Κατ’ αρχάς είναι πολύ σημαντικό νέο η πληθωρική δωρεά  Δημήτρη Δασκαλόπουλου προς το ΕΜΣΤ και τα λοιπά διεθνή μουσεία. Οφείλουμε να την χειροκροτήσουμε χωρίς μεμψιμοιρίες. Είναι κίνηση πρωτίστως πολιτική και λιγότερο καλλιτεχνική επειδή αναβαθμίζει το status της σύγχρονης τέχνης μας στον διεθνή χώρο. Ως τέτοια αντανακλά σε όλους. Εικονομάχους και εικονολάτρες, τελαράδες και «μοντέρνους», αβανγκαρντίστες και νεοακαδημαϊκούς. Ασχέτως κριτικής αποτίμησης της συγκεκριμένης συλλογής – η οποία πάντως έχει αποσπάσει διεθνή εύσημα – η επενέργεια της στο ευρύτερο σώμα της εικαστικής μας ζωής δεν μπορεί παρά να θεωρείται ευεργετική. Όπως ευεργετική υπήρξε η παρουσία των συλλόγων Δάκη Ιωάννου ή Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. Παρά τις όποιες, επιμέρους, ενστάσεις.

Κυρίως γιατί αυτές οι συλλογές συγκροτούνται από ιδιώτες – το γούστο των οποίων είναι και το αποκλειστικό τους δικαίωμα – αλλά και γιατί δημιουργούν το απαραίτητο κλίμα, μέσω διαλόγου αλλά και διαφωνιών ή συγκρούσεων ώστε να εκκολαφθούν οι νέες ιδέες. Η καλλιτεχνική δημιουργία προϋποθέτει τόσο την φιλότητα όσο και το νείκος. Πάντα συνέβαινε αυτό. Ανάγκη όμως πάσα είναι να μπει η ΕΛΛΗΝΙΚΉ δημιουργία στο παγκόσμιο, εικαστικό χάρτη και οι δημιουργοί της στην διεθνή αγορά τέχνης.

Από την άλλη έχω εμπιστοσύνη στη νέα διευθύντρια και συμφωνώ με την πολιτική των δωρεών, ΑΡΚΕΙ τον τελικό, εκθεσιακό λόγο να τον έχουν οι υπεύθυνοι που όρισε – με ανοιχτές διαδικασίες – η πολιτεία. Εξ όσων γνωρίζω ο κ. Δασκαλόπουλος διαθέτει, εκτός των άλλων, μερικά ιστορικά έργα της ελληνικής αβανγκάρντ. Παράλληλα με μερικά αμφιλεγόμενα της διεθνούς. Όπως π.χ τον «Αεροπόρο» του Κανιάρη. Μακάρι να αξιοποιηθούν σωστά ώστε το ΕΜΣΤ να αποκτήσει τον ΙΣΤΟΡΙΚΌ σκελετό που σήμερα δεν έχει. Π.χ με έργα Σκλάβου, Στάμου, Γαΐτη, Μαλτέζου, Τούγια, Dimitri Hadji, Κουλεντιανού, Μολφέση, Γιάννας Περσάκη, Βαλταδώρου, Μπάικα, Θεοφυλακτόπουλου κ.α. Κατά τη γνώμη μου η ιστορία του ελληνικού μοντερνισμού πρέπει να ξεκινάει από τον Γεώργιο Μπουζιάνη και να φτάνει ως τον Σταύρο Ιωάννου.  Αλλιώς θα έχουμε λίθους και κέραμους ατάκτως ειρημένους όπου θα «παίζουν» η Δανάη Στράτου και η Άρτεμις Ποταμιάνου αλλά όχι ο Κυριάκος Μορταράκος, ο Απόστολος Γεωργίου ή ο Θόδωρος Παπαγιάννης. Όχι ο Ντοκατζής ή οι Kalos & Klio, όχι ο Άγγελος Παπαδημητρίου, όχι ο Νίκος Χαραλαμπίδης κι όχι ο Σπάρταλης για να αναφέρω κάποια, ενδεικτικά ονόματα…Κι αυτό βέβαια δεν είναι ευθύνη του κ. Δασκαλόπουλου.

Φευ, όμως οι μοντέρνοι συλλέκτες μας και τα αντίστοιχα μουσεία, κρατικά ή ιδιωτικά, τρέφουν μία περίεργη δυσανεξία για τη ζωγραφική. Αντίθετα και με την επιθυμία του ευρύτερου κοινού αλλά και με τις διεθνώς ισχύουσες τάσεις της τέχνης σήμερα.

Προχωράω τη σκέψη μου περισσότερο: Ποιός γράφει την ιστορία; Και εννοώ βέβαια την ιστορία της τέχνης είτε εδώ είτε διεθνώς; Τα ινστιτούτα, οι θεσμοί εντός ή εκτός εισαγωγικών, τα μεγάλα μουσεία, οι πολύφερνοι συλλέκτες, τα ιδρύματα ή οι τράπεζες που χρηματοδοτούν εκθέσεις και δημιουργούν γεγονότα; Ή μήπως πάλι οι μεγάλοι παραγγελιοδότες, οι χορηγοί, οι μεγάλες φουάρ, η παγκοσμιοποιημένη, καλλιτεχνική αγορά κ.λπ.; Οι πολλοί ή οι λίγοι; Ή, καλύτερα, ο ένας; Αυτός που μπορεί να καταστεί μοναδικός, για την εποχή του τουλάχιστον και να την ερμηνεύσει;

Προφανώς όλοι αυτοί, οι πολλοί έχουν έναν ρόλο, συχνά εκκωφαντικό, συνήθως όμως πρόσκαιρο. Μακάρι στην δική μας περίπτωση να συμβαίνει το αντίθετο. Αφού τελικά το κλειδί για να ξεκλειδώσει το άδηλο μέλλον το διαθέτει αυτός που συνήθως πολεμάνε ή και μισούν γιατί τους χαλάει το κυρίαρχο αφήγημα. Εννοώ εκείνο τον κριτικό τέχνης ο όποιος συνδυάζει την ιστορική γνώση αλλά και την τόλμη να εκθέσει και να εκτεθεί προλαβαίνοντας την εποχή του. Όσο κι αν καμώνονται τους γνώστες ή τους ειδικούς οι ποικίλοι πολιτιστικάριοι ή οι εφήμεροι σταρ της επικοινωνίας και της καλλιτεχνικής μόδας – ακόμα και οι φιλόδοξοι, ματαιόδοξοι όσο και ημιμαθείς καλλιτέχνες – την εκδίκηση του αύριο θα πάρει εκείνος που σήμερα αντιστέκεται στις σειρήνες του εντυπωσιασμού και φοβάται την εκδίκηση της ιστορίας.

Κι όπως η παρούσα, πρόσφατη εμπειρία μάς πείθει ότι πρέπει η πολιτική να επιστρέψει στον κυρίαρχο ρόλο της και να εξορίσει την οικονομία για το καλό της ανθρωπότητας, το ίδιο πρέπει να  συμβεί και με την τέχνη. Επειδή και η τέχνη οφείλει να επιστρέψει στην αρχική θέση και το κύρος της ως παραγωγού ιδεολογίας μέσω του αισθητικού το οποίο καθίσταται αυτόχρημα  πολιτικό. Τοποθετώντας έτσι στην πραγματική τους θέση τόσο την οικονομία και την αγορά όσο και τους πολύφερνους θεράποντες τους. Αφού μιλάμε για τέχνη!  Πρώτα λοιπόν η ιστορία και οι δημιουργοί κι έπειτα όλοι όσοι αγαπούν και τους δημιουργούς και τα δημιουργήματα των σεβόμενοι την ιστορία τους αλλά και την καθόλου Ιστορία.

ΥΓ. Αντιλαμβάνομαι, τελικά, την τέχνη σαν μία παρτίδα σκάκι. Υπάρχει πάντα ένας τελικός στόχος, κάτι που πρέπει να κατακτηθεί και κάτι που πρέπει να θυσιαστεί. Αλίμονο σ’ όποιον το αγνοεί. Υπάρχει σαφώς λογική, στρατηγική, σχέδιο αλλά υπάρχει και έμπνευση, συναισθηματική ευφυία και

ρίσκο. Κυρίως αυτό. Δηλαδή υπάρχει πάνω από όλα η κρίσιμη απόφαση: Τί να κρατήσεις και τί να χάσεις… Αρχικά η τέχνη, η δημιουργία, το έργο ξεκινάει με τους δύο στρατούς πλήρεις,16 πιόνια αριστερά και 16 πιόνια δεξιά… Πληθωρισμός, συνωστισμός αλλά και βαρεμάρα από την αργή ροή του χρόνου.

Μετά όμως έρχεται ο πόλεμος δηλαδή οι συγκρούσεις και η δημιουργία, δηλαδή οι αναπόφευκτες απώλειες, η ουσία του παιχνιδιού. Πρέπει να χάσεις αν θες να κερδίσεις. Από αυτή την πρώτη, την πληθωρική φάση, ας πούμε από το μπαρόκ που συνεχώς επιστρέφει στα καλλιτεχνικά θέματα, φτάνουμε στο μινιμαλισμό, φτάνουμε στην αφαίρεση, ας πούμε στον μοντερνισμό… Εκεί που επιβιώνει, για παράδειγμα, μόνο η βασίλισσα και ο βασιλιάς από την μια πλευρά ενώ ο αντίπαλος, από την άλλη, έχει μόνο τον βασιλιά, τον Τρελό και τον Πύργο. Εκεί που παίζεται το πιο γοητευτικό αλλά και το πιο απόλυτο παιχνίδι της τέχνης. Ας πούμε Πικάσο και Ματίς εναντίον Ντυσάν και Μαλέβιτς. Δηλαδή στα άκρα. Εικονομάχοι και εικονολάτρες. Όπως πάντα! Δηλαδή ως το νόημα που βρίσκεται πάντα λίγο πριν, ελάχιστα πριν, το τέλος.

Ο κύριος Μάνος Στεφανίδης είναι Ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ.