Η δεύτερη δίκη του πρώην προέδρου Τραμπ μπορεί να αποδειχθεί θεσμικά καταστροφική για τη δημοκρατία στην Αμερική. Η πρόσφατη αναβολή της δίκης στη Γερουσία για τις 8 Φεβρουαρίου έχει ανακουφίσει ιδιαίτερα τους Ρεπουμπλικανούς οι οποίοι θέλουν να απαλλαγούν από το φαινόμενο Τραμπ το συντομότερο δυνατόν, χωρίς να υποστούν περαιτέρω εσωκομματικό διχασμό. Φέρνοντας στο προσκήνιο τον πρώην πρόεδρο, μόνο προβλήματα θα δημιουργήσει σε κομματικό επίπεδο αλλά και στη λαϊκή βάση. Για τους Δημοκρατικούς, η δεύτερη παραπομπή και δίκη του προέδρου Τραμπ τούς δίνει τη δυνατότητά να τον αποτελειώσουν και πολιτικά, και να πάρουν την εκδίκησή τους.

Την τελευταία πενταετία, ο Τραμπ σαν πολιτική οντότητα έχει κυριολεκτικά κυριαρχήσει στον διάλογο και στην πολιτική σκέψη των Δημοκρατικών. Μετά τα θλιβερά επεισόδια της 6ης Ιανουαρίου με την εισβολή στο Καπιτώλιο, οι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο, έχοντας μαζί τους και ένα μέρος των Ρεπουμπλικανών, έχουν την ευκαιρία όχι μόνο να τιμωρήσουν αλλά και να εξολοθρεύσουν τον μέγιστο εχθρό τους. Το ερώτημα όμως που δημιουργείται είναι κατά πόσο μια τέτοια κίνηση είναι θεμιτή για την ίδια τη δημοκρατία ή θα επαναφέρει τον Τραμπ σαν έναν μαρτυρικό πρωταγωνιστή και θα οδηγήσει την αμερικανική κοινωνία σε διχασμό.

Η μεγαλύτερη πολιτική επιτυχία του προέδρου Τραμπ ήταν η δυνατότητά του να καθορίζει την ατζέντα και να προκαλεί συνεχείς αντιδράσεις, καθιστώντας τον ίδιο ρυθμιστή του πολιτικού διαλόγου και παιχνιδιού. Οπως αποδείχθηκε, τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να παρέχουν οξυγόνο σε αυτή τη στρατηγική. Τα πρώτα θύματα ήταν οι Ρεπουμπλικανοί και στη συνέχεια οι Δημοκρατικοί κατά τη διάρκεια της εκλογικής διαμάχης του 2016 και κατά τη διάρκεια της θητείας του. Ο άνθρωπος του θεάματος, ο οποίος εξελέγη πρόεδρος χάρη στην τηλεθέαση αλλά και στην ικανότητα να κατανοήσει τη δύναμη των κοινωνικών δικτύων, σκηνοθέτησε όλο το πολιτικό σκηνικό αντλώντας δύναμη από την αυτοτροφοδοτούμενη δημοσιότητα.

Μια δεύτερη δίκη στη Γερουσία, στις αρχές Φεβρουαρίου, θα είναι η συνέχεια του σεναρίου, και θα είναι καταστρεπτική για τη δημοκρατία. Η ήττα του Τραμπ στην κάλπη δεν πρέπει να αξιολογηθεί σαν μια οποιαδήποτε ήττα εναλλασσόμενων κομμάτων εξουσίας. Το πολιτικό φαινόμενο Τραμπ δεν πρέπει να αξιολογηθεί μέσα από στενά πολιτικά δεδομένα στα πλαίσια της δημοκρατίας και των δύο κομμάτων εξουσίας. Ο Τραμπ από την κάθοδό του στην κάλπη μέχρι την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο ήταν αντιμέτωπος και ανταγωνιστής του ίδιου του συστήματος το οποίο ανεχόταν αλλά πάντα είχε απέναντί του.

Ηταν ο υποψήφιος ο οποίος ήρθε για να ανατρέψει το σύστημα. Υποσχέθηκε και προσπάθησε να αντικαταστήσει το ίδιο το σύστημα, «την αποξήρανση του βάλτου», και να θεσμοθετήσει τον ίδιο του τον εαυτό ως τον σωτήρα του παραμελημένου αμερικανικού έθνους. Αυτή η συνεχής αναφορά του σε εθνικά χαρακτηριστικά όπως η σημαία, η θρησκεία και το πληγωμένο αγγλοσαξονικό ιδεώδες, που έχει αλλοιωθεί από κύματα αλλόθρησκων και παρασιτικών μεταναστών, τον καθιστά όχι απλά πρόεδρο αλλά και τον σωτήρα του έθνους. Αυτού του είδους οι παραπομπές – διότι οι σωτήρες χρειάζονται και μάρτυρες και μαρτυρικά έθνη – κάνουν αυτή την ιστορική στιγμή για την αμερικανική δημοκρατία πολύ επικίνδυνη.

Πριν από 100 χρόνια στη Γερμανία και στην Ιταλία, κατά την άνοδο του εθνικισμού, οι δύο αυτές νεοσύστατες τότε δημοκρατίες προσπάθησαν φυλακίσουν και να εξολοθρεύσουν τον εθνικισμό και τις προσωπικότητες που είχαν ανέλθει στο προσκήνιο. Ούτε η φυλάκιση του Χίτλερ το 1920-1924 στη Γερμανία αλλά ούτε η ήττα του Ντ’ Ανούντσιο στην Ιταλία αποδείχθηκαν αποτελεσματικές. Κάθε άλλο, ο Χίτλερ μέσω της κάλπης και του πολιτικού συστήματος κατέκτησε την καγκελαρία.

Ενώ ο Ντ’ Ανούντσιο ήταν ο προάγγελος του Μουσολίνι και ο εμπνευστής του φασιστικού κράτους. Το δίδαγμα των δεκαετιών του 1920 και του 1930 είναι ότι οι δημοκρατίες τιμωρούν αλλά δεν εκδικούνται ιδιαίτερα στα πλαίσια ενός ανερχόμενου εθνικισμού μέσα στην κοινωνία. Ο εθνικισμός σαν ιδεολογία αντλεί από την πεποίθηση ότι το έθνος διώκεται από μέσα και από έξω και ότι το ίδιο το σύστημα στρέφεται εναντίον του. Η Αμερική του 2021 δεν είναι ούτε η Γερμανία αλλά ούτε η Ιταλία του 1920, αλλά όπως και το 1920 το δημοκρατικό πολίτευμα δεν μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι τιμωρεί κατά το γράμμα του νόμου, χωρίς να αφουγκράζεται την κοινωνία προς το κοινό καλό.

Μια δεύτερη δίκη και πιθανή καταδίκη του προέδρου Τραμπ μπορεί να φέρει τελικά το αποτέλεσμα που θα δικαιώσει τους Δημοκρατικούς και τους αντιπάλους του τα τελευταία πέντε χρόνια, και να είναι νόμιμη και δίκαιη. Αλλά η καταδίκη του Τραμπ θα του δώσει την ευκαιρία για μια καινούργια τηλεοπτική σεζόν, στον ρόλο του σωτήρα, αυτή τη φορά, μετά από έναν φαινομενικό μαρτυρικό κατατρεγμό. Οι δημοκρατίες δεν εκδικούνται, διότι η εκδίκηση συνεχίζει τον καταστροφικό κύκλο προς τον διχασμό και αναμφισβήτητα γεννάει σωτήρες.

 

Ο κ. Πέτρος Βαμβακάς είναι πρόεδρος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Κολεγίου Εμάνουελ της Βοστώνης.