Το σήριαλ με την προκλητικά χαμηλή φορολόγηση των μεγάλων πολυεθνικών, ειδικά της τεχνολογίας και του Διαδικτύου, είναι γεγονός πως έχει τραβήξει πολύ. Μήπως, λοιπόν, με την απόφαση που έλαβαν το Σάββατο οι υπουργοί Οικονομικών της G7 μπορούν να πέσουν οι… τίτλοι τέλους;

Προτού δούμε κάποιες κρίσιμες λεπτομέρειες της συμφωνίας, είναι χρήσιμο να διαπιστώσουμε ποιες ήταν οι αντιδράσεις απέναντι στη συμφωνία των ίδιων των εταιρειών. Εκείνων, δηλαδή, που θεωρητικά θα θιγούν από την εφαρμογή της, καθώς θα κληθούν να πληρώσουν δεκάδες δισ. δολάρια περισσότερα σε φόρους. Πρόκειται, όπως είναι γνωστό, για ένα συνήθως αλάνθαστο κριτήριο, όσον αφορά στο περιεχόμενο και την αξία κάθε συμφωνίας, ειδικά σε περιπτώσεις σοβαρών διαμαχών.

Στηρίζουν και οι «κολοσσοί»

Ιδού, για παράδειγμα, τι δήλωσε ο εκπρόσωπος της Google: «Στηρίζουμε εμφατικά τη δουλειά που γίνεται για να εκσυγχρονιστούν οι κανόνες της φορολόγησης διεθνώς. Ελπίζουμε πως οι χώρες θα συνεχίσουν να εργάζονται από κοινού προκειμένου να διασφαλίσουν μια ισορροπημένη και βιώσιμη συμφωνία, η οποία σύντομα θα οριστικοποιηθεί».

Από την πλευρά του, ο Νικ Κλεγκ της Facebook έκανε λόγο για ένα «σημαντικό πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός καθεστώτος σιγουριάς για τις επιχειρήσεις και της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης προς το παγκόσμιο φορολογικό σύστημα».

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο εκπρόσωπος της Amazon, ο οποίος δήλωσε: «Πιστεύουμε ότι η διαδικασία στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ που οδηγεί σε μια πολυμερή λύση θα συμβάλλει ώστε να επέλθει σταθερότητα στο παγκόσμιο φορολογικό σύστημα».

Τι θέλουν και τι όχι

Τι καταλαβαίνουμε, λοιπόν, από όλα τα παραπάνω; Πρώτον, ότι οι τεχνολογικοί «γίγαντες» αποφεύγουν επιμελώς να αναφερθούν σε αύξηση της φορολογίας ή σε συγκεκριμένα ποσοστά. Κάτι που σημαίνει, πολύ απλά, πως γι’ αυτούς όλα παραμένουν ανοιχτά και προς διαπραγμάτευση.

Δεύτερον, ότι τάσσονται υπέρ της ύπαρξης ενός σταθερού παγκόσμιου φορολογικού συστήματος. Με τη σειρά του, αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της «κόπωσής» τους και της πρόθεσής τους να σταματήσουν να αναζητούν αενάως φορολογικούς παραδείσους και τις χώρες με το πιο ευνοϊκό καθεστώς. Ίσως, μάλιστα, να είναι και έτοιμοι να δώσουν «κάτι τις» παραπάνω προκειμένου να ξέρουν πού πατούν και πού πηγαίνουν.

Τρίτον, ότι αναγνωρίζουν τη δυσαρέσκεια των κοινωνιών για τη μέχρι σήμερα στάση τους και θα επιδιώξουν να φανούν συνεργάσιμοι και διαλλακτικοί. Έστω και για λόγους εντυπώσεων, που είναι γνωστό ότι στην εποχή μας (όπως και πάντα σε περιόδους κρίσης) μετρούν πολύ.

Και τέταρτον, ότι δείχνουν να έχουν εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις και τους διεθνείς θεσμούς και να πιστεύουν πως δεν θα τους «πουλήσουν» – κάτι, άλλωστε, που δεν έχουν κάνει ποτέ. Γι’ αυτό και σε όλες τις παραπάνω δηλώσεις εκφράζουν την υποστήριξή τους στη δουλειά που γίνεται.

Δεν έρχεται φορολογική επανάσταση

Συμπέρασμα: Αν μη τι άλλο, δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη επανάσταση στον τομέα της φορολογίας των επιχειρήσεων. Σίγουρα, επίσης, δεν επίκειται κάποιου είδους μεγάλη αναδιανομή πλούτου υπέρ των ασθενέστερων – τόσο κρατών όσο και κοινωνικών ομάδων. Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να συμβεί κάτι τέτοιο όταν το 15% που προτείνεται ως «ελάχιστος ενιαίος συντελεστής» είναι πολύ χαμηλότερο από εκείνους που ισχύουν σήμερα στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Ιαπωνία, καθώς και στην μεγάλη πλειοψηφία των κρατών-μελών της ΕΕ.

Πρέπει ακόμη να ξεκαθαριστεί ότι μένουν πολλά να συζητηθούν και να γίνουν ώστε να πάρει (εάν πάρει) σάρκα και οστά το νέο πλαίσιο. «Θα χρειαστούν δυνάμει 18 μήνες ή και περισσότερο για να περάσει η όποια συμφωνία στην εθνική νομοθεσία όλων των χωρών (…) ενώ σε επίπεδο εσόδων, ενδέχεται να περάσουν δύο χρόνια έως ότου δούμε τις φορολογικές αρχές να εισπράττουν τα όποια επιπλέον έσοδα», δήλωσε χαρακτηριστικά στην Wall Street Journal η Μόνικα Λάβινγκ, της εταιρείας συμβούλων BDO.

Προσοχή στα ψιλά γράμματα

«Είναι πολύ νωρίς για να πανηγυρίζουμε (…) Εδώ πολλά εξαρτώνται από τα ψιλά γράμματα. Τουλάχιστον εξίσου σημαντικό με τον φορολογικό συντελεστή είναι τι ποσό τελικά θα καταβάλλεται ως φόρος, με άλλα λόγια ο τρόπος του υπολογισμού. Εάν είναι γεμάτος τρύπες, τότε το 15% δεν λέει και πολλά», σημειώνει από την πλευρά της, σε σχετική ανάλυση, η γερμανική Handelsblatt.

Πρακτικά, όλοι δείχνουν να συμφωνούν ότι τα δύσκολα μόλις τώρα αρχίζουν. Η πρώτη δοκιμασία θα έρθει στα τέλη Ιουλίου, κατά τη σύνοδο της G20, καθώς το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας φεύγει σταδιακά από την G7 και μετατοπίζεται προς αυτή την ομάδα, στην οποία ανήκουν, εκτός τω άλλων, χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και άλλες.

Προβλήματα θα υπάρξουν και εντός της ΕΕ. Η Ιρλανδία και η Κύπρος, δύο από τα κράτη-μέλη που βασίζουν τις οικονομίες τους στους ιδιαιτέρως χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, προαναγγέλλουν ήδη ότι θα αντιδράσουν με κάθε τρόπο στις προσπάθειες να τους αφαιρεθεί το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που διαθέτουν.

Η μεγάλη μάχη στο Κογκρέσο

Αργά ή γρήγορα, επίσης, η προσοχή θα στραφεί στις ΗΠΑ και το Κογκρέσο. Εκεί όπου οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν κυριολεκτικά βγει… στα κάγκελα, ενώ η οριακή πλειοψηφία των Δημοκρατικών δεν τους επιτρέπει μεγάλα και τολμηρά βήματα. Πολύ περισσότερο καθώς και στις τάξεις τους υπάρχουν αρκετοί γερουσιαστές και βουλευτές που δεν βλέπουν με καλό μάτι την αύξηση των φορολογικών συντελεστών.

Είναι και ο λόγος, άλλωστε, που ο Τζο Μπάιντεν αναγκάστηκε να ανακρούσει πρύμνα και να μειώσει την αρχική του πρόταση για τον παγκόσμιο ενιαίο συντελεστή από το 21% στο 15%. Κι αυτό, τη στιγμή που η πρόθεσή του για το εσωτερικό των ΗΠΑ είναι ο συντελεστής να διαμορφωθεί ακόμη υψηλότερα, στο 28%.

Απέναντι σε αυτή την εικόνα, δεν χωράει αμφιβολία ότι τα πανίσχυρα λόμπι των επιχειρήσεων θα εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία που θα τους παρουσιαστεί για να εξασφαλίσουν ευνοϊκές ρυθμίσεις. Έστω και αν, την ίδια στιγμή, εμφανίζονται δημοσίως με συγκαταβατική διάθεση και με το χαμόγελο στα χείλη.

Βλέποντας και κάνοντας

«Η συμφωνία των πλούσιων χωρών (…) βρίσκεται μπροστά σε ένα δύσκολο δρόμο προς την υλοποίησή της, με πολλές κυβερνήσεις να υιοθετούν, πιθανότατα, την τακτική της αναμονής, προκειμένου να διαπιστώσουν τι θα κάνουν οι άλλοι», σημειώνει η WSJ προσπαθώντας να προβλέψει την επόμενη ημέρα.

Δεν έχει άδικο. Διότι μπορεί το προηγούμενο Σάββατο να εξελιχθεί όντως σε ένα ορόσημο, για την ώρα όμως τίποτα δεν αποκλείει – το αντίθετο – να καταγραφεί ως μια διακήρυξη καλών προθέσεων χωρίς πρακτική και ουσιαστική συνέχεια.

Πηγή: ΟΤ