Οπολυγραφότατος, πολυσχιδής και διεθνής Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) είναι μία από τις λίγες περιπτώσεις έλληνα συγγραφέα που βιοπορίζεται γράφοντας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ζούσε από τις πωλήσεις των βιβλίων του, τα οποία ως την τελευταία δεκαετία της ζωής του ήταν γνωστά σε ένα συγκεκριμένο κοινό. Την έκδοσή τους, άλλωστε, σε πολλές περιπτώσεις, με ενδεικτικό παράδειγμα την Ασκητική, χρειάστηκε να χρηματοδοτήσει ο ίδιος. Ζούσε όμως από την πένα του, όπως συνηθίζεται να λέμε.

Χρήμα – χρόνος – συγγραφή

Δεν ήταν καθόλου αδιάφορος απέναντι στο χρήμα, του ήταν απαραίτητο για την εξασφάλιση χρόνου για να αφοσιωθεί στη συγγραφή των βιβλίων του και χώρου – είτε αυτός θα είναι προπολεμικά το «κουκούλι» στην Αίγινα είτε μεταπολεμικά το σπίτι στη γαλλική Αντίμπ, με απραγματοποίητο το όνειρο ενός καταλύματος χαμένου κάπου στα βουνά της Ελβετίας ή της Αυστρίας. Πάσχιζε με κάθε τρόπο να εξασφαλίσει πόρους για τη διαβίωσή του και φαίνεται μάλιστα πως ήταν ικανός στα χρηματιστηριακά. Γράφει στη Γαλάτεια από τη Βιέννη το 1922: «Είδα πως η λίρα έχει στην αγορά 178 δρχ. Αφτό είναι φοβερό, σκέφτηκα πως αφτό που μας κάνει η Τράπεζα, να μου στέλνει κάθε μήνα 10 αγγλ. είναι σπουδαίο ρουσφέτι γιατί έχω κέρδος έτσι το μήνα πάνω από 700 δρχ. (αν το Consortium λογαριάζει τη λίρα 108 δρχ.). Οταν θάρθεις εσύ θα μας στέλνει παραπάνω, μπορούμε έτσι να κάμομε αποθεματικό κεφάλαιο με το περίσεμα των λιρών…» και στέλνει οδηγίες στη Γαλάτεια να καταθέσει στην τράπεζα όσα χρήματα έχει και τις αμοιβές του σε δραχμές και άλλες οικονομικές συμβουλές (18/6/1922, Aρχείο Νίκου Καζαντζάκη, Εταιρία Kρητικών Iστορικών Mελετών).

Ο Νίκος Καζαντζάκης με τον Παντελή Πρεβελάκη και τον εκδότη Κωνσταντίνο Ελευθερουδάκη στους Μύλους Πελοποννήσου (24 Ιουλίου 1927).

Δημιουργός και διανοούμενος

Μια σταθερή εργασία, όμως, παρότι φαίνεται να την επιθυμεί και ζητεί από φίλους να μεσολαβήσουν για διορισμούς, δεν του ταιριάζει. Διορίζεται το 1919 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο διευθυντής του νεοσύστατου υπουργείου Περιθάλψεως, όπου παραμένει ως την εκλογική ήττα των Φιλελευθέρων τον Νοέμβριο του 1920, διατελεί υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου για δύο μήνες στην κυβέρνηση Σοφούλη (1945) και σύμβουλος της UNESCO σε θέματα λογοτεχνίας για σύντομο διάστημα (1947-1948). Οπως εύστοχα σημειώνει η νεοελληνίστρια Βασιλική Κοαβού σε μια σαφή επισκόπηση των βιοποριστικών ασχολιών του Καζαντζάκη, «του δόθηκαν ευκαιρίες να διοριστεί σε έμμισθες (αν και όχι μόνιμες) θέσεις και να λύσει έτσι το βιοποριστικό πρόβλημα. Αυτές τις ευκαιρίες όμως ή τις αρνήθηκε ή, όσες φορές δέχτηκε τον διορισμό, παραιτήθηκε σύντομα αδυνατώντας να συνδυάσει την εργασία αυτού του είδους με την ανεξάρτητη και μοναχική ζωή που ήταν το ιδανικό του ως δημιουργού και διανοουμένου» («Να ‘χαμε λίγη άνεση οικονομική, τι ευτυχία!», Η λάμψη του χρήματος στη νεοελληνική λογοτεχνία, επιμ. Γ. Π. Πεφάνης, εκδ. Ιδρυμα Ουράνη, 2014).

Στη δεκαετία του 1910 έχει επιχειρηματικές φιλοδοξίες – την επιχείρηση ξυλείας στο Αγιον Ορος με τον Ιωάννη Σκορδίλη και το λιγνιτωρυχείο στην Πραστοβά της Μάνης με τον Γιώργη Ζορμπά – που αποτυγχάνουν. Η δεκαετία του 1920 τον βρίσκει να ταξιδεύει στέλνοντας ανταποκρίσεις σε ελληνικές εφημερίδες ενώ παράλληλα μεταφράζει για τις εκδόσεις Φέξη και γίνεται κατά κάποιον τρόπο ατζέντης του εαυτού του, καταστρώνει εκδοτικά προγράμματα και τα προτείνει στους ακμαιότερους εκδότες της εποχής, μεθοδεύοντας τα επόμενα χρόνια σχολαστικά τις συνεργασίες του.

Δημοσιογραφική ταυτότητα του Νίκου Καζαντζάκη για τον «Ελεύθερο Λόγο».

Ατζέντης του εαυτού του

Για να εξασφαλίσει χρήματα όσο εργάζεται πάνω στην Οδύσεια ζητεί τον Δεκέμβριο του 1929 δουλειά από τον εκδότη Κωνσταντίνο Ελευθερουδάκη. Εκείνος του προτείνει τη συγγραφή μιας δίτομης Ιστορίας της ρωσικής λογοτεχνίας που ο Καζαντζάκης αναλαμβάνει ζητώντας τακτικές αμοιβές, δέκα λίρες τον μήνα. Εναν χρόνο αργότερα, από τη Νίκαια, γράφει στον Πρεβελάκη τα νέα του σχέδια: «Οταν θα φύγω απ’ εδώ θα ‘χω έτοιμα 20 βιβλία, αληθινά έξοχα, για τα παιδιά. Βρήκα μερικά αριστουργήματα. Δεν τα μεταφράζω, τα προσαρμόζω με πολλήν ελευτερία και σε μερικά προσθέτω κι ολόκληρα κεφάλαια, απ’ όλα δε σχεδόν αφαιρώ πλήθος φλυαρίες. Ως τώρα έστειλα του Ελ[ευθερουδάκη] δυο, και θα του στείλω κι άλλα δυο. Χρήματα στέλνει αρκετά ταχτικά» (27/8/1930, Αρχείο Παντελή Πρεβελάκη, Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Κρήτης).

Ωστόσο, στο προηγούμενο γράμμα του ο Πρεβελάκης τον πληροφορούσε ότι ο εκδοτικός οίκος αντιμετώπιζε προσωρινά οικονομικές δυσχέρειες και καθυστερούσε τις πληρωμές. Ο Καζαντζάκης είχε ήδη μεριμνήσει και για ένα τέτοιο ενδεχόμενο γράφοντας στον εκδότη Δημήτριο Δημητράκο και προτείνοντάς του συνεργασία – πάλι με παιδικά – στην «Παιδική Βιβλιοθήκη» του. Είχαν συνεργαστεί το 1922 στη συγγραφή μιας σειράς βιβλίων Ιστορίας για τις τάξεις του Δημοτικού. «Η υποχρέωσή μου με τον Ελ[ευθερουδάκη] τελειώνει στις 31 Δεκέμβρη. […] Θα μπορούσα να του δίδω κάθε μήνα ένα βιβλίο (δεν του έγραψα φυσικά πως έχω έτοιμα) κι έτσι θα είμαι ήσυχος κάμποσους μήνες. Σ’ ένα μήνα μπορώ να γράψω άνετα 5 βιβλία από 100 δακτυλογραφημ[ένες] σελίδες. Μα δεν το λέω στους εκδότες, να μη νομίσουν πως η εργασία είναι τόσο εύκολη όσο φαίνεται» σχολιάζει στον Πρεβελάκη.

Επιστολή του Νίκου Καζαντζάκη στη Γαλάτεια με οδηγίες περί οικονομικών ζητημάτων.

Σημαίνων δράστης του εκδοτικού χώρου

Στη δεκαετία αυτή, ο πολυμήχανος Καζαντζάκης έχει εξελιχθεί σε σημαίνοντα δράστη του ελληνικού εκδοτικού χώρου, όπως μαρτυρεί επιστολή-πρόταση που λαμβάνει το 1937 από τον χιώτη δημοτικιστή παιδαγωγό Μιχάλη Παπαμαύρο, ο οποίος ετοιμάζει σειρά βοηθημάτων για τους δασκάλους και μαθητές του δημοτικού σχολείου. Θα τα εξέδιδε ο Δημητράκος, ο οποίος όμως «παρέβηκε το συμβόλαιο». Ο Παπαμαύρος θέλει να δώσει το έργο σε άλλον εκδότη, «τον γνωστό σας κύριο Μελή Νικολαΐδη με τον οποίο σχετίζομαι και εγώ πολύ. Ζητούμε όμως να βρούμε ένα κεφαλαιούχο. Λοιπόν, μπορείτε εσείς να μας βρήτε ένα κεφαλαιούχο και να μπήτε μέτοχος στην επιχείρηση αυτή; Εκάμαμε με τον κ. Μελή ένα προϋπολογισμό και χρειαζόμαστε 250 χιλιάδες δραχμές για ν’ αρχίσουμε» (20/4/1937, Εταιρία Kρητικών Iστορικών Mελετών), του ζητεί ο επιστολογράφος, τεκμηριώνοντας αφενός την κεντρική θέση του Καζαντζάκη στο εκδοτικό τοπίο της εποχής και αφετέρου τη διαχρονική λειτουργία του παιδικού και του εκπαιδευτικού βιβλίου ως οικονομικών πυλώνων της εκδοτικής δραστηριότητας στην Ελλάδα.

Ατυπο συγγραφικό «εργαστήρι»

Ως μεσολαβητής-ατζέντης του Καζαντζάκη λειτουργεί και ο Πρεβελάκης, με τον οποίο άλλωστε συνεργάζονται σε εκδοτικά προγράμματα, όπως μαρτυρεί το πληρεξούσιό του προς τον Πρεβελάκη (6/10/1930) προκειμένου να υπογράψει για λογαριασμό του συμβόλαιο με τον Δημητράκο για ένα «Γαλλοελληνικό Λεξικό» (Αρχείο Παντελή Πρεβελάκη, Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Κρήτης). Σε προηγούμενη επιστολή είχε εκθέσει αναλυτικά στον Πρεβελάκη και τις σκέψεις του για την πρακτική υλοποίηση του εγχειρήματος, πόσο διάστημα υπολόγιζε για την ολοκλήρωση του έργου, αν θα εργάζονται μαζί στο Παρίσι ή στην Ελλάδα, με τι χρήματα θα προμηθευτούν τα απαραίτητα βοηθήματα. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα ο Δημητράκος θα υπαναχωρήσει από τη συμφωνία τους για το Λεξικό, με τη διαχείριση της διαφοράς εκδότη – συγγραφέων να περνά για λογαριασμό των τελευταίων στα χέρια του δικηγόρου Γιάννη Αγγελάκη, πατέρα της ποιήτριας Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Παρά τις διεκδικήσεις τους, το έργο δεν θα προχωρήσει.

Ο Πρεβελάκης είναι ένας από τους πολλούς συνεργάτες που συγκροτούν γύρω από τον Καζαντζάκη ένα άτυπο συγγραφικό «εργαστήρι». Η Γαλάτεια, από το 1914, συνεργάζεται μαζί του στη συγγραφή αναγνωστικών. Σε συνεργασία με την Ελένη έχει έτοιμα το 1934 «καμιά σαρανταριά παιδικά τραγούδια», που θα δημοσιευθούν με το όνομά της ώστε το δικό του να μην «ερεθίσει τους δασκάλους». Με τον Ιωάννη Κακριδή θα μεταφράσει, στην περίοδο της Κατοχής, την Ιλιάδα.

Πληρεξούσιο του Καζαντζάκη προς τον Πρεβελάκη (6.10.1930) προκειμένου να υπογράψει για λογαριασμό του συμβόλαιο με τον Δημητράκο για το «Γαλλοελληνικό Λεξικό».

Η εκδοτική κουλτούρα μιας εποχής

Το τεράστιο αρχείο του Καζαντζάκη, και κυρίως η ογκώδης αλληλογραφία του, διάσπαρτο σε ποικίλους φορείς – με το μεγαλύτερο μέρος να απόκειται στο Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη στις Μυρτιές, στην Εταιρία Kρητικών Iστορικών Mελετών και στα κατάλοιπά του στο Αρχείο Παντελή Πρεβελάκη στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης – και μοιρασμένο ως προς τα πνευματικά δικαιώματα ανάμεσα στην εκδότρια Νίκη Σταύρου (ξενόγλωσσα κείμενα) και τις εκδόσεις Διόπτρα (ελληνόγλωσσα κείμενα), συνιστά εξαιρετική πηγή της εν πολλοίς άγνωστης εκδοτικής ιστορίας στην Ελλάδα και είναι βέβαιο πως η καταλογογράφηση των αρχείων αυτών και η διάθεση των καταλόγων στους ερευνητές θα δώσει ώθηση στις ισχνές σπουδές βιβλίου στην Ελλάδα.

Συγγραφείς και Τύπος

Ο Καζαντζάκης αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση στα νεοελληνικά γράμματα, λόγω της διεθνούς αναγνώρισής του. (Μαζί με τον Καβάφη – είναι ένας κοινός τόπος που μας αρέσει να επαναλαμβάνουμε.) Ωστόσο, ως «επαγγελματίας συγγραφέας» δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πριν από αυτόν, μεταφράζοντας ταχύτατα επιφυλλιδικά μυθιστορήματα και ενίοτε δημοσιεύοντας και δικά του κείμενα στην «Ακρόπολη» και στα άλλα έντυπα του Βλάση Γαβριηλίδη, και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, δημοσιεύοντας μυθιστορήματα σε συνέχειες, διηγήματα, κριτικές και μελέτες σε μια πληθώρα εντύπων, διατελώντας κατά μεγάλα διαστήματα και διευθυντής ορισμένων («Εικονογραφημένη Εστία», «Διάπλασις των Παίδων», «Νέα Εστία»), είναι από τους πρώτους επαγγελματίες συγγραφείς που ζουν όχι μεν από τα βιβλία τους, αλλά οπωσδήποτε από την πένα τους σε μια εποχή άνθησης του ελληνικού ημερήσιου και περιοδικού Τύπου.

Δεν ήταν αδιάφορος απέναντι στο χρήμα, του ήταν απαραίτητο για την εξασφάλιση χρόνου για να αφοσιωθεί στη συγγραφή των βιβλίων του και χώρου – είτε προπολεμικά το «κουκούλι» στην Αίγινα είτε μεταπολεμικά το σπίτι στη γαλλική Αντίμπ.

Εναν αιώνα αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, μια παρόμοια έκρηξη του περιοδικού Τύπου, με τα lifestyle περιοδικά της εποχής ως σύγχρονες glossy εκδοχές των λαϊκών και οικογενειακών περιοδικών του περασμένου αιώνα, θα δώσει τα μέσα σε πολλούς από τους πεζογράφους της λεγόμενης «γενιάς του 1980» να βιοποριστούν αρθρογραφώντας για ποικίλα θέματα.

Οσο για τον Καζαντζάκη, πριν από την επιτυχία των όψιμων μυθιστορημάτων του, που θα κυκλοφορούν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στη σειρά των Απάντων του από τον νεόκοπο εκδοτικό οίκο Δίφρος του Γιάννη Γουδέλη, των οποίων η μεταφορά στον κινηματογράφο τού εξασφάλισε μια οικονομική άνεση την τελευταία δεκαετία της ζωής του, ήταν οι ταξιδιωτικές του εντυπώσεις, από το Παρίσι της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα ως τη μεταπολεμική Ιαπωνία και την Κίνα, αυτές που πρωτοδημοσιευμένες σε εφημερίδες και ύστερα σε βιβλία (Ταξιδεύοντας…) θα του δώσουν αναγνωρισιμότητα στο ευρύ κοινό της εποχής του μέσα από ένα άλλο δημοφιλές είδος, την ταξιδιωτική λογοτεχνία.

Για την ευγενική παραχώρηση του αρχειακού υλικού και τη συνεργασία στην υλοποίηση του αφιερώματος ευχαριστούμε το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, την Eταιρία Kρητικών Iστορικών Mελετών (Aρχείο Νίκου Καζαντζάκη), τη Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Κρήτης (Αρχείο Παντελή Πρεβελάκη) και τις εκδόσεις Διόπτρα.

Για την ευγενική παραχώρηση του αρχειακού υλικού και τη συνεργασία στην υλοποίηση του αφιερώματος ευχαριστούμε το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, την Eταιρία Kρητικών Iστορικών Mελετών (Aρχείο Νίκου Καζαντζάκη), τη Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Κρήτης (Αρχείο Παντελή Πρεβελάκη) και τις εκδόσεις Διόπτρα.