Ειδική διαδικτυακή ομάδα με την μορφή …“e-shop” όπου αναρτούσαν και πωλούσαν (με αναφορά ενδεικτικών τιμών) τα κλοπιμαία από εκατοντάδες ληστείες και κλοπές στο κέντρο της Αθήνας, είχαν δημιουργήσει τα μέλη της μεγάλης συμμορίας που εξάρθρωσε την Τετάρτη , η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αθηνών (ΥΑΑ).

Πρόκειται, όπως αναφέρουν υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. για μια πρωτοφανή τακτική των κακοποιών για την μαζική πώληση της λείας τους, μέσω των εφαρμογών Viber, Messenger κι άλλων δείγμα της άνεσης κινήσεων που είχαν αποκτήσει.

Οι «μυημένοι», ενημερωμένοι πελάτες του κυκλώματος εισέρχονταν σε αυτές τις διαδικτυακές ομάδες ή τους αποστέλλονταν φωτογραφίες των κλαπέντων (τιμαλφή, φορητοί υπολογιστές κ.λ.π) προκειμένου να υπάρξουν ηλεκτρονικές συναλλαγές και συμφωνίες.

Σύμφωνα με πληροφορίες σε άλλες ομάδες στις διαδικτυακές εφαρμογές της κινητής τηλεφωνίας τα μέλη της συμμορίας αντάλλασσαν πληροφορίες για τον τρόπο δράσης τους, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, τους ευάλωτους στόχους τους κλπ.

Τα δεδομένα αυτά που περιέχονται στην δικογραφία φέρεται να αντλήθηκαν από ελέγχους στις συσκευές κινητών, ηγετικών μελών της πολυμελούς σπείρας.

Από την έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Αθηνών συνελήφθησαν 28 μέλη της εγκληματικής οργάνωσης (κυρίως Μαροκινοί κι Αλγερινοί) μεταξύ των οποίων και αρχηγικό μέλος της.

Επιπλέον στη δικογραφία περιλαμβάνονται συνολικά 57 άτομα, από τα οποία πέντε έγκλειστοι σε Καταστήματα Κράτησης και αστυνομικός, που υπηρετεί σε υπηρεσία της Αττικής, κατηγορούμενος για παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου.

Ενας εκ των βασικών συλληφθέντων είχε συλληφθεί προ μερικών ετών πάλι με την ίδια κατηγορία του οργανωτή ληστρικών επιθέσεων. Σε μία δίκη που δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη. Το ίδιο άτομο είχε τραυματισθεί προ διετίας σε αιματηρό περιστατικό στο κέντρο της Αθήνας με δράστες άλλους αλλοδαπούς.

Πώς δρούσε η σπείρα

Σύμφωνα με τα στοιχεία της εν λόγω έρευνας τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, με διαφορετική κάθε φορά σύνθεση, διέπρατταν ληστείες και κλοπές από διερχόμενους πολίτες και κλοπές από σταθμευμένα οχήματα, αφαιρώντας χρήματα, τιμαλφή και ηλεκτρονικές συσκευές (smartphones, tablets κ.λπ.). Δραστηριοποιούνταν στο κέντρο της Αθήνας, με μεγαλύτερη ωστόσο συχνότητα σε Εξάρχεια, Σύνταγμα, Ομόνοια και Ακρόπολη – Νέο Κόσμο.

Όπως διαπιστώθηκε για τον τρόπο δράσης τους, το πρώτο και πιο έμπειρο μέλος της ομάδας, εντόπιζε τον «στόχο», κυρίως πολίτες με μειωμένη σωματική διάπλαση, γυναίκες ή ανυποψίαστους τουρίστες.

Το δεύτερο μέλος, με τη μέθοδο της απασχόλησης, αφαιρούσε προσωπικά αντικείμενα (τσάντες, ταξιδιωτικές βαλίτσες κ.λπ.) και το τρίτο μέλος είχε ρόλο «τσιλιαδόρου» και παραλάμβανε τα κλοπιμαία, σε περίπτωση που τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας γίνονταν αντιληπτά.

Επιπλέον η εγκληματική οργάνωση πραγματοποιούσε κλοπές σε σταθμευμένα οχήματα, όπου υπήρχαν αντικείμενα τοποθετημένα σε εμφανή σημεία (καθίσματα ή ταμπλό), δίνοντας σημασία στο βαθμό παλαιότητας των αυτοκινήτων και στα αντικλεπτικά τους συστήματα, ενώ επιδρομές γίνονταν και σε κατοικίες, που είχαν πρόσφορη και εύκολη πρόσβαση από παράθυρα, μπαλκονόπορτες, ανασφάλιστες θύρες εισόδων κ.λπ.

Αρπαγές αντικειμένων γίνονταν και σε μέσα μαζικής μεταφοράς (Μ.Μ.Μ.), με τη μέθοδο υπαρκτού ή τεχνητού συνωστισμού. Για την εγκληματική τους δράση χρησιμοποιούσαν ως ορμητήρια ξενοδοχείο και δύο διαμερίσματα στο κέντρο της Αθήνας, όπου αποθηκεύονταν τα κλοπιμαία έως την μεταπώλησή τους.

Συνολικά διαπιστώθηκε ότι προχώρησαν σε 183 κλοπές (από αυτοκίνητα ή με τη μέθοδο της απασχόλησης, από οικίες, κλοπές πορτοφολιών και τσαντών από τουρίστες και διερχόμενους πολίτες στο κέντρο της Αθήνας ή σε μέσα μαζικής μεταφοράς). Ακόμη προχώρησαν σε τρεις ληστείες και δύο κλοπές αυτοκινήτων.