Η άτυπη πενταμερής διάσκεψη για το Κυπριακό στα τέλη Απριλίου πραγματοποιείται σε συνάρτηση με ένα κρίσιμο πλαίσιο που δημιουργούν οι εξελίξεις στην Τουρκία, αλλά και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Θα μπορούσε να σημειωθεί ότι η ευρύτερη συζήτηση που διεξάγεται από ένα μέρος των κυπριακών πολιτικών ελίτ (ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών τμημάτων της Δεξιάς) για το εάν είναι πλέον εφικτή η συμβίωση των δύο κοινοτήτων σε ένα κράτος επηρεάστηκε ως έναν βαθμό από τις «εξαγωγές» ενός ανανεωμένου τύπου διαχείρισης των Κατεχομένων από την Αγκυρα.

Η κατάρρευση των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά το 2017 λειτούργησε ως συμπλήρωμα πολυσύνθετων δυναμικών, που έκαναν την εμφάνισή τους στην περίοδο που ακολούθησε την πραξικοπηματική απόπειρα στην Τουρκία τον Ιούλιο του 2016. Αυτή η κρίσιμη φάση στιγματίστηκε από τη διαμόρφωση μιας νέας συμμαχίας εξουσίας στην Αγκυρα με την προσθήκη του Κόμματος της Εθνικιστικής Δράσης, αλλά και από την υιοθέτηση του προεδρικού συστήματος.

Ολα τα προαναφερθέντα σε συνδυασμό με μια σειρά από εξελίξεις που αναδιαμόρφωναν τις περιφερειακές ισορροπίες δημιούργησαν τους άξονες πάνω στους οποίους ο συνασπισμός εξουσίας στην Τουρκία θα επιδίωκε να ανανεώσει σημαντικές πτυχές του γεωπολιτικού του δόγματος. Για το σημερινό μπλοκ εξουσίας της Τουρκίας οι εντεινόμενοι ανταγωνισμοί στην Ανατολική Μεσόγειο λειτουργούν ως μια «εχθρική περικύκλωση» που στοχεύει στον εγκλωβισμό της χώρας σε ένα περιβάλλον μόνιμης αστάθειας. Αυτές ακριβώς οι ανταγωνιστικές προσλήψεις για το περιφερειακό περιβάλλον της Τουρκίας, αλλά και η εσωτερική πόλωση που επικρατεί ως στρατηγική αναπαραγωγής της εξουσίας, συνέβαλαν στο ξεδίπλωμα «νέων» πολιτικών διαχείρισης της ίδιας της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η πραγματοποίηση της πενταμερούς, λοιπόν, γίνεται σε μια συγκυρία ανακατατάξεων στην ιστορική σχέση της Τουρκίας με την τουρκοκυπριακή κοινότητα – σε ένα πεδίο καθοριστικής σημασίας για την ίδια την εξέλιξη του Κυπριακού, αφού πρόκειται για την αντιπαράθεση σε σχέση με την επανατοποθέτηση της τουρκοκυπριακής κοινότητας στον κυπριακό χώρο.

Η Αγκυρα θεωρεί ότι η δομή της «ΤΔΒΚ» πρέπει να λειτουργεί όχι ως υποδοχέας της πολιτικής ασφάλειας της Τουρκίας, αλλά πολύ περισσότερο ως παροχέας ασφάλειας προς τη «μητρόπολη». Αυτή η τάση δεν πρέπει να θεωρηθεί αφηρημένη. Ούτε και είναι εντελώς νέα. Ομως η επαναφορά τέτοιων πτυχών στο νέο πλαίσιο, που εμφανίζονται και με την «επί του εδάφους» υλική εμπειρία της μετακίνησης κρατικών δομών της Τουρκίας ως δομών πολιτισμικής και οικονομικής πειθάρχησης των Τουρκοκυπρίων, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εξουσία Ερντογάν όντως επιθυμεί να ανατρέψει το status quo του 1974.

Η οικονομική και κοινωνική μεταμόρφωση των Kατεχομένων απαιτεί, σύμφωνα με τους κύκλους εξουσίας στην Αγκυρα, συγκεκριμένες υποδομές και πολιτικούς φορείς υλοποίησής τους. Η επίδραση του επιδιωκόμενου μετασχηματισμού δεν παραπέμπει φυσικά στον στόχο της επανένωσης, αλλά στην εμπέδωση περισσότερων και πιο έντονων διχοτομικών στοιχείων στη διευθέτηση του πολιτικού προβλήματος. H γεωπολιτική ταυτότητα που θέλει να επιβάλει η σημερινή σύνθεση της εξουσίας Ερντογάν προκαλεί δύο συγκεκριμένες πολιτικές που αναμένεται να δημιουργήσουν τις δικές τους επιπτώσεις στο πλαίσιο της επικείμενης πενταμερούς.

Η πρώτη είναι η πίεση που πολλαπλασιάζει η Αγκυρα ενάντια στο ιδεολογικό πρόγραμμα συμβίωσης με τους Ελληνοκυπρίους σε ένα ομοσπονδιακό πλαίσιο, που εκφράζεται γενικά από την τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση. Η δεύτερη είναι η δομική αλλαγή που σχετίζεται με την περιθωριοποίηση της τουρκοκυπριακής πολιτικής βούλησης και που εκφράζεται με την εντατικοποίηση της μετατροπής των Κατεχομένων σε έναν τύπο «τουρκικού νομού», και όχι δεύτερου κράτους στην Κύπρο.

Αυτή ακριβώς η δεύτερη πολιτική εξέλιξη δημιουργεί τις προϋποθέσεις ενός ιστορικού ρήγματος. Για παράδειγμα, εάν τη δεκαετία του 1950 η Τουρκία αναζητούσε την ενίσχυση της επιρροής της στην Κύπρο μέσα από την ενδυνάμωση της τουρκοκυπριακής εθνικιστικής ελίτ και την προώθηση της θέσης περί διχοτόμησης (Taksim), σήμερα δείχνει περισσότερο πρόθυμη να μεταφερθεί «αυτοπροσώπως» εντός της τουρκοκυπριακής κοινότητας, αλλάζοντας άρδην τις πολιτικές ισορροπίες. Η «μεταβίβαση» των Βαρωσίων υπό την επίβλεψη του Δήμου Ικονίου και της κρατικής Διεύθυνσης Κοινωνικής Κατοικίας της Τουρκίας αποτελεί ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της διαχείρισης ενός «νομού».

Είναι γεγονός ότι η Ιστορία από το 1974 και μετά δείχνει ότι η τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση παρέμεινε «απειθάρχητη» και σε κρίσιμες συγκυρίες δεν είχε αναλάβει τον ρόλο που της έταξε η «υψηλή εποπτεία» της τουρκικής κυβέρνησης. Υπό αυτή την έννοια, ο κατεχόμενος χώρος της Κύπρου ήταν απόλυτα εξαρτημένος από την Τουρκία, όμως λόγω των εσωτερικών του ιδιομορφιών μπορούσε να αναπαράγει τις πτυχές της «κυπριακότητας» των Τουρκοκυπρίων. Είναι ακριβώς αυτές τις ιδιομορφίες που σήμερα στοχεύει να αμφισβητήσει η νέα πολιτική του Ερντογάν. Και είναι ακριβώς αυτή η πολιτική αντίληψη που θα τεθεί στο επίκεντρο των στοχεύσεων της Αγκυρας στην επικείμενη πενταμερή. Συνεπώς, αυτή τη φορά το αποτέλεσμα της συνόδου δεν θα επηρεάσει μόνο τη διπλωματική πτυχή των διαπραγματεύσεων και του πλαισίου λύσης. Θα επηρεάσει έμμεσα ή άμεσα το μέλλον των αντοχών της ίδιας της ιδεολογίας για την αυτονομία του κυπριακού χώρου και της ταυτότητάς του.

Ο κ. Νίκος Μούδουρος είναι λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.