Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του υπουργείου παιδείας έχει γεννήσει δημόσια συζήτηση (ως όφειλε) με επίκεντρο δυστυχώς το θέμα της φύλαξης των ΑΕΙ (ως δεν όφειλε).

Η φύλαξη και η ελεγχόμενη πρόσβαση στα ΑΕΙ είναι ασφαλώς απαραίτητη. Κι αυτό ιδίως σε κάποια πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας όπου σε παγκόσμια πρωτοτυπία εξωπανεπιστημιακοί παράγοντες ασκούν (παρανομούντες) επαναστατική γυμναστική κι άλλες ποινικά κολάσιμες και υγειονομικά πoλύ επικίνδυνες δραστηριότητες.

Επιπλέον σε αρκετές περιπτώσεις ενδοπανεπιστημιακές ολιγομελείς ομάδες επιβάλλουν την μειοψηφική άποψή τους, ευτελίζοντας στην πράξη τις δημοκρατικές διαδικασίες, που είναι βασικός πυλώνας ενός σοβαρού σύγχρονου πανεπιστημίου.

Ωστόσο η συζήτηση αυτή για την εμπλοκή της ΕΛΑΣ στα πανεπιστήμια και το θέμα ασφαλείας τους. αποπροσανατολίζει τον διάλογο από τα σημαντικά μεταρρυθμιστικά άρθρα αυτού του νομοσχέδιο τα οποία κατά τη γνώμη μου αποτελούν μια τεράστια ευκαιρία τόσο για πρόοδο στα πανεπιστήμια, όσο και για την θεραπεία μίας ιδιαίτερα σοβαρής παθογένειας που ταλανίζει εδώ και πολλά έτη την ελληνική κοινωνία.

Τα ελληνικά πανεπιστήμια, για πρώτη φορά στη ιστορία τους, αποκτούν αυτονομία από το υπουργείο παιδείας και μπορούν να (αυτο)προσδιορίζουν, εντός προκαθορισμένων ορίων, την ελάχιστη βάση εισαγωγής ανά σχολή αλλά και το εξεταζόμενο μάθημα που έχει ανά σχολή την μεγαλύτερη βαρύτητα. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να διασφαλίσουν ότι στις καλύτερες σχολές τους θα εισάγονται οι καλύτεροι φοιτητές και η αλληλεπίδραση αυτή ανάμεσα στους καλύτερους μαθητές και δασκάλους θα δρα ευεργετικά -πολλαπλασιαστικά για την επιστήμη και συνεπώς για την κοινωνία.

Αυτό θα δημιουργεί ευγενή άμιλλα σε τμήματα-σχολές διαφορετικών ΑΕΙ με ίδιο-παρεμφερές γνωστικό αντικείμενο ώστε να βελτιωθούν, για να προσελκύσουν καλύτερους φοιτητές. Κι ετσι με πιο αξιόλογους φοιτητές θα ανέβει το επίπεδο σπουδών . Με φυσικά , θετική συνέπεια η παραγόμενη έρευνα-νέα γνώση να οδηγήσει σε προσέλκυση χρηματοδότησης από ανταγωνιστικούς κρατικούς, διεθνείς και εμπορικούς-ιδιωτικούς οργανισμούς.

Κι ετσι επαγωγικά κατά ακολουθία η αυξημένη χρηματοδότηση σημαίνει αυξηση των δυνατοτήτων του πανεπιστημίου για εκπαιδευτικές και ερευνητικές υποδομές (και άρα καλύτερη εκπαίδευση και παραγωγή νέας γνώσης-έρευνας). Οι δε απόφοιτοι των αναβαθμισμένων σχολών θα είναι σαφώς πιο ανταγωνιστικοί στην αγορά εργασίας σε τοπικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο αυξάνοντας την φήμη του πανεπιστημίου.

Το σημαντικότερο όμως μεταρρυθμιστικό χαρακτηριστικό του νομοσχεδίου είναι ότι η ελάχιστη βάση εισαγωγής θα θεραπεύσει μια βασική διαχρονική παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας και του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Για πολλές δεκαετίες η κοινωνία μας θεωρεί ότι όλοι οι νέοι πρέπει να φοιτούν σε κάποιο πανεπιστήμιο, ανεξάρτητα από το ποια είναι η διαχρονική μαθησιακή τους συμπεριφορά-απόδοση από την πρώτη τάξη του δημοτικού μέχρι το τέλος του λυκείου. Αυτό οδηγεί σε τραγικές συνέπειες:

1. Το μέσο γνωσιολογικό υπόβαθρο και άρα επίπεδο των φοιτητών υποβαθμίζεται, οδηγώντας αντίστοιχα σε προβληματικά , μη ανταγωνιστικά πανεπιστήμια.

2. Σημαντικό ποσοστό των φοιτητών δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει επιτυχώς τις σπουδές, να αποφοιτήσει δηλαδή. Κατι το οποίο πέρα από τις κοινωνικές συνέπειες είναι μια τεράστια σπατάλη για το δημόσιο (επιδοτούμενο από όλους μας δηλαδή) σύστημα παιδείας της χώρας μας.

3. Η πιο δραματική όμως συνέπεια και το πιο σοβαρό επακόλουθο είναι ότι η χώρα δεν έχει ουσιαστικά πια νέους με τεχνικές δεξιότητες, σωστά εκπαιδευμένους τεχνίτες, σε ένα διεθνές περιβάλλον που η γνώση της τεχνολογίας οδηγεί τις εξελίξεις. Για να καλύψει η χώρα αυτό το κενό προσελκύει συνεχώς οικονομικούς μετανάστες που εργάζονται ως τεχνίτες, την ίδια ώρα που οι έλληνες αδύναμοι μαθητές περιμένουν σε κάποια καφετέρια να διοριστούν στο δημόσιο με την ψευδαίσθηση ότι είναι επιστήμονες και άρα πρέπει να αποκατασταθούν σε μια ανάλογη εργασία! Ετσι η Ελλαδα έγινε μια χώρα με περίπου 20% ανεργία και περίπου 2.000.000 οικονομικούς μετανάστες να ζουν μαζί με 10.000.000 Έλληνες (οι οικονομικοί μετανάστες είναι περίπου 20% των διαμενόντων στη χώρα μας).

Η ελάχιστη βάση εισαγωγής δεν θα αποκλείσει τους νέους αυτούς από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά θα τους οδηγήσει στην εθνικά απαραίτητη κατεύθυνση της τεχνολογικής εκπαίδευσης. Η μεταρρύθμιση αυτή είναι εθνικά και εκπαιδευτικά απαραίτητη, ιδίως μετά την πρόσφατη ουσιαστική κατάργησή της τεχνολογικής εκπαίδευσης από την προηγούμενη κυβέρνηση. Κι αυτό με την τη λαϊκίστικη ψευδεπίγραφη «αναβάθμιση» των ΤΕΙ (τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων) σε πανεπιστήμια με έναν (αδι)ανόητης λογικής νόμο.

Ο κ. Θεόδωρος Βασιλακόπουλος είναι καθηγητής Πνευμονολογίας – Εντατικής Θεραπείας της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών