Οι συχνές αλλαγές των τρόπων επιλογής των υποψηφίων μαθητών για τις πανεπιστημιακές σχολές, σε συνδυασμό με τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό φοιτητών που δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές των στον προσδιορισμένο χρόνο, τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό ΑΕΙ– και λόγω της παράλογης προσθήκης των ΤΕΙ στα ΑΕΙ, ως και τον κλειστό, αυθαίρετο και πελατειακό αριθμό των προς εισαγωγή φοιτητών– φανερώνει ότι δεν γνωρίζομε τι θέλομε να επιτύχωμε και πως. Δεν έχομε καταλήξει στον έγκυρο και αξιόπιστο, τον αποτελεσματικό τρόπο επιλογής των αξιοτέρων για ανώτατες σπουδές μαθητών. Εχουν δοκιμασθεί τρόποι πολλοί τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά κανένας τρόπος δεν έγινε αποδεκτός ως ο πιο αποδοτικός, ο πιο αποτελεσματικός, ο πιο έγκυρος, ο πιο λειτουργικός και ο ολιγώτερο σπάταλος. Μετά και την ψήφιση του νόμου περί ιδιωτικών ΑΕΙ, ο όντως αξιοκρατικός τρόπος επιλογής των μαθητών είναι επιβεβλημένος.

Ο σημερινός υπουργός Παιδείας επιδίδεται στο ίδιο σπορ της αλλαγής του τρόπου εισγωγής των μαθητών στα ΑΕΙ, όπως και προηγούμενοι υπουργοί, με περίπου τον ίδιο τρόπο και την ίδια πελατειακή πρόθεση: να «εξυπηρετήσει» όσο γίνεται περισσότερους εις βάρος της ποιότητας των σπουδών, των αναγκών της οικονομίας και της κοινωνίας, και να προσθέσει και αυτός νέες σπατάλες. Στο άρθρο αυτό προτείνομε να μην ακολουθήσει την πεπατημένη, αλλά άλλη, ρηξικέλευθη και ορθολογική προσέγγιση, πιθανόν πιο λειτουργική, πιο αποτελεσματική.

Α. Το βασικό και άλυτο πρόβλημα όλων των εξετάσεων είναι ότι όλες περιορίζονται στην εξέταση των γνώσεων των μαθητών με τρόπο λεκτικό-γλωσσικό (ερωτήσεις και απαντήσεις σε μία κόλλα χαρτί), και όχι με εξειδικευμένες εν έργω δοκιμασίες δεξιοτήτων, διαπρακτικών, επινοητικών-δημιουργικών, χωρίς αξιολόγηση της κατανοήσεως και της δυνατότητας χρήσεως των γνώσεων που υποτίθεται ότι κατέχουν, ως και της ποιότητος της κρίσεώς των. Μάς ενδιαφέρει ο βαθμός αποστηθήσεως των αφηρημένων γνώσεων και όχι η διάκριση των «παπαγάλων» από τους διαλογιζομένους, αυτούς που έχουν ορθολογική, γόνιμη σκέψη, οξεία κρίση και καινοτομική αντίληψη, ως και εδραιωμένη άποψη; Μάς ενδιαφέρει «αν γνωρίζουν τα σήματα οι μαθητές και όχι αν μπορούν να οδηγήσουν;» (βλ. άρθρο της Λ. Κουφάκη, «Η Καθημερινή», 17/2/2024, σ. 7).

Β. Είναι οι λεκτικού τύπου εξετάσεις εξ ίσου έγκυρες και αξιόπιστες να επιλέξουν τους έχοντες την έφεση να γίνουν καλοί μελλοντικοί οικονομολόγοι, μηχανικοί, ιατροί, γεωπόνοι, πλοίαρχοι; Απαιτούνται τα ίδια προσόντα για όλα αυτά τα επαγγέλματα και όχι άλλα, τα οποία πρέπει να διακριβώνονται; Μπορεί να γίνει καλός δάσκαλος ἠ δικηγόρος ένας δυσλεξικός και κακόφωνος μαθητής; Χειρουργός κάποιος που φοβάται τα τραύματα ἠ έχει τρεμάμενα χέρια; Πιλότος ἠ αλεξιπτωτιστής κάποιος ο οποίος φοβάται το ύψος; Αρκούν τα Μαθηματικά να γίνει κάποιος καλός ναυπηγός, η Χημεία να γίνει οδοντίατρος, η Φυσική να γίνει Μηχανικός; Απαιτούν όλοι αυτοί οι κλάδοι γνώσεις μόνον θεωρητικές, αφηρημένες, ἠ και δεξιοτεχνικές, απτικο-κινητικές, ψυχο-διανοητικές και σωματικές; Γιατί δεν αξιολογούνται οι μαθητές με τρόπο διαγνωστικό;

Γ. Αφού οι πανελλήνιες εξετάσεις είναι «τυφλές» και παπαγαλικές, δεν επιλέγουν, αλλά απλώς κατατάσσουν, δεν κάνουν διακρίσεις ποιοτήτων, και κοστίζουν στους γονείς και στο κράτος πολλά εκατομμύρια ευρώ και αμέτρητο άγχος, γιατί δεν δοκιμάζεται η ίδρυση 4ης τάξεως στο Λύκειο προπανεπιστημιακή, προετοιμαστική για αυτούς που έχουν πάρει 14 και επάνω στο εθνικό απολυτήριο του Λυκείου, το οποίο όντως πρέπει να επανέλθει; Το περιεχόμενο των εξειδικευμένων μαθημάτων και των εργαστηριακών δραστηριοτήτων στην 4η τάξη πρέπει να είναι πραξιακές, εφαρμοστικές, κατανεμημένες στους κύριους κλάδους των επιστημών και των επαγγελμάτων. Πρέπει να γίνονται ασκήσεις στον προφορικό λόγο, συγγραφή εκθέσεων, επίλυση πρακτικών προβλημάτων, επιστημονικά πειράματα, τεχνικές κατασκευές και δοκιμές έργων κ. ά, όχι όμως πάλι θεωρητικά μαθήματα.

Δ. Υποστηρίζομε ότι μία 3ωρη εξέταση-μέτρηση στις πανελλαδικές εξετάσεις δεν είναι αξιόπιστη, έγκυρη και επαρκής για ασφαλές και τελεσίδικο συμπέρασμα· η τυχαιότητα και η συγκυρία αλλοιώνουν το αποτέλεσμα· το άγχος, η αγωνία και το στρες επιδρούν επίσης στο αποτέλεσμα· δεν ελέγχεται η ψυχολογική ωριμότητα, η ετοιμότητα και η αποφασιστικότητα των υποψηφίων για ανώτατες σπουδές. Αντιθέτως, η φοίτηση σε μία προ-ετοιμαστική τάξη 9μηνης διάρκειας είναι πολλαπλώς ανώτερη μίας 3ωρης πανελλήνιας διαγωνιστικής διαδικασίας, και τούτο διότι σε μία τέτοια εξέταση υπεισέρχονται όλοι οι ανωτέρω αρνητικοί παράγοντες.

Ε. Προστίθεται βεβαίως μία επί πλέον βαθμίδα με την προσθήκη της προετοιμαστικής τάξεως μεταξύ μέσης και πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως, η οποία αυξάνει το κόστος και τον χρόνο των σπουδών. Ομως εκτιμούμε ότι το συνολικό κόστος, οικονομικό, ψυχολογικό, χρονικό, ποιοτικό, θα είναι

σαφώς μικρότερο, αφού θα αποφεύγονται οι κοπιώδεις, οι αγχωτικές και οι ψυχοφθόρες πολυετείς παπαγαλικές προετοιμασίες στα φροντιστήρια. Θα αποφεύγονται επίσης, σε μεγάλο βαθμό, και οι εσφαλμένες επιλογές των μαθητών ως προς την καταλληλότητά των για πανεπιστημιακές σπουδές, και ειδικώς για τους κλάδους που επιλέγουν– λόγω ανωριμότητας, άγνοιας και μη επαρκούς δοκιμασίας– το κόστος των οποίων είναι τεράστιο και φαίνεται αφ’ ενός στην μεγαλύτερη διάρκεια σπουδών πολλών φοιτητών (π.χ. αναρίθμητες επανεξετάσεις, αναίσχυντες αντιγραφές, απαίτηση του «δημοκρατικού, εξισωτικού» πέντε), και αφ’ ετέρου στις χαμηλού επιπέδου επιδόσεις των και στον μειωμένο αριθμό αποφοίτων. Ετσι θα αποφύγομε και τους «αιώνιους» φοιτητές!

ΣΤ. Είναι απαραίτητο να ξεκινά η σταδιακή επιλογή των αξιοτέρων μαθητών σε προηγούμενα σχολικά επίπεδα, και όχι να συμφύρονται όλοι, ικανοί για πανεπιστημιακές σπουδές και μη ικανοί. Να γίνει επαναφορά των εισαγωγικών εξετάσεων από το Γυμνάσιο προς το Λύκειο και επαναφορά των εξετάσεων για την απόκτηση εθνικού απολυτηρίου Λυκείου. Με αυτόν τον τρόπο θα μειώνεται ο αριθμός των μαθητών προς τα πανεπιστήμια και θα κατευθύνονται σε άλλες επαγγελματικές σχολές έγκαιρα με μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας για το ψυχολογικό καλό των μαθητών και της κοινωνίας, και βεβαίως της οικονομίας.

Ζ. Να γίνει επιτέλους αυστηροποίηση των εξετάσεων προαγωγής των μαθητών από τάξη σε τάξη στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Ετσι θα εκλείψει το γελοίο φαινόμενο: «ο μαθητής προήχθη, έστω και αν πήρα βαθμό κάτω από την βάση»!

Η. Αξιολόγηση των μαθητών χωρίς την παράλληλη ουσιαστική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών όμως είναι μία φάρσα, μία γελοιότητα που δείχνει την

υποκρισία των πολιτικών και των εκπαιδευτικών. Επιτέλους, ας εφαρμοσθεί με τρόπο συστηματικό η τακτική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών με συνέπειες για τους ανεπαρκείς μισθολογικές και βαθμολογικές, ως και με μεταθέσεις σε άλλες υπηρεσίες.

Θ. Να υπάρχει περιορισμός των επιλογών των επιτυχόντων υποψηφίων φοιτητών. Οι μαθητές που πληρούν τις προϋποθέσεις εισαγωγής σε ΑΕΙ να έχουν 2 ἠ 3 επιλογές παρεμφερών σχολών και πανεπιστημίων, και όχι πάμπολλες και σε άσχετα αντικείμενα, όπως ισχύει τώρα.

Ι. Ποιοτική επιλογή των μαθητών χωρίς παράλληλη βελτίωση της ποιότητος των πανεπιστημιακών σπουδών και την πιο εύτακτη και εύρυθμη ακαδημαϊκή λειτουργία των πανεπιστημίων δεν έχει νόημα. Είναι απαραίτητη η κατάργηση της διαρκούς μεταφοράς μαθημάτων από εξάμηνο σε εξάμηνο, με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται τεράστιος αριθμός στα τελευταία εξάμηνα και έτσι να ανατρέπεται η ακαδημαϊκή σειρά, να υποβαθμίζονται οι σπουδές και να αυξάνεται άσκοπα η γραφειοκρατία. Φοιτητής που αποτυγχάνει σε ένα υποχρωτικό μάθημα, να έχει την δυνατότητα επανεξετάσεως τον Σεπτέμβριο, και αν αποτύχει και πάλι, να παρακολουθεί εκ νέου το μάθημα· εαν αποτύχει και τότε, να αποβάλλεται από το ίδρυμα όπου φοιτά.

ΙΑ. Για να διατηρηθεί η υψηλή ποιότητα σπουδών πρέπει να μην επιτρέπεται η φοίτηση πέραν των 2 επί πλέον ετών για σπουδές. Να διαγράφονται οι φοιτητές που ξεπερνούν το όριο των 2 ετών και να τους χορηγείται πιστοποιητικό σπουδών για τα μαθήματα που παρακολούθησαν με τους αντίστοιχους βαθμούς τους. Το πανεπιστήμιο δεν είναι πρυτανείο για τους ατάλαντους και τους αδιάφορους.

ΙΒ. Για να διατηρηθεί η υψηλή ποιότητα σπουδών πρέπει να απαγορευθεί η κατάληψη πανεπιστημιακών κτηρίων, αιθουσών, εργαστηρίων και να λογίζεται πειρατεία, κολάσιμη από τον νόμο αυτή η πράξη, και να γίνεται πάραυτα η σύλληψη των καταληψιών και η αυτεπάγγελτη αυστηρή τιμωρία των ως και η πληρωμή των ζημιών που προκάλεσαν. Πρέπει να σταματήσει η φτηνή και υποκριτική τακτική Ποντίου Πιλάτου πρυτάνεων και υπουργείου Παιδείας περί του ποιος έχει την ευθύνη της καλής λειτουργία των πανεπιστημίων. Αστυνομία και Εισαγγελία πρέπει να δρούν αυτοδικαίως. Δεν γίνεται να έχομε υψηλή ποιότητα σπουδών και συγχρόνως αταξία, βία, βρωμιά, ασχήμια και τραμπουκισμό στα ΑΕΙ!

ΙΓ. Παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους «δικαιωματιστές», η εύρυθμη και η απρόσκοπτη λειτουργία των πανεπιστημίων και η υψηλή ποιότητα σπουδών δεν εξασφαλίζεται χωρίς την πανεπιστημιακή αστυνομία, το ειδικό σώμα ασφαλείας εντός των, το οποίο θα τηρεί την τάξη και θα διασφαλίζει την περιουσία των ΑΕΙ.

ΙΔ. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω μεταρρυθμίσεων, θα μειωθεί ο αριθμός των αμέτρητων τμημάτων των υπεράριθμων «πανεπιστημίων» που εμφανίζεται να έχει η χώρα. Θα επέλθη μία ισορροπία με δέκα περίπου ΑΕΙ που χρειάζεται η Ελλάδα.

Αν δεν γίνουν όλα τα ανωτέρω, τότε ποιό νόημα έχει η αξιοκρατική επιλογή των μαθητών στις πανελλήνιες εξετάσεις για σπουδές σοβαρές και παραγωγικές στα πανεπιστήμιά μας; Ποιά αξία θα έχει και η αύξηση των

κονδυλίων για τα ΑΕΙ; Ποιά σημασία και η ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ ἠ παραρτημάτων έγκυρων πανεπιστημίων ξένων ιδρυμάτων-οργανισμών;1

Ο κ. Πάνος Ι. Πολυχρονόπουλος είναι παιδαγωγός, πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών και συγγραφέας πολλών βιβλίων περί παιδείας.