Πριν από τρεις μήνες, στις 18 Ιουνίου 2023, ο Χαρντίμπ Σινγκ Νιτζάρ έπεφτε νεκρός από πυρά αγνώστων στο πάρκινγκ του λατρευτικού χώρου της ινδικής κοινότητας των Σιχ στο Σάρεϊ της Βρετανικής Κολομβίας.

Σύμφωνα με την πληροφόρηση από την καναδική Αστυνομία, δύο γεροδεμένοι κουκουλοφόροι άνδρες είχαν στήσει ενέδρα στο θύμα και μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία του προχώρησαν στην εν ψυχρώ εκτέλεσή του γαζώνοντάς με σφαίρες το βαν που επέβαινε. Κατά μαρτυρίες, στο στυγνό σκηνικό ήταν παρών και τρίτο άτομο που βοήθησε στη διαφυγή των δολοφόνων μ’ ένα Toyota.

Ουδείς εκ των εμπλεκόμενων έχει συλληφθεί μέχρι σήμερα.

Ποιος ήταν ο Νιτζάρ

Ο 45χρονος, πατέρας δύο γιων και ιδιοκτήτης επιχείρησης υδραυλικών εγκαταστάσεων σε προάστιο του Βανκούβερ, δεν ήταν μια τυχαία προσωπικότητα.

Στον Καναδά από το 1997 και κάτοχος υπηκοότητας από το 2015, ο Νιτζάρ ήταν ο εν ενεργεία επικεφαλής του τοπικού γκουντβάρα (του ναού – τόπου συγκέντρωσης των Σιχ).

Ταυτόχρονα όμως καταζητούμενος με εντάλματα σύλληψης στην Ινδία επί 15ετία ως «τρομοκράτης» και «εγκέφαλος» της βομβιστικής επίθεσης σε κινηματογράφο και άλλων συνωμοτικών ενεργειών.

Θεωρείτο, άλλωστε, εκ των σύγχρονων ηγετικών μορφών και υποκινητών του κινήματος Καλιστάν, οι υποστηρικτές του οποίου από τη δεκαετία του 1940 κιόλας διεκδικούν δυναμικά την απόσχιση της περιοχής Παντζάμπ από την υπόλοιπη Ινδία και την ανεξαρτησία του.

Γι’ αυτό και η ινδική Κυβέρνηση τον είχε επικηρύξει ορίζοντας συγκεκριμένο ποσό για όποιον θα προσφέρει οποιαδήποτε πληροφορία που θα ήταν δυνατόν να οδηγήσει στη σύλληψή του.

Από το 2022 μάλιστα ο Ινδο-καναδός είχε προειδοποιηθεί από τις Καναδικές Υπηρεσίες Πληροφοριών πως αποτελούσε στόχο και όφειλε να προσέχει πού και πώς κυκλοφορεί, διότι κινδυνεύει. Ο ίδιος είχε αρνηθεί οποιαδήποτε κατηγορία που του χρεωνόταν, λέγοντας ότι «ζω εδώ είκοσι χρόνια και στον φάκελό μου δεν υπάρχει απολύτως τίποτα».

Μετά την εκτέλεσή του ο παγκόσμιος φορέας των Σιχ, με έδρα τον Καναδά, είχε σημειώσει ότι ο Νιτζάρ ήταν ένας από τους πολλούς εξέχοντες ηγέτες της κοινότητας που έχασαν τη ζωή τους σε στοχευμένες δολοφονίες τους τελευταίους μήνες.

Γιατί Καναδάς και Ινδία έφτασαν στη ρήξη

Από την εκτέλεση του Νιτζάρ κι έπειτα οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Καναδά και Ινδίας βρίσκονταν σε οριακό σημείο. Την τελευταία εβδομάδα δε παραβιάστηκαν κόκκινες γραμμές που προκάλεσαν τη σύγκρουση.

Το γεγονός πως στις αρχές της εβδομάδας ο ίδιος ο Καναδός πρωθυπουργός, Τζάστιν Τριντό, επανήλθε στο θέμα και μιλώντας στο κοινοβούλιο της χώρας έκανε για «αξιόπιστες ενδείξεις» που συνδέουν τη δολοφονία του Νιτζάρ με μυστικούς πράκτορες από το Νέο Δελχί ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις.

Ακολούθησαν εκατέρωθεν απελάσεις διπλωματών αξιωματούχων, προτού η Ινδία αναστείλει επ’ αόριστο την έκδοση ταξιδιωτικής βίζας για όλους ανεξαιρέτως τους Καναδούς πολίτες.

Είχε φυσικά η κυβέρνηση υπό τον Ναρέντρα Μόντι καταγγείλει οργισμένα τους ισχυρισμούς του Τριντό, απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας οποιαδήποτε εμπλοκή στη δολοφονία του Νιτζάρ. Έκανε χαρακτηριστικά λόγο για παράλογους και υποκινούμενους ισχυρισμούς, τη στιγμή που ο Καναδάς είναι αυτός που προσφέρει φιλοξενία σε «τρομοκράτες και εξτρεμιστές».

Αντίστοιχα η καναδική πρεσβεία ενημέρωσε ότι προτίθεται να μειώσει το στελεχιακό δυναμικό της στο Νέο Δελχί μετά από απειλητικά μηνύματα σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άλλες πλατφόρμες επικοινωνίας.

Η στάση των ΗΠΑ

Εκ των υστέρων ο Τριντό επιχείρησε να χαμηλώσει τους τόνους. Υποστήριξε πως δεν υπάρχει καμία πρόθεση πρόκλησης της Ινδίας, ζητώντας μάλιστα «να συνεργαστούμε με την Κυβέρνηση για να ξεκαθαρίσουμε τα πάντα και να διασφαλίσουμε ότι ακολουθούνται οι σωστές διαδικασίες αντιμετώπισης της υπόθεσης με τη μέγιστη σοβαρότητα».

Πάντως η υπουργός Εξωτερικών του Καναδά ήταν σαφώς πιο αιχμηρή, σημειώνοντας ότι «εφόσον αποδειχθεί ότι είναι αληθινό, θα πρόκειται για τεράστια παραβίαση της κυριαρχίας της χώρας μας και του πιο βασικού κανόνα για το πώς οι χώρες αντιμετωπίζουν η μία την άλλη».

Όλα αυτά την ώρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες, δηλώνοντας ανήσυχες για τις επεκτάσεις που ενδέχεται να πάρει αυτή η διπλωματική σύγκρουση, επιχειρούν να αποκλιμακώσουν την ένταση, καθώς πλέον «στη μεγάλη γεωπολιτική σκακιέρα η Ινδία θεωρείται βασικός παίκτης», όπως σημείωσε πολιτικός αναλυτής του BBC.

Συμπλήρωσε χαρακτηριστικά δε πως «η Ινδία όχι μόνο είναι μια αυξανόμενη δύναμη ως η πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο και η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία, αλλά θεωρείται από τη Δύση ως ένα πιθανό ανάχωμα ενάντια στην Κίνα». Κοινώς υπάρχουν συμφέροντα που τη θέλουν σύμμαχο κι όχι εχθρό.