Βαθμολογία

5: εξαιρετική

4: πολύ καλή

3: καλή

2: ενδιαφέρουσα

1: μέτρια

0: απαράδεκτη

«Η χαμένη σκηνή» («Yi miao zhong», Κίνα, 2020)

Υπάρχει κάτι το βαθιά συγκινητικό και πολύ τρυφερό στην ταινία του Ζανγκ Γιμού και αυτό δεν περιορίζεται στο κατά κάποιο τρόπο προφανές: την πεισματική προσπάθεια του κεντρικού ήρωα, ενός δραπέτη των φυλακών της κομμουνιστικής Κίνας της δεκαετίας του 1960 (Ζι Γιανγκ), να παρακολουθήσει πάση θυσία τα επίκαιρα στα οποία εμφανίζεται η φοιτήτρια κόρη του. Θα μπορούσα δε να πω ότι ενώ παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, ακόμα και ο κορμός της ταινίας, η σχέση του δραπέτη με ένα φτωχό κορίτσι (Χαοκούν Λιου) που παρά τα εμποδια της αποκτά τον επίσης προβλέψιμο χαρακτήρα πατέρα – κόρης, επίσης δεν είναι η βασική πηγή της συγκίνησης.

Όχι, η συγκίνηση, με έναν υπέροχο τρόπο, προκαλείται από την τόσο έντονη παρουσία του ιδίου του φιλμ, δηλαδή του χειροπιαστού κινηματογραφικού υλικού που ενώ κάποτε ήταν τόσο πολύτιμο, ικανό να προκαλέσει ενθουσιασμό, σήμερα είναι πλέον εξαφανισμένο, θύμα της εξέλιξης της ψηφιακής τεχνολογίας. Αυτή η μπομπίνα με τα επίκαιρα θα περάσει από την Σκύλλα και την Χάρυβδη μέχρι να καταλήξει στη μηχανή προβολής όπου είναι η θέση της.

Στην πραγματικότητα, με την «Χαμένη σκηνή» ο Γιμού γύρισε το δικό του «Σινεμά ο Παράδεισος», που αν και βασισμένο σε ένα μυθιστόρημα του Τζελίνγκ Γιαν, πολύ πιθανό να περιέχει προσωπικές μνήμες του ιδίου του 71χρονου σήμερα σκηνοθέτη, από την εποχή που ο ίδιος μεγάλωνε στην Κίνα, τότε που το φιλμ ήταν κυρίαρχο στον κόσμο του κινηματογράφου, τότε που το φιλμ ήταν ο κινηματογράφος. Ο Γιμού δίνει τεράστια σημασία στην όλη τελετουργική διαδικασία προβολής, το πως τοποθετούσαν τις μπομπίνες στη μηχανή, το πως οι μηχανικοί προβολής έκαναν το δικό τους μοντάζ για να σώσουν μια κατάσταση βλάβης, το πως έφτιαχναν τις λούπες, το πως αντιδρούσε το κοινό. Εκεί που σκηνοθετικά χωλαίνει είναι εκεί που ο Γιμού ανέκαθεν χώλαινε: στην κωμωδία. Τα εντελώς παλιομοδίτικα κωμικά σημεία της ταινίας είναι τα πιο αδύναμος της.

Αντιθέτως, το κομμάτι της ταινίας μέσα στην αίθουσα προβολής και της καμπίνας του αυτοκρατορικού Κυρίου Σινεμά (Γουέι Φαν), αιθουσάρχη και μηχανικού προβολής, είναι το ομορφότερό της, ενώ το πολιτικό σκέλος της μέσω του οποίου ο Γιμού ασκεί δριμύτατη κριτική προς το ανελεύθερο καθεστώς της χώρας, ήταν ο λόγος για τον οποίο η «Χαμένη σκηνή» δεν κατάφερε να προβληθεί στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Βερολίνου το 2020.

Βαθμολογία: 2 ½

ΑΘΗΝΑ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΧΑΛΑΝΔΡΙ- ΦΛΕΡΥ – ΑΝΟΙΞΙΣ Ν.ΗΡΑΚΛΕΙΟ – ΤΡΙΑΝΟΝ – ATENE

———————————————-

«Το μυστικό της Μαντλίν Κόλλινς» («Madelein Collins», Γαλλία, 2021)

Με την ατμόσφαιρα στις προτεραιότητές του, ένα καλά δουλεμένο σενάριο με ανατροπές και μια θαυμάσια Βιρζινί Εφιρά στον κεντρικό ρόλο, ο σκηνοθέτης Αντουάν Μπαρό, στην τελευταία ταινία μυθοπλασίας του, καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον πλάθοντας το πορτρέτο μιας ιδιαίτερης γυναίκας που θα μπορούσες να πεις ότι μοιάζει βγαλμένη από ταινία του Αλφρεντ Χίτσκοκ (προφανώς στις επιρροές του Μπαρό είναι η μορφή της Κιμ Νόβακ στον αριστουργηματικό «Δεσμώτη του ιλίγγου», αν και ο ίδιος δεν το παραδέχεται).

Εδώ βέβαια δεν θα βρούμε κάποιο έγκλημα αλλά μια πραγματικά ιδιόμορφη γυναικεία προσωπικότητα, η στάση της οποίας προβληματίζει και ξαφνιάζει. Τι μπορεί αλήθεια να συμβαίνει με την Zουντίθ Φοβέ (Εφιρά) που φαίνεται ότι ζει διπλή ζωή μοιράζοντας τον χρόνο της σε διαφορετικές χώρες (Ελβετία ,Γαλλία) με διαφορετικούς άντρες · τον διάσημο μαέστρο σύζυγό της (Μπρουνό Σολομονέ) με τον οποίο έχει δύο παιδιά και έναν νεότερό της άντρα (ο καταλανός ηθοποιός Κιμ Γκουτιέρεζ) που έχει μια κόρη;

Ο Μπαρό ζητά την υπομονή μας ενώ επεξεργάζεται με οικονομία την ιστορία του προσφέροντας στον θεατή όσο το δυνατόν λιγότερες πληροφορίες προκειμένου να τον διατηρεί διαρκώς σε αναμμένα κάρβουνα (και το πετυχαίνει). Οσο η ιστορία προχωρά προς τα πίσω μετά από μια υπέροχη εισαγωγή στην οποία βλέπουμε την Εφιρά να καταρρέει σε μια πανάκριβη μπουτίκ, τόσο το μυστήριο εντείνεται καθώς όλα δείχνουν ότι οι πάντες στην ζωή της ηρωίδας γνωρίζονται μεταξύ τους, κάτι που εντείνει ακόμα περισσότερο την περιέργεια για το τι μπορεί να συμβαίνει σε αυτή την ζωή.

Ακόμα και η μητέρα της (ευχάριστη έκπληξη το πέρασμα της Ζακλίν Μπισέ) μοιάζει να είναι γνώστης μιας κατάστασης που ή είναι τόσο πολύ «προχωρημένη» που αγγίζει τα όρια της διαστροφής ή κάτι πάρα πολύ παράξενο κρύβει πίσω της. Σε κάθε περίπτωση η ταινία σε κερδίζει αφού ακόμα και το όνομα του τίτλου της κρύβει ένα μυστήριο που δεν θα αποκαλυφθεί παρά μόνο στο ούτως ή άλλως ανατρεπτικό φινάλε.

Βαθμολογία: 3

ΑΘΗΝΑ: ΑΘΗΝΑΙΑ – ΚΑΡΜΕΝ – ΔΑΦΝΗ – ΣΤΕΛΛΑ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ – ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ – ΦΛΕΡΥ

———————————————-

«Thor: Love and Thunder» (ΗΠΑ, 2022)

Κρίνοντας από την πιο πρόσφατη περιπέτεια του «Spider Man», το «Spider-Man: No Way Home» (2021), του οποίου η πρωτοτυπία είναι η κοινή εμφάνιση όλων των ηθοποιών που έχουν υποδυθεί τον ήρωα της Marvel Comics μέσα στα τελευταία 20 χρόνια (Τομ Χόλαντ, Ανταμ Γκάρφιλντ, Τόμπι Μακγκουάιρ) είναι εμφανές ότι το σύμπαν της Marvel αναζητά νέες διεξόδους στοχεύοντας στην ανανέωση των ηρώων της και την αποφυγή της (αναπόφευκτης) επανάληψης. Το ίδιο θα λέγαμε ότι ισχύει και με την τέταρτη «προσωπική» ταινία του υπερήρωα Thor, του Θεού του Κεραυνού με το μαγικό σφυρί, εμπνευσμένου από την μυθολογία των Βίκινγκ, ο οποίος μετέτρεψε τον 39χρονο σήμερα Αυστραλό ηθοποιό Κρις Χέμσγουορθ σε σούπερσταρ («Thor», 2011, «Thor 2: Σκοτεινός κόσμος», 2013 και «Thor: Ragnarok», 2017).

Τόσο το στοιχείο του ρομάντζου (ανάμεσα στον Thor και την πρώην του/ Νάταλι Πόρτμαν) όσο και της κωμωδίας (αρκεί να δει κανείς τον Ράσελ Κρόου με φουστίτσα ως Δία) είναι στοιχεία πολύ έντονα στο «Thor: Love and Thunder» που σκηνοθέτησε κάπως πιο παρδαλά απ’ όσο περιμένεις για μια τέτοια ταινία ο Νεοζηλανδός Τάικα Γουαϊτίτι (σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής της ταινίας «Τζοτζο» που απέσπασε το Οσκαρ διασκευασμένου σεναρίου 2019). Το ταξίδι αναζήτησης και εσωτερικής γαλήνης στο οποίο ο Thor βρίσκεται έχοντας αποσυρθεί πλέον από τη μάχη, θα διακοπεί όταν ο Gorr, ο Θεός της Σφαγής απειλεί την γαλαξιακή ειρήνη (ο Κρίστιαν Μπέιλ αγνώριστος και σε μια άκρως ενδιαφέρουσα ερμηνεία ενός σκοτεινού αλλά όχι και τόσο αντιπαθούς χαρακτήρα).

Βαθμολογία: 2 ½

(προβάλλεται σε περισσότερες από 160 αίθουσες της Ελλάδας)

———————————————-

«Θεέ μου τι σου κάναμε; 3» («Qu’est-ce qu’on a tous fait au bon Dieu?», Γαλλία, 2021)

Ξαναζεσταμένο φαγητό παρά τις κάποιες καινούργιες ιδέες είναι η αίσθηση που σου αφήνει η τρίτη (και ελπίζει κανείς τελευταία) κωμωδία της κινηματογραφικής «σειράς» «Θεέ μου τι σου κάναμε;» (που ξεκίνησε το 2014 με την καλύτερη και συνεχίστηκε με την απλώς αξιοπρεπή δεύτερη του 2019). Η επέτειος γάμου του ζεύγους των Κριστιάν Κλαβιέ – Σαντάλ Λομπί γονέων των τεσσάρων θυγατέρων που έχουν παντρευτεί διαφορετικής εθνικότητας άντρες έχει ως αποτέλεσμα την «κατάληψη» της οικίας των πρώτων από τους συμπέθερους · οπότε η ταινία της Μαρί Γκαρέλ Βάις προσπαθεί να αντλήσει χιούμορ (και ως σημείο τα καταφέρνει) από την μόνιμη αντιπάθεια που τρέφει προς «όλους αυτούς τους ξένους» ο «καθαρόαιμος» Γάλλος πατριώτης Κλαβιέ. Όμως είναι ακριβώς το ίδιο χιούμορ που ως τώρα ξέρεις και που περιμένεις, οπότε η ταινία μοιάζει να κινείται στον αυτόματο πιλότο, με την εξαίρεση ίσως του ευρήματος της αλλαγής νοοτροπίας της Λομπί που αποφασίζει να πετάξει τις παλαιομοδίτικες ζακετούλες και να βγάλει μπροστά το βυθισμένο στη μούχλα πάλαι ποτέ σεξαπίλ της.

Βαθμολογία: 1 ½

ΑΘΗΝΑ: ΦΙΛΟΘΕΗ – ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ – ΑΡΤΕΜΙΣ – ΣΙΝΕ ΓΕΡΑΚΑΣ – ΜΠΟΜΠΟΝΙΕΡΑ κ.α.

———————————————-

EΠANEKΔOΣEIΣ

«Ασανσέρ για δολοφόνους» (Ascenseur pour l’echefaud, Γαλλία, 1957) του Λουί Μαλ. Η βλάβη ενός ασανσέρ παίζει καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη ενός εγκλήματος σε αυτό το ατμοσφαιρικό αστυνομικό φιλμ που υιοθετεί τέλεια τους κανόνες του αμερικανικού φιλμ νουάρ και σήμανε την έναρξη της πλούσιας καριέρας του Μαλ και τα μέγιστα για τους ηθοποιούς Μορίς Ρονέ – Ζαν Μορό (ο Λίνο Βεντούρα είναι επίσης μια σπουδαία μορφή της ταινίας παίζοντας τον αστυνομικό). Συγχρόνως μια ιστορικής σημασίας ταινία γιατί είναι μια από τις πρώτες που χρησιμοποίησαν μοντέρνα τζαζ ως σάουντρακ · μια μνημειώδης δουλειά του Μάιλς Ντέιβις.

Βαθμολογία: 4 ½

(δεν υπήρξε ενημέρωση αιθουσών από την εταιρία διανομής)

———————————————-

«Μαχαίρι στο νερό» (Noz W Wodzie, Πολωνία, 1962) του Ρόμαν Πολάνσκι. Ενα αμαρτωλό «τρίγωνο» (Λίον Νίεμτσικ, Γιολάντα Ουμέκα, Ζίγκμουντ Μαλάνοβιτς) σε ένα πλοιάριο. Ο σύζυγος, η νέα γυναίκα του και ένας επισκέπτης, νέος κι αυτός. Ανάμεσά τους θα ξεκινήσει ένα παράξενο παιχνίδι απάτης, ταπείνωσης, απιστίας, φθοράς. Η αφετηρία της ζηλευτής κινηματογραφικής καριέρας του Πολάνσκι που διαχειρίζεται με λιτότητα, την έλλειψη επικοινωνίας, τη μικρότητα του ανήθικου, τα υπόγεια σεξουαλικά τερτίπια και το έγκλημα ,φτιάχνοντας μια ταινία καθρέφτη των ανθρώπινων αδυναμιών. Προτάθηκε για το Οσκαρ καλύτερης μη αγγλόφωνης ταινίας.

Βαθμολογία: 3 ½

(δεν υπήρξε ενημέρωση αιθουσών από την εταιρία διανομής)