Αν εξαιρέσω τον Γεωργιάδη που υπουργοποιήθηκε, τι έχει αλλάξει από το 2013 όταν το «Βήμα» δημοσίευσε το κείμενο που ακολουθεί;

Ή μήπως προηγείται -και θα προηγείται επ’ άπειρον- όσο η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει; Οπότε τι νόημα θα είχε να τιτλοφορήσω το σημερινό μου διάβημα «Κουίζ», αν και «απάντηση» δεν θα υπάρξει; Σε τι λοιπόν θα χρησίμευε η επανάληψη όταν το παρόν δεν θα μπορούσε να περάσει αν δεν είχε μέσα του κάτι από το παρελθόν;

Πάντα πίστευα πως η επανάληψη εκτός από μήτηρ μαθήσεως φέρνει στο προσκήνιο το ήδη περασμένο (παρελθόν) και το διαρκώς αλλά όχι ακόμα συντελεσμένο (μέλλον). Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που το παρελθόν να μην είναι το πρώην παρόν αλλά το στοιχείο στο οποίο κάθε προηγούμενο παρόν σκοπεύει.

Αν είναι έτσι τα πράγματα γιατί ο Άδωνις να μην ξαναρχίσει την πώληση βιβλίων στην τηλεόραση και γιατί να μην ακουστεί η αισιόδοξη, ανοιχτή προς το μέλλον συνέντευξη του Πρωθυπουργού την περασμένη Τετάρτη σαν μιας πρώτης τάξεως παρελθοντολογία, ως εάν ο Μητσοτάκης να είδε ξαφνικά το ανυπόφορο σχετικά με το ομόφυλο που κουβαλούσε η κοινωνία και να τρόμαξε; Γιατί κι αυτός να μην συμφωνεί με την πρωταρχική ιδιότητα κάθε ηγεμόνα: «ne pas s’ expliquer trôp»;

Διότι δεν εξηγήθηκε δεόντος ο Πρωθυπουργός. Δεν μας έδωσε να καταλάβουμε τι σημαίνει πολιτικά η «αποχή» που συνιστά στους βουλευτές του ώστε να προλάβει το πληρωμένο μάθημα (και την ειρωνική γκριμάτσα) του Σαμαρά από την Καλαμάτα. Και επιτέλους να μην φέρει και τον μεταστραφέντα Γεωργιάδη στην άχαρη θέση του μασέρ. Δεν ξέρει ο Πρωθυπουργός πως δεν φέρνεις ποτέ τα πράγματα στο παιδί, αλλά φέρνεις το παιδί στα πράγματα;

Ιδού λοιπόν το κείμενο από το οποίο μας χωρίζουν 11 ολόκληρα χρόνια -κι ούτε μια μέρα:

Υψηλά ιστάμενος (όπως αποκαλούν οι πολιτικοί συντάκτες την πηγή τους) με ρώτησε προχθές «γιατί το κάνω αυτό;», εννοώντας τα μαύρα κείμενά μου στο «Βήμα». Του απάντησα: «γιατί είμαι απαισιόδοξος και μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι».

«Σύντομα θα διαψευθείς», μου είπε, προκαλώντας με να αναφερθώ στον Κέυνς: «Μακροπρόθεσμα όλοι θα είμαστε νεκροί». Του υπενθύμισα επίσης, πως ενίοτε, αυτοκτονούν και πρωθυπουργοί, αναφερόμενος στον Αλέξανδρο Κορυζή. Ο υψηλά ιστάμενος, μειδιώντας, αντέτεινε πως τότε ήταν κατοχή.

Για όσους λοιπόν νομίζουν πως μυαλά σαν τα δικά μου «δεν αγαπάνε τη χώρα τους», αισθάνομαι υποχρεωμένος να τους παραπέμψω στα Γράμματα σ’ έναν φίλο Γερμανό του Αλμπέρ Καμύ. Ο γάλλος διανοούμενος, εγκαλούμενος για ατομισμό από τον εχθρό του στον Β’ Πόλεμο, του απάντησε: «Οχι, δεν αγάπησα τη χώρα μου, εάν με το να αγαπάς σημαίνει να καταδικάζεις ό,τι δεν είναι δίκαιο σ’ αυτό που αγαπάς».

Ε, λοιπόν, η πατρίδα μου δεν φέρθηκε δίκαια στα παιδιά της. Τα παραπλάνησε με διαφημιζόμενες (από υπουργούς) «φούσκες», τα υποθήκευσε σε καταστροφικούς δανεισμούς, τα ταπείνωσε μπροστά σε διεφθαρμένους λειτουργούς της, τα κακόμαθε πως «υπάρχουν λεφτά», τα ενοχοποίησε ότι «μαζί τα φάγανε» και τα εγκατέλειψε στο έλεος τριών υψηλόβαθμων υπαλλήλων της Ευρώπης, που πρότειναν κοντέινερ για να στεγαστούν όσοι θα χάσουν το σπίτι τους στους επερχόμενους πλειστηριασμούς. Αυτή όμως η πατρίδα, αφερέγγυα ως προς τον ίδιο της τον εαυτό, δεν είναι άραγε τα «παιδιά της Ελλάδος παιδιά»;

Η Ελλάδα, δακρύβρεχτη πρωταγωνίστρια των ταινιών του ’60. Δεν με συγκινεί ούτε το drama queen της Ζωής και της Τζάκρη, ούτε η δημοφιλία του τηλε-βιβλιοπώλη Αδωνη. Αλλά η χώρα, για να σοβαρευτούμε, τι άλλο είναι σήμερα από την παινεμένη και πολυ-δημοσκοπημένη «κοινή γνώμη» της και τους Ραστινιάκ της, που την πουλούν και την αγοράζουν ανάμεσα σε δύο διαφημίσεις της κινητής τηλεφωνίας. Και για να υπενθυμίσω το @λφαβητάρι των μέσων, η κοινή γνώμη δεν είναι τίποτα άλλο παρά «το σύστημα που ζει από την υπόθεση ότι κανείς δεν μπορεί να παραδεχθεί πως δεν έχει ιδέα για ορισμένα θέματα». Το κακό είναι πως δεν έχουν ιδέα και όσοι την επηρεάζουν: δεν προέβλεψαν, δεν οργάνωσαν συστηματικά, συνεχίζουν να φουμάρουν, καπνό και μπαρούφες. Ολοι τους: οι πολιτικοί που ενδιαφέρονται να επανεκλεγούν. Εμείς, οι διανοούμενοι που ψοφάμε για προβολή. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες, μεγαλογιατροί, που φοροδιαφεύγουν. Οι δημοσιογράφοι, που ενδιαφέρονται προπάντων γι’ αυτά που γράφουν άλλοι δημοσιογράφοι. Ετσι, η λεγόμενη σύγκρουση γνωμών, «εξευμενίζεται» από αυτό το consensus monster, την τηλεόραση.

Σαράντα χρόνια στον ίδιο δημοσιογραφικό Οργανισμό, γράφω και μεταγράφω μια φορητή ιστορία των ιδεών, αφήνοντας τον πολιτικό σχολιασμό για άλλους. Γνωρίζω πως αυτό που προσπαθώ δημόσια να πω, δεν μπορώ επακριβώς να το εξηγήσω, επειδή θέλω περισσότερο να διατυπώσω ό,τι με προκαλεί (τη ζωή) παρά ό,τι υποτίθεται πως ξέρω (τη γνώση). Στο ίδιο ναυάγιο της δημοσιότητας με τους άλλους, υπακούοντας σ’ ένα δίκαιο ανάγκης, τους διώχνω από τη σανίδα που έχω πιαστεί, παρότι βουλιάζω. Και επειδή αποστήθισα τη φράση του Μπρεχτ, που επαναλάμβανε ο Καραπαναγιώτης, κατάλαβα ότι πρέπει να συνεχίζω να γράφω διότι «αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα είχαμε πολιτισμό στη θάλασσα». Τουλάχιστον, δεν θα έτρωγαν τους ναυαγούς.