Οι κλασικοί και η προσέγγισή τους με το πέρασμα των ετών, καθώς και οι ανανεωτικές αναγνώσεις στο έργο τους είναι ένα διαχρονικό ζητούμενο για εκδότες, συγγραφείς, δημιουργούς και φυσικά για το ίδιο το αναγνωστικό κοινό. Μετά την κυκλοφορία του  graphic novel «Ζοrμπάς – Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη», μιας μεταφοράς -επαναφήγησης στην ουσία- του «Ζορμπά» μέσα από την ματιά και το πενάκι του SOLOÚP, οι εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφόρησαν και τη graphic novel μεταφορά του «Καπετάν Μιχάλη», σε σενάριο και σχέδιο του Παναγιώτη Πανταζή.

H κουβέντα μας αφορούσε κυρίως τη συγκεκριμένη κυκλοφορία και την ιδιότητά του ως comic artist/illustrator αλλά δεν γινόταν μην αναφερθούμε έστω και ακροθιγώς στο μουσικό σύμπαν του Pan Pan. Έριξε λοιπόν τους μαρκαδόρους τους στην τσάντα και αναδημιούργησε έναν κόσμο λιτά φαντασμαγορικό για έναν από αρκετά σύνθετο ήρωα τους σύμπαντος του Νίκου Καζαντζάκη, έναν επαναστάτη με αιτία, ένα «αγόρι φάντασμα», όπως λένε και οι στίχοι του τραγουδιού του Pan Pan «Μείνε σε θέλω/Μήνες Σε θέλω» με το οποίο ο Πανταζής θα έντυνε τη σκηνή της συνάντησης του Καπετάν Μιχάλη με την Εμινέ.

Υπάρχει μιας αίσθηση «δέους» ή «χρέους» όταν μεταφέρεις σε graphic novel έργα κλασικής λογοτεχνίας;

Δεν θα το έλεγα. Προτιμώ  να προσεγγίζω τη δουλειά μου με χαρά και –εννοείται– αν είναι να αγγίξω τη δουλειά άλλου, να υπάρχει ένα γόνιμος σεβασμός στο πρωτότυπο. Ως εκεί. Το δέος και το χρέος είναι βαρίδια στην ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης.

Η δική σου προσέγγιση στη συγκεκριμένη δουλειά ποια ήταν; Βάλε μας στο μυαλό αλλά και στο μπλοκ σου…

Διάβασα δύο φορές το βιβλίο, την πρώτη ως αναγνώστης που αφέθηκε να χαθεί στην ιστορία και στα συναισθήματα που του γεννούσε, και τη δεύτερη κρατώντας λεπτομερείς σημειώσεις. Μετά, με βάση τις σημειώσεις, ξεκίνησα να γράφω και να μοντάρω το σενάριό μου. Παράλληλα, έκανα έρευνα για τις φορεσιές, την αρχιτεκτονική, τα τοπία –πήγα και δύο φορές στο Ηράκλειο-, ενώ αναζήτησα και κείμενα για τη ζωή των ανθρώπων, ώστε να καταλάβω τι από όσα έβλεπα στο πρωτότυπο ήταν η κανονικότητα και τι η μαγεία του Καζαντζάκη.

«Όπως όλοι οι θνητοί, έτσι και ο «Καπετάν Μιχάλης» είναι τρωτός και τον βλέπουμε να την πατάει με τον πιο εξευτελιστικό –κατά τον ίδιο– τρόπο, δηλαδή να ερωτεύεται».

Είχες πιο πριν επαφή με το έργο του Καζαντζάκη, και αν ναι, σε ποιο βαθμό.

Όχι πολύ. Είχα διαβάσει μικρός αποσπάσματα και ιντριγκαρίστηκα, αλλά δεν μπορούσα να βγάλω ολόκληρα τα βιβλία – ήμουν στο δημοτικό αν δεν κάνω λάθος. Μετά τα ξαναδιάβασα ολόκληρα στο στρατό, την περίοδο που διάβασα περισσότερο από ποτέ στην ενήλικη ζωή μου.

Μέσα σου έχεις καταλήξει για «το ποιον» του Καπετάν Μιχάλη;

Έπρεπε να κατασταλάξω για να μπορέσω να τον αποδώσω: σίγουρα δεν είναι μονοδιάστατος, αν και φαινομενικά δείχνει να ακολουθεί έναν δρόμο χωρίς παρεκκλίσεις, μια πορεία βασισμένη στην απόλυτη αλήθεια, σύμφωνα με εκείνον, στην ελευθερία της Κρήτης. Όμως, όπως όλοι οι θνητοί, είναι τρωτός και τον βλέπουμε να την πατάει με τον πιο εξευτελιστικό –κατά τον ίδιο– τρόπο, δηλαδή να ερωτεύεται.

Το θέμα της γλώσσας του Καζαντζάκη, με ποιον τρόπο το διαχειρίστηκες;

Το 95% των διαλόγων είναι παρμένοι από το πρωτότυπο. Θεώρησα πως παρότι υπάρχουν ιδιωματισμοί, που ίσως είναι άγνωστοι στη σημερινή γλώσσα, δίνουν πολύ ωραίο άρωμα στο έργο.

Ο «Καπετάν Μιχάλης» αφηγείται την ιστορία ενός σκληρού και ανυποτάκτου χαρακτήρα στα χρόνια της Κρητικής Επανάστασης. Τα σκίτσα σου νιώθω ότι δίνουν και μια ονειρική διάσταση σε όλο αυτό. Είναι όντως έτσι; Επιδίωκες μια τέτοια αντίθεση;

Χαίρομαι που το ένιωσες έτσι. Γενικώς μου αρέσει να αντιπαραβάλω τη σκληρή πραγματικότητα των όσων περιγράφονται, με την ομορφιά του κόσμου που μας περιβάλει και που θα συνεχίσει να είναι εδώ, ακόμα κι όταν όλοι μας θα έχουμε φύγει.

Ο Καζαντζάκης έχει γράψει ότι ο στόχος του όταν έγραφε το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν «να σώσω, ντύνοντάς το με λέξεις, τ’ όραμα του κόσμου όπως το πρωταντίκρισαν και το δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια». Στη μεταφορά σου ήθελες να ακολουθήσεις αυτή τη γραμμή;

Ναι, εννοείται. Ήταν μπούσουλας για εμένα αυτή η φράση του Καζαντζάκη. Εξάλλου όλη την ιστορία τη βιώνουμε μέσα από τα συναισθήματα των χαρακτήρων, σκηνή με σκηνή, βλέποντας τη ζωή τους. Δεν είναι πως ξέρουμε ότι θα συμβεί κάτι σπουδαίο, είναι συρραφή στιγμών, που αν τις δεις στο σύνολο κάπως βγάζουν νόημα. Όπως και η ζωή δηλαδή.

Από την άλλη, πόσο εύκολο είναι να μην επηρεαστείς από τις υπόλοιπες μεταφορές του «Καπετάν Μιχάλη» (μουσικές, θεατρικές κ.λπ.; Πώς κρατάς καθαρό το δικό σου βλέμμα από τις διαφορετικές αναγνώσεις ενός κλασικού έργου που είναι διαθέσιμες εκεί έξω και που αναπόφευκτά πέφτεις πάνω τους;

Λοιπόν, μάλλον έκανα καλή δουλειά στο να τις αποφύγω, περιμένοντας τη στιγμή που θα έδινα τη δική μου εκδοχή.

«Γενικώς μου αρέσει να αντιπαραβάλω τη σκληρή πραγματικότητα των όσων περιγράφονται, με την ομορφιά του κόσμου που μας περιβάλει».

Έχεις μια καλλιτεχνική πορεία ως illustrator αλλά και ως μουσικός. Τη στιγμή της δημιουργίας, διαχωρίζονται αυτές οι ταυτότητες, ή οι επιρροές και οι αναφορές συνομιλούν;

Πέρα από τις φορές που συνομιλούν φανερά, δηλαδή όταν φτιάχνω εξώφυλλο για ένα δίσκο μου ή ένα soundtrack για ένα κόμικ μου, υπάρχει κι η λιγότερο εμφανής σύνδεση. Αντιμετωπίζω γενικά τη μουσική ως εικόνες, και τον ρυθμό που δημιουργούν τα καρέ των κόμικς ως μουσική. Αυτό είναι μέρος της καθημερινότητάς μου και οφείλεται στο πώς είναι καλωδιωμένος ο εγκέφαλός μου.

Αν συνομιλούσαν, ποια κομμάτια του Pan Pan θα βρίσκαμε στον «Καπετάν Μιχάλη»;

Δεν το είχα σκεφτεί ως τώρα, αλλά εκεί που γνωρίζεται ο Καπετάν Μιχάλης με την Εμινέ, θα έντυνα τη σκηνή με το «Μείνε, σε θέλω/Μήνες σε θέλω».

Δεν θα έπρεπε να κάνεις και μια παρουσίαση στον Καπετάν Μιχάλη στη Φειδίου;

Δεν είναι η πρώτη φορά που μου το λέει κάποιος αυτό!