Επισκέφθηκα πρώτη φορά την Ελλάδα το 1959. Το φέρι μποτ από το Μπρίντιζι έφτασε στην Κέρκυρα στο απαλό φως του πρωινού. Εκεί, στην αποβάθρα, πρωτάκουσα να μιλούν ελληνικά και αμέσως κατάλαβα ότι ήθελα να τα μάθω – όπως μερικοί που με το που ακούν ένα μουσικό όργανο γνωρίζουν αμέσως ότι πρέπει να μάθουν να το παίζουν.

Είχα διδαχτεί αρχαία ελληνικά στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, έτσι γνώριζα το ελληνικό αλφάβητο. Πέραν αυτού, τα αρχαία ελληνικά δεν βοήθησαν και πολύ. Ευτυχώς τα αγγλικά ομιλούνταν ευρέως. Θυμάμαι από εκείνη την πρώτη επίσκεψη έναν φούρνο στη Θήβα, όπου διάλεξα μια φραντζόλα και ρώτησα το κοριτσάκι στο ταμείο πόσες δραχμές κοστίζει. Απάντησε υπερήφανη στα αγγλικά «δύο και τριάντα», έχοντας μπερδέψει την ώρα 2.30 με τις δυόμισι δραχμές.

Οσο μάθαινα καλύτερα την Ελλάδα και τη γλώσσα της, συνειδητοποιούσα την τεράστια σημασία που είχε για τους Ελληνες το 1821 και ο πόλεμος της ανεξαρτησίας από τους Τούρκους. Διάβασα εξιστορήσεις του πολέμου στα αγγλικά, στα ελληνικά και στα γαλλικά και αποφάσισα να επιχειρήσω τη δική μου ιστορία. Για να το καταφέρω, έπρεπε προφανώς να επισκεφθώ τους τόπους όπου συνέβησαν τα γεγονότα του πολέμου.

Τα χρόνια πριν από το 1821 ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων αποτελούσε απειλή τόσο για τους Ελληνες όσο και για τον σουλτάνο της Τουρκίας – για τους Ελληνες επειδή οι ιδιοκτησίες του και εκείνες των γιων του κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, για τον σουλτάνο επειδή η δύναμη του Αλή Πασά γινόταν απειλή. Εδρα της οικογένειάς του ήταν ένα υπέροχο αρχοντικό στο Τεπελένι της Αλβανίας, το οποίο επισκέφθηκα. Δυστυχώς, το αρχοντικό του Αλή Πασά έχει καταστραφεί προ πολλού, γι’ αυτό αναγκάστηκα να αρκεστώ στη ζωντανή περιγραφή του Λόρδου Βύρωνα που το επισκέφθηκε το 1809.

Τα Ιωάννινα όμως ήταν πολύ πιο ευχάριστα. Η πόλη βρίσκεται στις όχθες μιας μεγάλης λίμνης στην οποία υπάρχει ένα νησάκι με το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα. Εκεί ο Αλή Πασάς συνάντησε το τέλος του ύστερα από έναν χρόνο πολιορκίας από τους Τούρκους. Στο μοναστήρι μου έδειξαν μια τρύπα στο ταβάνι του ισογείου, υποτίθεται από σφαίρα που προήλθε από το πάνω δωμάτιο και σκότωσε τον Αλή Πασά – αξιοσημείωτη σύμπτωση. Γνώριζα ότι οι παλαιοί μύθοι έπρεπε να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη.

Στα Ιωάννινα έλαβα την πρώτη μου ανταμοιβή για το ότι μάθαινα ελληνικά. Σε ένα μπαρ ζήτησα με τα υποτυπώδη ελληνικά μου «μικρή μπίρα, παρακαλώ». Μου έφεραν μεγάλη και όταν διαμαρτυρήθηκα ο μπάρμαν είπε: «Μα την παραγγείλατε στα ελληνικά, γι’ αυτό σας έδωσα μεγάλη στην ίδια τιμή». Ευχαριστώ, ευγενικέ μπάρμαν.

Η μάχη του Πέτα τον Ιούλιο του 1822 αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη εμπλοκή των φιλελλήνων. Το Πέτα βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της Αρτας όπου είχαν συγκεντρωθεί μεγάλες δυνάμεις των Τούρκων και το σχέδιο των φιλελλήνων ήταν να καταλάβουν το Πέτα και να νικήσουν τους Τούρκους όταν αυτοί θα επιτίθεντο. Το Πέτα έμοιαζε εύκολο να το υπερασπιστούν επειδή δυο κορυφογραμμές έκοβαν τη γραμμή επίθεσης των Τούρκων, η μια δυτικά της πόλης και η άλλη ανατολικά. Δύσκολα μπορούσα να απεικονίσω την κατάσταση χωρίς να το έχω δει.

Ενα από τα ψηλότερα σημεία των κορυφογραμμών έμεινε αφύλακτο, είτε ίσως από λάθος είτε λόγω προδοσίας, και οι τουρκικές δυνάμεις ξεχύθηκαν στο Πέτα. Οι περισσότεροι φιλέλληνες σκοτώθηκαν και μόνο 25 διέφυγαν στο Μεσολόγγι, όπου οι περισσότεροι πέθαναν τον επόμενο χειμώνα. Ηταν η λυπηρή κατάληξη που είχε μια ιδεαλιστική προσπάθεια υποστήριξης του ελληνικού ζητήματος.

Το νησί της Χίου, μόλις έξω από τις τουρκικές ακτές, αποτέλεσε μάλλον πεδίο σφαγών παρά μαχών. Δυο μοναστήρια υπέφεραν τρομακτικά από τους Τούρκους το 1822. Το ένα ήταν η Αγία Μονή, όπου σκοτώθηκαν 2.000 άτομα που είχαν βρει καταφύγιο. Στο άλλο, στον Αγιο Μηνά, οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά σκοτώνοντας 3.000 άτομα, των οποίων τα κρανία και τα κόκαλα συνεχίζουν να εκτίθενται στο μοναστήρι.

Αν βρεθείτε στη Χίο, πάρτε το καράβι για τα γειτονικά Ψαρά. Οταν το έκανα, όλοι οι επιβάτες έπρεπε να παρουσιαστούν στο γραφείο του καπετάνιου, ο οποίος έγραφε με το χέρι μια απόδειξη για τα εισιτήρια, αναλύοντας κάθε δραχμή φόρων και χρεώσεων, και κρατούσε τρία αντίτυπα με καρμπόν. Αναρωτήθηκα ποιον γραφειοκρατικό σκοπό εξυπηρετούσε αυτός ο όγκος της χαρτούρας.

Τα μικρά και απομακρυσμένα Ψαρά ήταν ένα από τα νησιά που παρείχαν πλοία και πληρώματα στον πόλεμο και οι Τούρκοι εισέβαλαν και τα κατέστρεψαν το 1824. Μπορούσα να δω με ποιον τρόπο τα τουρκικά πλοία είχαν πλησιάσει τους γκρεμούς στα δυτικά και οι Τούρκοι είχαν φτάσει χωρίς να γίνουν αντιληπτοί στη μοναδική παραλία όπου μπορούσαν να αποβιβαστούν. Δεν είχα τον χρόνο να ερευνήσω τη ναυπηγική παράδοση των Ψαρών. Πρέπει να επιστρέψω, ίσως με τον σχολαστικό μας καπετάνιο ή, το πιθανότερο, με τον διάδοχό του.

Οι επισκέψεις αυτές, και άλλες ακόμη σε φημισμένες τοποθεσίες, όπως στην Αγία Λαύρα, στο Μεσολόγγι και στο Ναβαρίνο, υπήρξαν ανεκτίμητες στο να κατανοήσω τον πόλεμο. Αλλά βεβαίως απαιτούνται πολύ περισσότερα για να γράψει κάποιος την ιστορία μιας χώρας που δεν είναι η δική του από το να πάει απλώς να δει πού συνέβησαν τα γεγονότα. Ενας βρετανός ιστορικός της Ελλάδας δεν έχει μεγαλώσει τιμώντας τα σπουδαία γεγονότα του παρελθόντος ή με την ενστικτώδη γνώση του τι σημαίνει να είσαι Ελληνας. Από την άλλη πλευρά, ο μη έλληνας ιστορικός δεν έχει απορροφήσει από την παιδική του ηλικία μύθους για το παρελθόν της Ελλάδας και είναι ίσως πιο έτοιμος να τους αμφισβητήσει. Παρ’ όλα αυτά, κάθε ξένος έχει το δικό του πολιτιστικό υπόβαθρο, τις δικές του πολιτικές προτιμήσεις και προκαταλήψεις.

Εν τέλει, ο συγγραφέας της Ιστορίας, Ελληνας ή Βρετανός, πρέπει να ακολουθεί την οδηγία του ιταλού ιστορικού Γκαετάνο Σαλβεμίνι, ο οποίος έγραψε: «Η αμεροληψία είναι ένα όνειρο, η ειλικρίνεια καθήκον».

*Ο κ. David Brewer είναι ιστορικός.