Του Δημήτρη Σπυράκου

Η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων βρέθηκε σταθερά, τα τελευταία χρόνια, στο επίκεντρο της πολιτικής των κυβερνήσεων. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, κυρίως ως πρόβλημα των τραπεζών. Εκείνο που προείχε ήταν η απομάκρυνσή τους από τους ισολογισμούς των τραπεζών ώστε να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή τους φερεγγυότητα και να ενισχυθεί το τραπεζικό σύστημα απέναντι σε κινδύνους.

Ωστόσο, τα κόκκινα δάνεια είναι κατ’ εξοχήν πρόβλημα για τους δανειολήπτες. Πίσω από αυτά βρίσκονται άνθρωποι και επιχειρήσεις, που έχουν συνδέσει με αυτά τις συνθήκες ύπαρξής τους και κλονίζονται όταν τελικά αδυνατούν να τα αποπληρώσουν με τους όρους ή στο ύψος που έχουν συμφωνήσει. Αν, άλλωστε, το ενδιαφέρον για την προστασία των τραπεζών συνίσταται πράγματι στην κοινωνική αποστολή που επιτελούν και την εξυπηρέτηση των αναγκών της πραγματικής οικονομίας, δεν νοείται στο επίκεντρο των πολιτικών αντιμετώπισης του προβλήματος να μην έχουν βρεθεί οι ανάγκες των δανειοληπτών.

Είναι γεγονός ότι μετά το 2015 έχει επικρατήσει στην τραπεζοκεντρική προσέγγιση του προβλήματος, η στρατηγική της πώλησης των δανείων, είτε απ’ ευθείας σε τρίτους, είτε μέσω τιτλοποιήσεων. Βασικός κορμός της πολιτικής αυτής ήταν άλλωστε και το σχέδιο «Ηρακλής», εμπνευσμένο στην ονομασία του από το μύθο των στάβλων του Αυγεία, καθώς θα «καθάριζε» τις τράπεζες από το μεγάλο μέρος των κόκκινων δανείων. Η ονομασία απέδωσε πράγματι εύστοχα αυτό που επακολούθησε για τους δανειολήπτες. Τα κόκκινα δάνεια αντιμετωπίστηκαν ως η κόπρος του τραπεζικού συστήματος που έπρεπε να παρασυρθεί από το χείμαρρο των πωλήσεων έξω και μακριά από αυτό, δίχως τελικά να ενδιαφέρει τι θα απογίνει με τους οφειλέτες.

Απόμακρύνοντας όμως τα κόκκινα δάνεια από τις τράπεζες, δεν μειώθηκαν στο ελάχιστο οι δυσχέρειες ή τα αδιέξοδα των δανειοληπτών. Ούτε έπαυσαν, για το λόγο αυτό, τα δάνεια αυτά να αποτελούν μέρος της πραγματικής μας οικονομίας. Κάθε δάνειο, άλλωστε, συνίσταται σε μία σχέση μακρόχρονης συνεργασίας του δανειολήπτη με την τράπεζα, με την τελευταία να συμμετέχει στα κέρδη από την παραγωγική αξιοποίηση του δανεισμού. Γι’ αυτό και η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων οφείλει να υπακούει σε κανόνες υπεύθυνου δανεισμού και να μεριμνά για τη βιώσιμη προοπτική του οφειλέτη.

Με την επικράτηση της λογικής του ξεφορτώματος και της πώλησης των δανείων η υπεύθυνη αντιμετώπιση των δυσχερειών του οφειλέτη χάθηκε. Συγχρόνως, χάθηκε στη διαδρομή και η αποστολή του τραπεζικού συστήματος. Τα δάνεια έπαυσαν να αντιμετωπίζονται ως σχέσεις συνεργασίας που προάγουν την εθνική οικονομία, έγιναν εμπορεύματα. Αφορούν συναλλαγές μεταξύ τρίτων που λαμβάνουν χώρα ερήμην των δανειοληπτών. Η αξία που έχει η ρύθμιση γι’ αυτούς και την πραγματική οικονομία περνά στο περιθώριο.

Οι συνέπειες από μία τέτοια πολιτική δεν ήταν πια ελεγχόμενες. Η στρατηγική της πώλησης των δανείων παρήγαγε πιέσεις για την αποδυνάμωση των δικαιωμάτων των οφειλετών. Οι επενδυτές απαιτούσαν να είναι παντοδύναμοι με τα κόκκινα δάνεια στα χέρια τους. Προκειμένου να τους δοθούν επαρκή κίνητρα για την αγορά τους, επιρρεπείς κυβερνήσεις συρρίκνωσαν την προστασία των δανειοληπτών.

Σε μία τέτοια πολιτική η προστασία της κατοικίας βρέθηκε τελικά να μην έχει θέση, ενώ ο πτωχευτικός νόμος αντικαταστάθηκε από έναν πιο «λειτουργικό», ώστε να δίνεται προτεραιότητα στη γρήγορη ρευστοποίηση των περιουσιών αντί στην εξυγίανση και διάσωση των επιχειρήσεων. Ο Κώδικας Δεοντολογίας ουσιαστικά αχρηστεύθηκε, ενώ εξωδικαστικοί μηχανισμοί ρύθμισης προσπαθούν ανεπιτυχώς να κρύψουν το κενό από την απώλεια της προστασίας και της διαπραγματευτικής υπόστασης των δανειοληπτών.

Για ένα μεγάλο μέρος της πραγματικής μας οικονομίας, το χρηματοπιστωτικό σύστημα που γνωρίζαμε δεν υπάρχει πια. Έχει αποσυρθεί και τη θέση του έχουν καταλάβει άλλα μορφώματα. Το τοπίο περιλαμβάνει πλέον funds, εταιρείες διαχείρισης, εισπρακτικές, κερδοσκόπους. Το 80% των κόκκινων δανείων (87 δις) έχει περάσει ήδη στα funds. Αυτά δεν κρύβουν την προτίμηση και το ενδιαφέρον τους για γρήγορη ρευστοποίηση και άμεση άντληση κερδών. To κοινωνικό πλέγμα προστασίας των δανειοληπτών έχει καταργηθεί, ενώ, μετά και την πρόσφατη απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, ο δρόμος για τους πλειστηριασμούς έχει ανοίξει διάπλατα.

Αν θέλουμε, στις συνθήκες που πλέον διανύουμε, να διασώσουμε την κοινωνική συνοχή και να στηρίξουμε την πραγματική οικονομία, τότε μόνο ένας δρόμος απομένει: Να επαναφέρουμε στο προσκήνιο τις ανάγκες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, δίχως να αγνοούμε την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί.

Τα κόκκινα δάνεια δεν είναι εμπορεύματα και δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται ως τέτοια. Στα funds δεν μεταφέρθηκαν απαιτήσεις κατά των δανειοληπτών αλλά σχέσεις συνεργασίας δανειοληπτών με τράπεζες. Σχέσεις που δεν ανατρέπονται από το τυχαίο «κοκκίνισμα» του δανείου. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να στερήσει από τους δανειολήπτες αυτούς την υπεύθυνη σχέση στην οποία απέβλεπαν με την ανάληψη των δανείων τους. Αναγκαίες είναι, γι’ αυτό, πολιτικές που θα υποχρεώνουν τους διαχειριστές των απαιτήσεων των funds σε εξυπηρέτηση και ρυθμίσεις που αρμόζουν σε υπεύθυνο δανεισμό.

Η πώληση των δανείων έγινε γιατί τα πιστωτικά μας ιδρύματα δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις αναδιάρθρωσης εξαιτίας του μεγάλου όγκου κόκκινων δανείων. Η μεταβίβασή τους πραγματοποιήθηκε, γι’ αυτό, σε τέτοιους οικονομικούς όρους που επιτρέπουν στα funds και τις εταιρίες διαχείρισης να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους για ρύθμιση και αναδιάρθρωση των οφειλών, δίχως να διακινδυνεύεται η εύλογη, με βάση και τους όποιους κινδύνους αναλαμβάνουν, κερδοφορία τους. Ο τραπεζικός δανεισμός υπηρετεί την οικονομική ανάπτυξη και ως τέτοιος δεν μπορεί να γίνει πεδίο αχαλίνωτης κερδοσκοπίας.

Το γεγονός ότι ξένες εταιρείες, δίχως αναφορές κοινωνικής ευθύνης, κατέχουν τα δάνεια καταναλωτών και επιχειρήσεων, καθιστά σήμερα μόνο πιο επιτακτική την αποκατάσταση ενός θεσμικού πλαισίου που οδηγεί στη ρεαλιστική διευθέτηση των χρεών. Οι εταιρείες διαχείρισης θα πρέπει να υποχρεωθούν, με βάση δεσμευτικούς – απέναντι πλέον στον ίδιο τον οφειλέτη – κώδικες, σε επίδειξη ανοχής και εφαρμογή εργαλείων και λύσεων ρύθμισης που λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές δυνατότητες των οφελετών. Δεν νοούνται, εξάλλου, εξωδικαστικοί μηχανισμοί ρύθμισης χωρίς υποχρεώσεις ουσιαστικής συμμετοχής των πιστωτών και βαθμίδες προσφυγής των δανειοληπτών σε ανεξάρτητα όργανα.

Κανένα θεσμικό πλαίσιο, όμως, δεν πρόκειται να αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα αν δεν παρέχει διαπραγματευτική δύναμη στους δανειολήπτες, με την προστασία των όρων της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η αποκατάσταση της προστασίας της κύριας κατοικίας αλλά και ενός πτωχευτικού δικαίου με κοινωνικό χαρακτήρα και έμφαση στη διάσωση των επιχειρήσεων είναι η αναγκαία αφετηρία. Συγχρόνως, είναι και το θεμέλιο μίας πολιτικής που δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει τη συνεχή μέριμνα για αποκατάσταση της τραπεζικής αποστολής, διόρθωση αδικιών και πρόληψη νέων εστιών υπερχρέωσης (αυξήσεις επιτοκίων, δάνεια σε ελβετικό, όρια εγγυητικής ευθύνης, δικαίωμα προαίρεσης στην αγορά του δανείου κ.ά).

………………….

Ο Δημήτρης Σπυράκος είναι Διδάκτωρ Νομικής, Γραμματέας του Τομέα Ιδιωτικού Χρέους και Προστασίας των Δανειοληπτών του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής.