Κάθε φορά που ανακύπτει μία κρίση, δημιουργείται η προσδοκία της «μετατροπής της σε ευκαιρία» επίλυσης πάγιων προβλημάτων σε διάφορα πεδία ρύθμισης. Το σκεπτικό πίσω από αυτή την προσδοκία έγκειται στην αυξημένη (λογικά) πιθανότητα ενεργοποίησης μεταρρυθμιστικών αντανακλαστικών από την κεντρική διοίκηση αλλά και στην κάμψη των όποιων αντιστάσεων απέναντι στην αλλαγή, λόγω της συγκυρίας που διαμορφώνεται από τα νέα δεδομένα. Το κλίμα αυτό το βιώσαμε με την οικονομική κρίση και επαναλαμβάνεται και με την πανδημία.

Ειδικά για το πεδίο της πολιτικής υγείας, η οικονομική κρίση, παράλληλα με τις τραγικές επιπτώσεις της, ανέδειξε τον στρεβλό τρόπο οικονομικής διαχείρισής του και κινητοποίησε τη λήψη αποφάσεων προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού των δαπανών υγείας. Από την άλλη, η πανδημία Covid-19 μάς υπενθύμισε την ανάγκη για ενίσχυση των συστημάτων υγείας προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται απέναντι σε τέτοιας κλίμακας απειλές – και όχι μόνο. Μάλιστα, οι προσδοκίες για την επόμενη ημέρα του υγειονομικού τομέα είναι τώρα αυξημένες. Η υγεία είναι πλέον διεθνώς στο προσκήνιο ενώ, επιπλέον, τη στενά δημοσιονομική οπτική, η οποία είχε κυριαρχήσει την προηγούμενη δεκαετία, έχει διαδεχθεί η αναγνώριση της συμβολής των συστημάτων υγείας στη διαφύλαξη της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η πιθανότητα υλοποίησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων φαντάζει αυξημένη καθώς και ισχυρό κοινωνικό αίτημα διατυπώνεται και οι κυβερνήσεις διαθέτουν μεγαλύτερη νομιμοποίηση να δεσμεύσουν πρόσθετους πόρους για την εφαρμογή τους, κάτι το οποίο δεν ίσχυε μέχρι πρότινος.

Ειδικά για τη χώρα μας, η συγκυρία που διαμορφώνεται από τον πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο που προσφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και από την αύξηση του κύρους του συστήματος υγείας και της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτό, δεν πρέπει να περάσει αναξιοποίητη. Η σταδιακή σύγκλιση της δημόσιας δαπάνης υγείας με την αντίστοιχη των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα, προκειμένου να υλοποιηθεί σε έναν εύλογο χρονικό ορίζοντα. Ωστόσο, όπως έχουμε διαπιστώσει και στο παρελθόν, η αυξημένη χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας δεν εγγυάται την υψηλή αποδοτικότητα των πόρων, την ποιότητα των παρεχόμενων φροντίδων και την ισότητα στην πρόσβαση σε αυτές. Για τον λόγο αυτόν, ο προσδιορισμός του περιεχομένου της μεταρρύθμισης του συστήματος υγείας είναι κομβικής σημασίας.

Ποια είναι όμως η ενδεδειγμένη στρατηγική για την ορθολογική ιεράρχηση των προτεραιοτήτων της πολιτικής υγείας την επόμενη ημέρα; Κατ’ αρχάς, απαιτείται η μετάβαση από την παραδοσιακή θεωρητική-ιδεολογική και εν πολλοίς διαισθητική προσέγγιση των θεμάτων υγείας σε μία προσέγγιση στη βάση τεκμηρίων. Αυτή με τη σειρά της προϋποθέτει την εγκαθίδρυση μιας κουλτούρας μετρήσεων, στο πλαίσιο της οποίας η συστηματική συλλογή δεδομένων και η κατασκευή δεικτών δεν θα αντιμετωπίζεται από τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό ως «αναγκαίο κακό» ή ως «αλλότριο καθήκον», αλλά ως αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων.

Χωρίς αυτή τη διαδικασία, η πολιτική συζήτηση γύρω από την υγεία θα εξακολουθήσει να χαρακτηρίζεται από αόριστες εξαγγελίες και ιδίως υποσχέσεις για «ενίσχυση του συστήματος υγείας», χωρίς όμως την απαιτούμενη διαφάνεια και κυρίως χωρίς τεκμηρίωση της σκοπιμότητας των επιμέρους προτάσεων. Προσλήψεις, δημιουργία νέων δομών, συγχωνεύσεις υφιστάμενων, ρύθμιση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, αναβάθμιση του εξοπλισμού, συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και άλλες παρεμβάσεις, θα διατυπώνονται «στο περίπου», δημιουργώντας προσδοκίες στους πολίτες και στους λειτουργούς του συστήματος υγείας, χωρίς όμως να αποσαφηνίζεται ούτε το γιατί ούτε το πώς θα υλοποιηθούν.

Σε αυτό το θολό τοπίο, όμως, ουσιαστικός διάλογος δεν μπορεί να γίνει. Πώς μπορεί να τοποθετηθεί κανείς π.χ. έναντι μιας εξαγγελίας προσλήψεων, όταν δεν έχει προηγηθεί – και κοινοποιηθεί – μια αναλυτική εκτίμηση των αναγκών του συστήματος σε ανθρώπινο δυναμικό ανά περιοχή, δομή και κατηγορία; Ομοίως, πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί από την επιστημονική κοινότητα, τους συλλόγους ασθενών και τελικά την κοινωνία, μία εξαγγελία για αναδιάταξη του νοσοκομειακού χάρτη, εάν δεν έχει ακολουθηθεί η αυτονόητη αλληλουχία: 1) ανάλυση των αναγκών του πληθυσμού για νοσοκομειακή φροντίδα σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, 2) αποτίμηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος σε σχέση με τις ανάγκες αυτές, 3) προσδιορισμός των κενών σε πόρους (υλικούς, ανθρώπινους και οικονομικούς), 4) καταγραφή των προτιμήσεων και των επιλογών των πολιτών και 5) προτυποποίηση της νοσοκομειακής φροντίδας στη χώρα; Τα βήματα αυτά είναι απολύτως απαραίτητα για την τεκμηρίωση μιας πρότασης παρέμβασης στον νοσοκομειακό χάρτη, όπως ακριβώς η στάθμιση των οικονομικών δυνατοτήτων συνιστά βασική προϋπόθεση για την υλοποίηση του όποιου σχεδιασμού.

Αντίστοιχη προσέγγιση – και τεκμηρίωση – απαιτείται σε κάθε παρέμβαση στο σύστημα υγείας. Η απουσία της, άλλωστε, αποτελεί τη βασική αιτία της μη ολοκλήρωσης εμβληματικών παρεμβάσεων στο σύστημα υγείας, όπως π.χ. η οργάνωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας και η θέσπιση του οικογενειακού ιατρού, που αποτελούν διαχρονικές εκκρεμότητες της πολιτικής υγείας στη χώρα, με σημαντική επίπτωση στην κάλυψη των αναγκών υγείας των πολιτών. Αντιστοίχως, η κατά καιρούς επίκληση των συμπράξεων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ως απάντηση στα προβλήματα αποδοτικότητας του συστήματος υγείας δεν έχει ποτέ εξειδικευθεί με τρόπο που να ερμηνεύει την προτίμησή τους έναντι άλλων επιλογών. Κατ’ αποτέλεσμα, και αυτή η πρόταση εγκλωβίζεται σε μια συζήτηση θεωρητικού / ιδεολογικού χαρακτήρα, η οποία είτε προβάλλει – αυθαίρετα – τις συμπράξεις ως τη «μαγική λύση» έναντι κάθε προβλήματος του συστήματος υγείας είτε την απορρίπτει ερμηνεύοντάς την – πάλι αυθαίρετα – ως «απόπειρα ιδιωτικοποίησης του συστήματος υγείας». Αν όμως απομονώσουμε τις προκατασκευασμένες απόψεις και αντιδράσεις ως προς τα παραπάνω και συλλέξουμε δεδομένα, πληροφορίες και δείκτες απόδοσης, θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπάρχει οργανωμένο σύστημα υγείας χωρίς ισχυρή και αποτελεσματική πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, με σημείο αναφοράς, τις περισσότερες φορές, τον οικογενειακό ιατρό. Επίσης, η συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αποτελεί διαδεδομένη πρακτική στις περισσότερες χώρες – και στην Ελλάδα -, με το κράτος φυσικά να διατηρεί τον κυρίαρχο ρόλο του στον προσδιορισμό του ρυθμιστικού πλαισίου, των κανόνων ποιότητας και αποζημίωσης των φροντίδων κ.ά.

Εν κατακλείδι, α) αν δεν τολμήσουμε υπό αυτές τις συνθήκες μια μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, πιθανόν να μη μας δοθεί αντίστοιχη ευκαιρία στο μέλλον, β) ο πολιτικός χρόνος ποτέ δεν θα είναι αρκετός αν δεν ξεκινήσει η υλοποίηση ενός μεταρρυθμιστικού σχεδίου στην υγεία και γ) το πολιτικό κόστος θα φαντάζει πάντα βαρύ όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται «πίσω από κλειστές πόρτες», χωρίς διαφάνεια, τεκμηρίωση και κυρίως χωρίς τη συμμετοχή της επιστημονικής κοινότητας και της κοινωνίας των πολιτών.

 

*Ο κ. Κυριάκος Σουλιώτης είναι καθηγητής Πολιτικής Υγείας, κοσμήτωρ της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.