεχώς στην Εθνοσυνέλευση. Αυτό επεσήμανε άλλωστε και στη συνέντευξή του χθες βράδυ στο γαλλικό τηλεοπτικό δίκτυο TF1, o ηγέτης των γάλλων Σοσιαλιστών, Ολιβιέ Φορ, “Θέλω να υπάρξει διάλογος επί των ζητημάτων στη βουλή”, τονίζοντας ότι το κόμμα του εξακολουθεί να παραμένει στην αντιπολίτευση.
Οι Σοσιαλιστές θέτουν ένα στοίχημα με τους ίδιους και με τη γαλλική κοινωνία, το οποίο επιδιώκουν να κερδίσουν, καθώς διατρέχουν τον κίνδυνο να κατηγορηθούν για καιροσκοπισμό, αν οι προϋποθέσεις που έθεσαν στην κυβέρνηση Λεκορνί δεν γίνουν σεβαστές, και ακόμη χειρότερα, να επιτιμηθούν ως «χρήσιμοι ηλίθιοι» για να στηρίξουν την κυβέρνηση και τον πρόεδρο Μακρόν.
Το ερώτημα είναι ωστόσο πώς θα πολιτευθεί στο εξής η κυβέρνηση Λεκορνί, και αν θα αντέξει, όχι μόνον μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της ψήφισης του προϋπολογισμού (31/12) αλλά και το διάστημα που θα ακολουθήσει, δεδομένου ότι τον Μάρτιο του 2026, αναμένεται να διεξαχθούν δημοτικές εκλογές στη Γαλλία, γεγονός που θα ωθήσει τα γαλλικά κόμματα να προωθήσουν το καθένα τη δική του ατζέντα και να μετρήσει τις δυνάμεις του ενόψει των κρίσιμων προεδρικών εκλογών του Απριλίου 2027.






