Το βιογραφικό της Συραγώς Τσιάρα είναι μακρύ και με ειδικό βάρος. Ενα μικρό δείγμα αναφοράς είναι η θητεία της ως επιμελήτριας της Συλλογής Κωστάκη στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ή η διεύθυνση του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης και της Μπιενάλε Θεσσαλονίκης. Πλέον τελεί χρέη αν. διευθύντριας του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του MOMus (του Μητροπολιτικού Οργανισμού Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης). Αυτό που έχει καταφέρει, όμως, και συνιστά ίσως τη μεγαλύτερη δυσκολία, είναι να αναγνωρίζεται μάλλον ομόφωνα ως μια γυναίκα σπάνιας ποιότητας και ήθους.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο με τίτλο «Η επιμέλεια του βλέμματος. Σύγχρονη τέχνη και επιμελητική πρακτική» (εκδ. Νήσος), υπό μια έννοια ένα έργο αυτοβιογραφικό, δεδομένου ότι είναι γραμμένο από τη σκοπιά της επιμελήτριας και θεωρητικά αλλά και εμπειρικά πάνω σε ζητήματα που αφορούν την ιστορία της τέχνης αλλά και την επιμελητική πρακτική σήμερα. Σίγουρα όμως αφορά οποιονδήποτε θέλει να καλλιεργήσει το βλέμμα του/της και να εμβαθύνει λίγο περισσότερο πάνω στα ζητήματα που θέτει η σύγχρονη τέχνη.

Κατ’ αρχάς να πω πόσο απλή είναι η γλώσσα του βιβλίου, κάτι που το καθιστά προσβάσιμο και από ανθρώπους που δεν είναι «του χώρου».  

«Την εκζήτηση τη θεωρώ πολύ παρωχημένη, το επιμελητικό κείμενο που μιλάει μόνο με τον εαυτό του ή απευθύνεται σε ένα πολύ περιορισμένο κοινό ειδημόνων, οι οποίοι νιώθουν ότι συνεννοούνται μέσα από μια δυσνόητη γλώσσα, άρα ανήκουν σε μια ιδιαίτερη ομάδα, νομίζω ότι δεν έχει κάποιο νόημα. Είναι μια παιδική ασθένεια του κριτικού λόγου. Πιστεύω ότι όλες οι προσεγγίσεις είναι χρήσιμες, μας βοηθά να γίνονται τα πράγματα πιο συμπεριληπτικά – αυτή η λέξη που είναι τόσο της μόδας. Για εμένα συμπερίληψη σημαίνει να δίνουμε χώρο στις φωνές και στις θέσεις πολλών και διαφορετικών ανθρώπων. Κάπως έτσι το έγραψα αυτό το βιβλίο, αποκρυσταλλώνοντας τη δική μου προσέγγιση μέσα από τις σκέψεις και τις απόψεις που έχω ανταλλάξει κατά καιρούς με συνεργάτες, καλλιτέχνες, συναδέλφους, όταν δημιουργούμε τις εκθέσεις και όταν τις μοιραζόμαστε με τους επισκέπτες».

Πιστεύετε ότι η συμπεριληπτικότητα δεν γίνεται επί της ουσίας;

«Είναι το νέο politically correct. Καταλαβαίνω ότι το σύστημα χρειάζεται να φτάνει από το ένα άκρο στο άλλο μέχρι να βρει μια ισορροπία. Από εκεί που βλέπαμε τα πράγματα μέσα από το βλέμμα του δυτικού άνδρα, πήγαμε στην κριτική της αποικιοκρατίας και των ηγεμονικών λόγων, στη συμπερίληψη και στο να δούμε τις άλλες ομάδες των ανθρώπων που δεν είχαν φωνή λόγω φύλου, ταυτότητας, καταγωγής, εθνότητας, σεξουαλικού προσανατολισμού κ.λπ. Ναι, να ανοίξουμε παντού, αλλά χωρίς νέους αποκλεισμούς. Να μη φτάσουμε στο σημείο να λέμε επειδή είσαι Δυτικός, άνδρας, στρέιτ, δεν έχεις θέση στην έκθεση. Το καλό είναι ότι όσο μεγαλώνει η κοινότητα τόσο αυξάνεται ο αριθμός των βλεμμάτων και των θέσεων. Οσο μεγαλώνω αντιλαμβάνομαι κι εγώ το ενδιαφέρον που μπορεί να προκύψει από τη διασταύρωση των βλεμμάτων».

Πώς διαμορφώθηκε το δικό σας βλέμμα;

«Ολα ξεκίνησαν με τις σπουδές μου στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο. Διεύρυνα όμως ουσιαστικά τη μέθοδο και τα εργαλεία ερμηνείας της τέχνης όταν έκανα το μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης στην Αγγλία με την Γκριζέλντα Πόλοκ, η οποία μας έλεγε ότι είναι χρήσιμη η μελέτη της κοινωνικής εξέλιξης, των οικονομικών συστημάτων και της ιστοριογραφίας για να κατανοήσουμε τον τρόπο που λειτουργούν το έργο τέχνης και ο δημιουργός μέσα στην εποχή του. Μελετήσαμε Φουκό και ψυχανάλυση για να δούμε πώς συγκροτείται το «εγώ» μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο. Νομίζω ότι αυτή είναι η βάση του βλέμματός μου. Προσπαθούσα να κατανοήσω πώς αποτυπώνει τον ψυχισμό του ο κάθε καλλιτέχνης όχι ως μονάδα κλεισμένη σε μια γυάλα, αλλά σε ένα ευρύτερο θεσμικό σύστημα. Μετά μπήκε στους προβληματισμούς μου η σεξουαλικότητα και η έμφυλη ταυτότητα. Πιο παλιά, από τότε που είχαμε και πολύ φεμινισμό στο πρόγραμμα σπουδών του μεταπτυχιακού».

Τι εννοείτε «πολύ φεμινισμό»;

«Ηταν μια εποχή που ήλπιζα ότι πλέον δεν θα τον είχαμε ανάγκη, γιατί ήμουν λίγο αμφίθυμη με τον μαχητικό φεμινισμό, τον θεωρούσα κάπως ξεπερασμένο. Κακώς, γιατί ήμουν μικρή και δεν είχα περάσει δυσκολίες. Ενιωθα τυχερή γιατί είχα κάνει τις σπουδές που ήθελα, γιατί εργάστηκα πολύ νωρίς πάνω στο αντικείμενο που αγαπούσα. Ισως δεν είχα την ανάγκη τότε να καταλάβω γιατί ο φεμινισμός είναι απαραίτητος. Οταν μεγάλωσα όμως, κατάλαβα ότι και το δικό μου βλέμμα ήταν εκείνο μιας γυναίκας της δυτικής κοινωνίας που είχε ευκαιρίες, είχε κατακτήσει πράγματα και ήταν σε ένα σχετικά καλό επίπεδο ζωής, δίχως να έχει αντιμετωπίσει ιδιαίτερους αποκλεισμούς και διακρίσεις. Κατάλαβα επίσης ότι και στην Ελλάδα ζούμε σε διαφορετικές χρονικότητες και τα ζητήματα διεκδίκησης δικαιωμάτων για πολλές γυναίκες είναι όχι απλώς υπαρκτά αλλά και πιο επιτακτικά από ό,τι ήταν παλαιότερα. Αρκεί να δει κανείς τι γίνεται στην ελληνική κοινωνία με την έξαρση της βίας και τις γυναικοκτονίες τον τελευταίο καιρό».

Επειδή μιλήσατε λίγο πιο πριν για παιδικές ασθένειες, ποιες άλλες έχετε εντοπίσει στον χώρο των εικαστικών;  

«Τη δυσκολία της αποδοχής της συλλογικότητας, να εργαζόμαστε και να μοιραζόμαστε. Η διαχείριση του «εγώ», για να το πω με άλλα λόγια. Δεν ξέρω αν με την ωριμότητα θα το ξεπεράσουμε, το ελπίζω. Ο ναρκισσισμός είναι σε έναν βαθμό λειτουργικό κομμάτι της καλλιτεχνικής και της επιμελητικής ταυτότητας, το αντιλαμβάνομαι. Διαπιστώνω κι εγώ η ίδια με τον εαυτό μου ότι όταν ξεκίνησα ως επιμελήτρια ένιωθα πως οι ιδέες μου ήταν τόσο σημαντικές που έπρεπε να τις φέρω σε πέρας μόνη μου. Την πρώτη φορά που συνεργάστηκα με έναν συνάδελφο στο μουσείο, τον οποίο γνωρίζω χρόνια και αγαπώ πολύ, τον Θοδωρή Μάρκογλου, άρχισα να χαίρομαι το μοίρασμα. Σιγά-σιγά μετακινήθηκα περισσότερο σε συλλογικές διαδικασίες. Είναι μεγάλη χαρά να μπορείς να κερδίζεις και να δέχεσαι τα θετικά μιας δημοκρατικής επιλογής και ανταλλαγής απόψεων, ακόμη κι αν θυσιάσεις προσωρινά μια προσωπική ιδέα που θεωρείς «μεγαλοφυή». Μου έχει τύχει αυτό. Τη «χάρισα» σε έναν συνάδελφο και την έκανε εκείνος έκθεση».

Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα στον χώρο της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια;

«Εγώ νομίζω ότι άλλαξαν τα πάντα. Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τη σύγχρονη τέχνη τόσο σε θεσμικό όσο και πολιτικό επίπεδο – ενέργεια, προγράμματα, πόροι – νιώθω ότι σχεδόν κατοχυρώθηκε. Δεν μπορούμε πλέον να γυρίσουμε πίσω σε μια εποχή που η αρχαιότητα αντλούσε de facto το 90% των πόρων στον σχεδιασμό για τον πολιτισμό και οι Μπιενάλε, τα μουσεία σύγχρονης τέχνης ή τα φεστιβάλ έπαιρναν ό,τι περίσσευε. Οι ιδιωτικοί φορείς και τα ιδρύματα πρωταγωνιστούν, μάλιστα έχει χαθεί λίγο η ισορροπία, καθώς πήραν την πολύ μεγάλη μερίδα του λέοντος και στην παραγωγή και στην υποστήριξη της τέχνης, και καλά έκαναν από την πλευρά τους, απλώς και το Δημόσιο πρέπει να ξαναβρεί τη θέση του σε αυτή τη νέα ισορροπία δυνάμεων που διαμορφώνεται. Υπάρχουν οι ανεξάρτητοι χώροι που τους διαχειρίζονται καλλιτέχνες και επιμελητές, οι εκθέσεις σύγχρονης τέχνης που γίνονται είναι πάρα πολλές. Αυτό που συζητούσαμε το ’17, τι θα αφήσει η documenta, άρχισε να κεφαλαιοποιείται ή να μεταλλάσσεται. Μπορεί η αλλαγή να είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων, των Μπιενάλε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, των ιδρυμάτων, των εκθέσεων, του ΕΜΣΤ και της Πινακοθήκης που άνοιξαν. Δεν είναι όλα τέλεια, υπάρχουν προβλήματα, αλλά δεν είμαστε όπως ήμασταν πριν από 5-7 χρόνια».

Γιατί λοιπόν δεν έχετε θέσει υποψηφιότητα για τη θέση της διεύθυνσης στο ΜOMus;

«Στην παρούσα φάση δεν αισθάνομαι ότι αποτελεί δημιουργική πρόκληση για εμένα να συνεχίσω να είμαι διευθύντρια. Πέρασα σχεδόν 14 χρόνια σε διευθυντικές θέσεις και ήταν πολύ δημιουργικά στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, στο Mουσείο Σύγχρονης Tέχνης, στην Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης, όμως, θέλοντας και μη, τα διοικητικά και τα οικονομικά καθήκοντα σου αφαιρούν πολύτιμο χρόνο από την έρευνα και το διάβασμα, την καθαρή επιμέλεια. Νομίζω ότι όλα αυτά θέλω να τα ξαναδώ, θέλω επίσης να ξαναδώ τον εαυτό μου από μια άλλη θέση. Ισως και το βιβλίο αποτέλεσε μια αφορμή, το χάρηκα πολύ, σκέφτηκα «τι μετράει περισσότερο για εμένα για τα επόμενα χρόνια;» και νομίζω αυτό είναι η έρευνα, η συγγραφή, ίσως η διδασκαλία, τα δημόσια προγράμματα με τους καλλιτέχνες, ο πειραματισμός με τις συλλογές. Μπορεί να αλλάξουν τα δεδομένα, αλλά σε αυτή τη φάση έτσι σκέφτομαι».