Το όνομά του μας είναι άγνωστο, αλλά το έργο του επιζεί με ποικίλους τρόπους. Αρκεί να φέρει κανείς στον νου του το σήμα του Ολυμπιακού ή του πακέτου τσιγάρων Ασσος Φίλτρο – όλοι εντυπωσιάζονται διαχρονικά από την κομψότητα των συσκευασιών των ελληνικών καπνοβιομηχανιών, αλλά κανένας δεν γνωρίζει ότι σχεδιάστηκαν από εκείνον. Να πούμε επίσης ότι υπήρξε ο πρώτος σκιτσογράφος του «Ελευθέρου Βήματος» όταν αυτό πρωτοεκδόθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1922 από τον Δημήτριο Λαμπράκη. Η θητεία του διήρκεσε περίπου ένα εξάμηνο, μέχρι τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, λίγο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά πρόλαβε βέβαια την περίοδο λογοκρισίας των γελοιογραφιών από την κυβέρνηση Γούναρη, όταν δηλαδή στο «Ελεύθερον Βήμα» ο χώρος της λογοκριμένης γελοιογραφίας αφηνόταν κενός για πολιτικούς λόγους.

Ο Αγγελος Σπαχής θα βγει επιτέλους από την αφάνεια σχεδόν 60 χρόνια από τον θάνατό του χάρη στην έκθεση «Αγγελος Σπαχής, 1903-1960» που θα φιλοξενηθεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (από τις 11 Απριλίου), σε επιμέλεια Νίκου Παΐσιου και του ανιψιού του Σπαχή, Αλέξανδρου Παπαγεωργίου-Βενετά, με τη συνεργασία της Κωνσταντίνας Ντακόλια και της Αθηνάς Κυριακώδη.

«Οι λόγοι που πραγματοποιείται η έκθεση είναι τόσο ιστορικοί, για να τον γνωρίσει το κοινό, γιατί είναι παντελώς άγνωστος, όσο και εικαστικοί. Τα γραφιστικά του έργα είναι ό,τι σπουδαιότερο γίνεται στη γραφιστική στην Ελλάδα το πρώτο μισό του 20ού αιώνα» θα σχολιάσει ο Νίκος Παΐσιος, ο οποίος φρόντισε να στηθεί μία από τις ελάχιστες οργανωμένες ιστορικές εκθέσεις γραφιστικής που έχει γίνει στην Ελλάδα.

Ο,τι υλικό υπάρχει σχετικά – γιατί δεν υπάρχει οργανωμένο αρχείο Αγγελου Σπαχή – θα παρουσιαστεί σε αυτή την έκθεση. Πρωτότυπες αφίσες και μακέτες διαφημιστικών, 60-70 γελοιογραφικά αλλά και προπαρασκευαστικά σχέδια, οι ελάχιστοι πίνακες που έχει φιλοτεχνήσει, αλλά και βιβλία, πολλά βιβλία, καθώς ο Σπαχής επιμελήθηκε πλείστα εξώφυλλα και σελίδες αναγνωστικών και παιδικών βιβλίων, κυρίως του εκδοτικού οίκου Αλικιώτη την περίοδο 1948-1955 (όπως το εξώφυλλο και τις σελίδες από την «Ωρα του παιδιού» της Αντιγόνης Μεταξά). Το υλικό προέρχεται από το ΕΛΙΑ, τη Δημοτική Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, το Ιδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, την Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, όπως βέβαια και από ιδιωτικές συλλογές.

Από κοντά και ορισμένες προσωπογραφίες του, φιλοτεχνημένες από σύγχρονους ζωγράφους, όπως ο Αλέκος Λεβίδης, ο Μιχάλης Μαδένης, ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος και η Ελεωνόρα Σταθοπούλου, έπειτα από ανάθεση του Νίκου Παΐσιου.

Στην έκθεση θα παρουσιαστεί και ο δαφνοστεφανωμένος έφηβος που έγινε το σήμα του Ολυμπιακού. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είχε δημιουργηθεί από τον Σπαχή όχι ως απευθείας ανάθεση από τον σύλλογο, αλλά ως σήμα του βραχύβιου εκδοτικού οίκου «Παντογνώστης», με τον οποίο ο Σπαχής συνεργαζόταν τη δεκαετία του ’20. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο βιβλία με ημερομηνία έκδοσής τους το 1924, μία χρονιά δηλαδή πριν από την ίδρυση της ομάδας του Πειραιά, που φέρουν το χαρακτηριστικό σήμα σύμφωνα με την «ανακάλυψη» που έκανε ο Διαμαντής Καράβολας, υπεύθυνος των εκδόσεων Φαρφουλάς (το σχετικό κείμενό του δημοσιεύθηκε σε τεύχος του αθλητικού περιοδικού «Humba!»). Ο Αγγελος Σπαχής φέρεται μάλιστα να έχει επηρεαστεί και να έχει αναπαραστήσει με τον τρόπο του τον περίφημο «Διαδούμενο» του Πολυκλείτου, αντίγραφο (100 π.Χ.) του οποίου υπάρχει στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα βιβλία των εκδόσεων «Παντογνώστης» με τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο που έγινε συνώνυμος με τον Ολυμπιακό θα είναι επίσης παρόντα στην έκθεση.

Η άγνωστη ζωή ενός αφανούς καλλιτέχνη

Για τον Αγγελο Σπαχή υπάρχουν πολύ λίγα βιογραφικά στοιχεία. Ξέρουμε ότι γεννιέται το 1903 στην Πλάκα, ότι έχασε νωρίς τον πατέρα του και πέρασε τα σχολικά χρόνια στη φτώχεια, γεγονός που καθιστούσε επιτακτική την αναζήτηση εργασίας από την πλευρά του. Η καταγωγή της οικογένειας ήταν από την Υδρα, και τα μέλη της είχαν υπάρξει γνήσιοι υδραίοι ναυτικοί που είχαν διακριθεί στον Αγώνα του ’21. Περί τα τέλη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε να δουλεύει στο λογιστήριο της εταιρείας «Αστήρ» που κατασκεύαζε ό,τι δεν μπορούσε να εισαχθεί στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Ο Σπαχής προσφέρθηκε να φτιάχνει τις ετικέτες για τα προϊόντα και σύντομα τη δουλειά του πρόσεξε ο Δαμάσκος, ένας νέος που είχε αρχίσει να οργανώνει μεγάλο διαφημιστικό γραφείο, στην Ερμού και Βουλής. Αρκετά τεκμήρια της δουλειάς του κατέχει ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, αρχιτέκτων, πολεοδόμος και ιστορικός πολεοδομίας, ο οποίος είναι ανιψιός του από την πλευρά της συζύγου του Σπαχή, της Μαρίας Κοζαδίνου (1895-1985). Εκείνη υπήρξε κόρη μεγαλοαστικής οικογένειας από τον Πειραιά με παππού και πατέρα πλοιοκτήτες πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία βιοποριζόταν από την επαγγελματική καλλιτεχνική και χειροτεχνική εργασία της, ιδίως από τα abat-jours για φωτιστικά, που είχαν μεγάλη απήχηση στην αθηναϊκή κοινωνία. Το ζευγάρι είχε εγκάρδια σχέση με τον χαράκτη Τάσσο, τον ζωγράφο Νίκο Νικολάου και τον γλύπτη Χρήστο Καπράλο, όπως θυμάται ο Παπαγεωργίου-Βενετάς, ενώ στο ατελιέ της οδού Ομήρου 8 όπου εργάζονταν μαζί «έβρισκαν πραγματικό καταφύγιο καλλιτέχνες και φιλότεχνοι που ήθελαν για λίγο να ξεφύγουν από την κοινοτοπία της κοινωνικής ζωής», όπως έγραφε στη νεκρολογία του Σπαχή ο φίλος του και ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος (1893-1972). Το κείμενό του είχε δημοσιευθεί στο τεύχος 63 του περιοδικού «Ζυγός» το 1961, με αποτέλεσμα να καταγραφεί λανθασμένα ως χρονιά θανάτου του Σπαχή το 1963, κάτι που δεν ισχύει. Ο Αγγελος Σπαχής πέθανε το 1960 από λευχαιμία. Επειτα από προτροπή του Βυζάντιου, ο οποίος ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στην Υδρα, είχε αγοράσει έναν μισογκρεμισμένο μύλο στο νησί των προγόνων του το 1951, τον οποίο κατάφερε να αναστηλώσει τελικά το 1960 και να απολαύσει μόλις για τρεις μήνες.

Ο πολυσχιδής εικαστικός

Ο Αγγελος Σπαχής υπήρξε ένας αυτοδίδακτος δημιουργός. Οπως έγραφε ο Περικλής Βυζάντιος, «το πανεπιστήμιό του ήταν το βάθος του βιβλιοπωλείου Ελευθερουδάκη», το οποίο ήταν το μόνο που έφερνε ευρωπαϊκές εκδόσεις και επέτρεπε σε όσους δεν είχαν τα μέσα να ξεφυλλίζουν τα βιβλία και ας μην αγόραζαν.

Το 1927 ίδρυσε το περίφημο ατελιέ Καστανάκη-Σπαχή μαζί με τον σκιτσογράφο Νίκο Καστανάκη, το οποίο αναλάμβανε τη διακόσμηση χοροεσπερίδων, τη διαφήμιση προϊόντων και τα σκηνικά θεατρικών παραστάσεων. Σε αυτό το δημιουργικό γραφείο σχεδιάστηκαν κάποια πολύ γνωστά logos τσιγάρων των καπνοβιομηχανιών Κεράνη και Παπαστράτου. Η σημαντικότερη συνεισφορά του στον τομέα της γραφιστικής είναι οι αφίσες και τα πακέτα των τσιγάρων, άλλωστε κάλυψε από το 1935 έως το 1960 όλες τις προσπάθειες καλλιτεχνικής προβολής των δύο αυτών καπνοβιομηχανιών. Εκείνος δημιούργησε την περίφημη «σειρά των αριθμών», τον Ασσο που επιβιώνει μέχρι σήμερα, αλλά και τους άλλους δέκα αριθμούς για πακέτα τσιγάρων που πλέον μάλλον ελάχιστοι θυμούνται.

Μετά την εργασία του στο «Βήμα» και αφού συμπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, συνέχισε να εργάζεται σε εφημερίδες μέχρι το 1925. Από την επόμενη χρονιά ξεκίνησε να εργάζεται και ως σκηνογράφος, μια δραστηριότητα που συνέχισε έως το 1945 – με το διάλειμμα του Πολέμου. Θεωρείται ότι είναι ο πρώτος που αναβάθμισε αισθητικά το είδος της επιθεώρησης. Για παράδειγμα, στην Ελευθέρα Σκηνή (Θέατρο Κοτοπούλη) έκανε τα σκηνικά για το έργο του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Ο όρκος του πεθαμένου» και για τον «Κύκλο με την κιμωλία».

Ο Σπαχής είχε αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις, κάτι που του προκάλεσε δυσκολίες την εποχή εκείνη. «Υπόθεσή μου είναι ότι τον προστατεύει από την εξορία ο Παπαστράτος, ο οποίος ήταν μεγάλος κοινωνικός παράγων εκείνη την εποχή και οικονομικά και κοινωνικά, με την προϋπόθεση να σταματήσει τη δράση του για να μην μπαίνει σε άλλους μπελάδες» θα σχολιάσει ο Νίκος Παΐσιος.

Στα ίχνη του Πικάσο

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και μετά, ο Αγγελος Σπαχής και το έργο του πέρασαν στην αφάνεια. Η ιστορικός τέχνης και πρώην διευθύντρια του ΕΜΣΤ, Αννα Καφέτση, ήταν η πρώτη που τον ανέσυρε από τη λήθη, τουλάχιστον όσον αφορά το ζωγραφικό του έργο, καθώς συμπεριέλαβε δύο πίνακές του με ένθετα στοιχεία στην έκθεση «Μεταμορφώσεις του μοντέρνου. Η ελληνική εμπειρία» στην Εθνική Πινακοθήκη το 1992. Σύμφωνα με τον Νίκο Παΐσιο, η Καφέτση ήταν η πρώτη που αναγνώρισε πόσο προχωρημένη ήταν η τέχνη του Σπαχή για την εποχή της.

Από εκείνον προέρχεται εξάλλου το πρώτο γνωστό έργο στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης που δημιουργήθηκε σύμφωνα με τις αρχές του συνθετικού κυβισμού των Πικάσο και Μπρακ και του φωτοκολάζ, δηλαδή με τη συναρμογή έτοιμων εικόνων, ενίοτε επιζωγραφισμένων. Είναι το «Αίνιγμα της φυσιογνωμίας του ανθρώπου» (1932) και πρόκειται για λάδι σε μουσαμά με ένθετη μορφή σε γύψο (από τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης). Εξίσου πρωτοποριακά ήταν τα «Η γυναίκα με τα μαύρα γυαλιά» (1933) και «Νεκρή Φύση» (1933), τα οποία είχαν παρουσιαστεί στην έκθεση της Ομάδας Τέχνη στην Αίθουσα Λέσχης Καλλιτεχνών (Ατελιέ) το 1933, όπου ξεχώριζαν για την πρωτοτυπία της τεχνικής τους. Παρ’ όλα αυτά, έλαβε πολύ κακές κριτικές γιατί δεν κατάλαβαν τι ήθελε να πει με την τέχνη του. «Θεωρώ ότι αυτό είναι ο λόγος που δεν ασχολήθηκε πολύ πιο εκτεταμένα με τη ζωγραφική. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ήταν ένας πολύ σεμνός άνθρωπος, στον οποίο στοίχιζε προσωπικά το γεγονός πως ήταν αυτοδίδακτος, γιατί βέβαια εκείνη την εποχή μετρούσε κοινωνικά να έχεις έναν τίτλο σπουδών» θα πει ο Παΐσιος. Οσο για τη συμβολή του στην Ιστορία της Τέχνης; «Ο Σπαχής δεν άσκησε καμία άμεση επιρροή στον καλλιτεχνικό περίγυρο της εποχής του. Η σημασία που έχει το έργο του είναι κατά βάση ιστορική. Πάντως όλοι οι ζωγράφοι του Μεσοπολέμου τον είχαν προσέξει. Ο Τέτσης τον θυμόταν πολύ καλά και τον σεβόταν. Σε έναν πολύ στενό κύκλο καλλιτεχνών έχαιρε πολύ μεγάλης εκτίμησης χάρη στην εικαστική ματιά του, η οποία ήταν τελείως διαφορετική».

 

INFO

«Αγγελος Σπαχής, 1903-1960»: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Κέντρο Πολιτισµού Ιδρυµα Σταύρος Νιάρχος, από τις 11 Απριλίου.