Λίγα πράγματα εξίταραν τη φαντασία μου ως μικρού παιδιού περισσότερο από τους μυστικούς πράκτορες. Μπορεί να έχει να κάνει με τις πρώτες κινηματογραφικές προσλαμβάνουσες. Διότι, φυσικά, η εμβληματικότερη μορφή ήταν ο Τζέιμς Μποντ.
Πίνοντας εκείνο το περίεργο για τα παιδικά μάτια ποτό που το ήθελε «χτυπημένο, όχι ανακατεμένο», μπλέκοντας σε όλων των ειδών τις περιπέτειες, κατέληγε πάντα νικητής – και έχοντας ενσταλάξει στο κοινό του λίγη από τη δυτική «αλήθεια» του Ψυχρού Πολέμου. Ατσαλάκωτος και χρησιμοποιώντας όλη τη σύγχρονη τεχνολογία της εποχής γοήτευε με την απόλυτη ψυχρότητα κατά την εκτέλεση της συνήθως βρόμικης δουλειάς του.
Εκ των υστέρων δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς την κρυφή αλήθεια όλων αυτών των ταινιών που δείχνουν ξεκάθαρα ότι στον βωμό της πληροφορίας τα σύγχρονα κράτη επενδύουν όλους τους πόρους τους στην ασφάλεια.
Αλλά πέρα από τον Τζέιμς Μποντ η ιδέα του πράκτορα και του κατασκόπου έφτανε ελκυστική στα μάτια και στα αυτιά μας με όλους τους τρόπους: ποια δεν θα γοητευόταν να φαντάζεται ότι είναι μια Μάτα Χάρι. Μια μοιραία γυναίκα που γοητεύει με τις χορευτικές της ικανότητες, καθηλώνει τα αντρικά βλέμματα και καταγράφει πολύτιμες πληροφορίες, κινούμενη με διαβατήριο την ομορφιά ανάμεσα στα στρατόπεδα του ολέθρου. ΟΚ, η Μάτα Χάρι δεν είχε και το καλύτερο τέλος – μάλλον επειδή δεν ήταν αποκύημα φαντασίας αλλά πραγματική γυναίκα – αλλά στο φαντασιακό μας στην εφηβεία ποιος ασχολείται με την ιστορική αλήθεια;
Βέβαια, όπως συμβαίνει συνήθως, η μεταφορά στην ελληνική πραγματικότητα δεν είναι πάντα τόσο γοητευτική, αν και μπορεί να γίνει απολαυστική. Το «αρχέτυπο» του έλληνα πράκτορα δεν είναι άλλος από τον περιβόητο Θου Βου του Θανάση Βέγγου (ειρήσθω εν παρόδω, αναμένω με ανυπομονησία το βιογραφικό graphic novel «ΘΒ – Η γαλέρα της ζωής μου», σε σενάριο Σπύρου Δερβενιώτη και σχέδιο Θανάση Πέτρου, εκδ. Μικρός Ήρως).
Στην παρωδία του Τζέιμς Μποντ, που γέμισε τις αθηναϊκές κινηματογραφικές αίθουσες τη δεκαετία του 1960, ο ατζαμής πράκτορας προκαλεί ένα σωρό αναστατώσεις και προφανώς δεν παρουσιάζει την αντίστοιχη αποτελεσματικότητα. Χαρακτηριστικό είναι ότι το κωδικό του όνομα, το κλασικό 000, απορρέει από τη βαθμολογία του κατά τις τελευταίες τρεις δοκιμασίες των εξετάσεων. Μιλάμε δηλαδή για παταγώδη αποτυχία, η οποία ωστόσο ευφραίνει μέσα από τη διακωμώδηση των – υποτίθεται – παντοδύναμων κρατικών οργανισμών που – υποτίθεται – μεριμνούν για την εθνική ασφάλεια.
Αφορμή για αυτές τις σκέψεις ήταν το γεγονός ότι τέτοιες ημέρες το 1953 ιδρύθηκε η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ), η οποία τη δεκαετία του 1980 θα μετονομαστεί σε Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ).
H ΚΥΠ είναι συνδεδεμένη με το τραύμα του διχασμού και του εμφυλίου, καθώς ήταν αφιερωμένη στον αγώνα κατά του κομμουνισμού, υπό την όχι και τόσο διακριτική εποπτεία της CIA. Αυτό που στο διεθνές πλαίσιο μεταφράζεται σε ένα κοσμοπολιτικό σκηνικό όπου οι πράκτορες παρακολουθούν τις κυβερνήσεις πίνοντας ντράι μαρτίνι, στο τοπικό πλαίσιο είναι συνυφασμένο με τα ξερονήσια, την εξορία (κάτι ήξερε επ’ αυτών και ο Βέγγος) και τον πληροφοριοδότη (συνήθως χρησιμοποιείται άλλη λέξη) της γειτονιάς.
Η μετατροπή της ΚΥΠ σε ΕΥΠ, που ακολούθησε το κλείσιμο των βιβλίων του εμφυλίου στη μεταπολίτευση, είχε σκοπό να μετατρέψει μια εν πολλοίς στρατιωτική υπηρεσία σε πολιτική, να την εκμοντερνίσει στο όνομα της προστασίας της πολιτικής κοινότητας.
Η επιτυχία του πειράματος δεν ξέρω πόσο επιτυχής είναι τελικά, αν συνυπολογίσουμε τις σχετικά πρόσφατες εξελίξεις, όπου στελέχη της ΕΥΠ και άτομα πολύ κοντά στον πρωθυπουργό φέρονται να εμπλέκονται στο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, που, περιέργως, μοιάζει να πέρασε στα ψιλά (για δυτική χώρα). Πλάι στην αποδιάρθρωση των υποδομών και των συνθηκών διαβίωσης, όταν η «Επιχείρηση Γης Μαδιάμ» αγγίζει και τον στενό πυρήνα του κράτους, κανείς δεν μπορεί να διαψεύσει ή να επιβεβαιώσει ότι κάτι φαίνεται να είναι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας.